Πριν κάποια χρόνια, τότε που ακόμα ήταν παχιές οι αγελάδες, ευρισκόμενος στο φεστιβάλ των Καννών, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, περπατώντας αργά το βράδυ από την τελευταία προβολή στην αίθουσα Μπουνιουέλ, μετά την οδό «Ελευθέριος Βενιζέλος» και πίσω από το σιδηροδρομικό σταθμό, κάτω από τη γέφυρα του αυτοκινητοδρόμου που χωρίζει την πόλη στα δύο, είδα έναν κλοσάρ να κοιμάται μέσα σε σλίπινγκ μπαγκ. Εκείνο το συγκεκριμένο μαγιάτικο βράδυ έκανε ψυχρούλα και ο άνθρωπος ήταν χωμένος θαρρείς μέσα στο σλίπινγκ μπαγκ. Μου έκανε τρομερή εντύπωση το θέαμα. Στην πόλη όπου γινόταν το πιο διάσημο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου, μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη διάσημη Κρουαζέτ στην οποία ακουμπάνε κόκκινα χαλιά και διάσημα ζευγάρια πόδια που κουβαλάνε αστέρες του σινεμά με περιουσίες απίστευτες, ένας άνθρωπος κοιμόταν κάτω από μία γέφυρα. Αδιάφορος προφανώς για την 7η Τέχνη ή τη Ζωή που αντιγράφει την Τέχνη: η δικιά του ζωή ποτέ δεν θα γίνει ταινία…
Από παρόρμηση πήγα να τον φωτογραφίσω. Πάντα κουβαλούσα μια ψηφιακή μηχανή επάνω μου, ωσάν άλλος Ιάπωνας, ώστε να καταγράψω οτιδήποτε μου έκανε εντύπωση ή ευτυχή συναπαντήματα με διάσημους και σταρλετίτσες με πεταχτά κωλαράκια ή ακόμα – ακόμα, το άκρων άωτον του ναρκισσισμού, να με βγάζω φωτογραφίες με φόντο το διάσημο αυτό κινηματογραφικό χωριό στο στιλ «είμαι κι εγώ εδώ» – λίγα χρόνια μετά θα γινόταν «ήμουν κι εγώ εκεί»… Γιατί ήθελα να φωτογραφίσω τον κλοσάρ; Για να έχω αποτυπωμένη τη στιγμή, να τον βλέπω και να λέω «πάλι καλά»; Μάλλον, αν και παίζει να ήταν απλά μια κίνηση που συνάδει με το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι». Ανοίγω παρένθεση: ένα από τα ενδιαφέροντα ζητήματα που έθιγε η ταινία «The Bang Bang Club» που προβλήθηκε μόλις για μια βδομάδα στη Θεσσαλονίκη ήταν το κατά πόσο οι φωτορεπόρτερ του πολεμικού ρεπορτάζ που εξαιτίας του επαγγέλματός τους φωτογραφίζουν συχνά το θάνατο μπορούν να παρέμβουν. Πόσο ηθικό είναι να βγάζεις φωτογραφία κάποιον που ψυχορραγεί – πόσο μάλλον όταν ενδεχομένως μπορείς να του σώσεις τη ζωή; Κλείνει η παρένθεση…
Οι εποχές των παχιών αγελάδων έχουν πλέον παρέλθει – και μάλλον ανεπιστρεπτί. Η οικονομική κρίση που έχει χτυπήσει όλον τον κόσμο, εδώ, στην Ελλάδα, μας έχει βαρέσει κατακούτελα. Ολοένα και περισσότερο βλέπεις ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια – όχι ακόμα για τροφή, αλλά για διάφορα που μπορούν να τους φανούν χρήσιμα. Έχει πάτο αυτός ο απόπατος; Κατά πως φαίνεται ο «Γενναίος Νέος Κόσμος» του Άλντους Χάξλεϊ υπερίσχυσε απέναντι στο «1984» του Τζορτζ Όργουελ. Η χειραγώγηση είναι γεγονός. Και το κακό είναι πως δεν φαίνεται φως στο βάθος του τούνελ. Ρε μπας και είχε δίκιο η καταθλιπτική αδελφή στη «Melancholia»;
Θόδωρος Γιαχουστίδης