Συνέντευξη: Δέσποινα Βενέτη
Συνάντησα τον Έντι Μίλερ στο πλαίσιο του αφιερώματος «Perles Noires» που παρουσίασε πριν δύο μήνες στη Γαλλική Ταινιοθήκη στο Παρίσι, ως Πρόεδρος του Film Noir Foundation. Πασίγνωστος για βιβλία αναφοράς όπως τα «Grindhouse: The Forbidden World of Adults Only Cinema», «Dark City Dames: The Wicked Women of Film Noir» και κυρίως για το «Dark City: The Lost World of Film Noir», για δεκάδες dvd commentaries και για τη βαθιά γνώση των φιλμ νουάρ, ταξιδεύει ανά τον κόσμο μιλώντας με ενθουσιασμό για τις ταινίες που αγαπά. Συγγραφέας των νουάρ μυθιστορημάτων «The Distance» και «Shadow Boxer» και σκηνοθέτης δύο ταινιών μικρού μήκους, ζει στο Σαν Φρανσίσκο. Το παρατσούκλι «Czar of Νoir» του το «κόλλησε» ο καλός του φίλος, Τζέιμς Έλροϊ…
Κύριε Μίλερ, ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από το αφιέρωμα «Perles Noires» στη Γαλλική Ταινιοθήκη;
Είμαι πολύ χαρούμενος από την ανταπόκριση του κοινού. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να μου ζητήσουν να διοργανώσω μια ρετροσπεκτίβα στο Παρίσι και νιώθω ανακούφιση που οι προσπάθειές μου έγιναν δεκτές τόσο καλά. Παρότι τα φεστιβάλ μου είναι δημοφιλή στις ΗΠΑ, γνωρίζω ότι οι Γάλλοι έχουν μεγαλύτερη τάση στη «σινεφιλία» από τους Αμερικάνους κι έτσι δεν ήμουν σίγουρος αν η προσέγγισή μου θα τύγχανε καλής υποδοχής. Κακώς ανησυχούσα! Η υποδοχή ήταν θαυμάσια και θερμή.
Είχατε την ευκαιρία να έρθετε σε διάλογο με το κοινό;
Η επαφή μου με τους «cineastes» στο Παρίσι ήταν πολύ ικανοποιητική. Είναι συναρπαστικό να βλέπεις τόσο πολλούς αξιοσημείωτους ανθρώπους του σινεμά (συγγραφείς, σκηνοθέτες, κριτικούς) στο κοινό. Σε μια προβολή είχαμε τόσο τον Μπερτράν Ταβερνιέ όσο και την Κλερ Ντενί ανάμεσα στους θεατές, δύο από τους κορυφαίους κινηματογραφιστές της Γαλλίας! Καθώς επίσης και τον Νικολά Σααντά, κριτικό κινηματογράφου που έγινε σκηνοθέτης, τον Πατρίκ Ρεϊνάλ, πολύ σημαντικό εκδότη βιβλίων νουάρ μυθοπλασίας, τους μεγάλους ιστορικούς κινηματογράφου Μπερνάρ Άισενσιτς και Νοέλ Σιμσολό… Είναι υπέροχο να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να έρχονται σε μια κινηματογραφική αίθουσα -όχι για μένα- αλλά γιατί ακόμη τρέφουν βαθιά αγάπη για το σινεμά και νιώθουν ενθουσιασμό για την προοπτική να δουν μια σειρά παλιών ταινιών να αποκτούν νέα ζωή! Και φυσικά ήταν κι όλοι αυτοί οι νέοι που ήρθαν σε πρώτη επαφή με τα φιλμ νουάρ. Νιώθω πραγματική τιμή να είμαι σε θέση να τους τα παρουσιάσω για πρώτη φορά.
Πώς βρίσκετε το ευρωπαϊκό κοινό σε σύγκριση με το αμερικανικό, όσον αφορά ειδικότερα στα φιλμ νουάρ;
Υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά, που αναδεικνύει ακριβώς τον πυρήνα των διαφορών των δύο πολιτισμών: οι Αμερικάνοι δείχνουν ενθουσιασμό κι έντονη διάθεση να ανακαλύπτουν νέα πράγματα αλλά είναι επίσης πιο ανυπόμονοι και με λιγότερο σεβασμό. Το κοινό στη Cinematheque εκτίμησε την παρουσίαση των φιλμ, ακόμη κι αν έτυχε να απογοητευθεί από κάποια συγκεκριμένη ταινία. Αν παρουσιάσω ένα άγνωστο φιλμ στις ΗΠΑ και δεν αρέσει, κάποιοι μπορεί να πουν, σαρκαστικά: «Ευχαριστούμε που σπατάλησες το χρόνο μας!». Αλλά στο Παρίσι, θα πουν: «Ευχαριστούμε για την ευκαιρία να δούμε αυτό το φιλμ – ευχόμαστε μόνο να ήταν καλύτερο!». Νομίζω πως είναι κάτι ενσω- ματωμένο στην κουλτούρα – το παρισινό κοινό δείχνει ευλάβεια, τόσο για τις ίδιες τις ταινίες, όσο και για την εμπειρία του να πηγαίνεις σινεμά. Στις ΗΠΑ, ακόμη και στις Ταινιοθήκες, οι άνθρωποι κάνουν το σφάλμα να νομίζουν ότι η κινηματογραφική αίθουσα είναι το καθιστικό τους.
Δεν νομίζω ότι τα νουάρ επηρεάζουν πολύ διαφορετικά το αμερικανικό, το γαλλικό ή οποιοδήποτε άλλο κοινό στον κόσμο. Όσοι τα «πιάνουν», αντιδρούν στα ίδια πράγματα: στο στυλ, στο ύφος, στον κυνισμό που αψηφά τα πάντα, στην αναζήτηση για δύναμη κι έρωτα μπροστά στα μούτρα μιας ανάλγητης «ανώτερης δύναμης» ή της έμφυτης ανθρώπινης σκληρότητας. Και πέραν αυτών, φυσικά, τα φιλμ νουάρ δεν παύουν να είναι καθαρή διασκέδαση!
Ποια ήταν τα σπανιότερα φιλμ του προγράμματος ή αυτά που δεν έπρεπε κανείς να χάσει;
Είναι δύσκολο για μένα να ξεχωρίσω κάποιο και να πω: «Αυτό το συγκεκριμένο πρέπει να το δεις!». Είναι θέμα γούστου – αν κάποιος ήρθε για να δει τα σπανιότερα, κάτι σαν το «Guilty Bystander», μπορεί να απογοητεύτηκε. Όπως απογοητεύτηκα κι εγώ άλλωστε! Ο Ταβερνιέ μου είπε μετά την προβολή: «Έντι, το φιλμ αυτό ήταν πραγματικά το κάτι άλλο – άχρηστο σε κάθε επίπεδο!». Ακόμη κι έτσι, όμως, το απόλαυσε κι ήταν ευγνώμων που είχε την ευκαιρία να το δει. Από την άλλη, κάποιος άλλος θεατής, προφανώς πολυμαθής, μου είπε: «Μπορώ να δω την άμεση συγγένεια του «Guilty Bystander» με το «Made in USA» του Γκοντάρ»! Η άποψή του ήταν πως το φιλμ που είδε ήταν ήδη μεταμοντέρνο το 1949, όταν γυρίστηκε!
Νομίζω πως το αγαπημένο του παρισινού κοινού ήταν το «Woman Οn Τhe Run». Δυστυχώς, αναγκαστικά το προβάλαμε από το προσωπικό μου ψηφιακό αντίγραφο της μοναδικής κόπιας των 35mm που υπήρχε. Η κόπια κάηκε σε πυρκαγιά στα στούντιο της Universal το 2009 αλλά ευτυχώς είχα προλάβει να κάνω ένα ψηφιακό αντίγραφο στο λίγο χρόνο που την είχα στην κατοχή μου. Δεν θα μπορούσα να την είχα επιστρέψει στα αρχεία του στούντιο, χωρίς να την έχω αντιγράψει για ασφάλεια. Ευτυχώς που το έκανα. Θέλω να πιστεύω πως η Αν Σέρινταν με ευγνωμονεί γι’ αυτό. Ίσως όταν πεθάνω να με περιμένει κάπου εκεί έξω για να μου προσφέρει ένα ποτό. Ή κάτι άλλο…
Κύριε Μάλερ, πείτε μας μερικά πράγματα για το Film Noir Foundation και το έργο του, τους πόρους, τα επιτεύγματά του, καθώς και για τους στόχους του στο άμεσο μέλλον.
Είμαστε μοναδικοί στις ΗΠΑ, ίσως και σε ολόκληρο τον κόσμο: το σύνολο των χρημάτων από τα εισιτήρια του ετήσιου κινηματογραφικού μας φεστιβάλ NOIR CITY στο Σαν Φρανσίσκο πηγαίνουν απ’ ευθείας στη χρηματοδότηση για την αποκατάσταση ταινιών. Εννοώ ΟΛΑ τα χρήματα! Συνεπώς, οι «προστάτες των τεχνών» είναι στη δική μας περίπτωση οι ίδιοι οι άνθρωποι που αγοράζουν ένα εισιτήριο για να δουν μια ταινία. Φυσικά, ενθαρρύνουμε τις δωρεές (σημείωση: στο http://www.filmnoirfoundation.org/index.html) και ψάχνουμε επιχορηγήσεις κι άλλα τέτοια – αλλά οι πόροι μας προέρχονται κυρίως από τους ίδιους τους ανθρώπους που αγαπούν το σινεμά. Συχνά αστειεύομαι πως στις ΗΠΑ αναγκαστήκαμε να έχουμε μια πολύ καπιταλιστική προσέγγιση, για να επιτύχουμε έναν πολύ σοσιαλιστικό στόχο! Ίδρυσα το Film Noir Foundation όταν συνειδητοποίησα πόσο δημοφιλή γινόντουσαν τα φιλμ που προβάλλονταν σε «revival screenings». Οι άνθρωποι εκτιμούσαν το να μπορούν να δουν όχι ιδιαίτερα πολυπρόβλητα φιλμ, έξω από τα συνήθη «ραντάρ» των κριτικών. Αλλά μου φαινόταν λάθος που τα οικονομικά οφέλη από αυτές τις αναβιώσεις των ταινιών πήγαιναν αποκλειστικά στις αίθουσες που τις πρόβαλαν ή στις εταιρίες διανομής.
Έτσι, δημιούργησα έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό -ένα σωματείο, αν προτιμάτε- ακριβώς για τον σκοπό της «ανακύκλωσης» των κερδών χάριν της διάσωσης λιγότερο γνωστών ή χαμένων φιλμ. Χρηματοδοτούμε τόσο τις «full restorations» – που σημαίνει δημιουργία νέου αρνητικού, από το οποίο να μπορούν να παράγονται νέες κόπιες στο διηνεκές – όσο και τις «single-print preservations» – που σημαίνει ότι δημιουργείται μία μοναδική αρχειακή κόπια με σκοπό να διατηρηθεί για πάντα. Τα «The Prowler» και «Cry Danger», για παράδειγμα, είναι full restorations. Έχουμε διατηρήσει ταινίες όπως τα: «High Wall», «The Hunted», «Nobody Lives Forever», «The Window», «Loophole», «Down Three Dark Streets» και «Cry Tough». Κι έχουμε κι άλλες στα σκαριά.
Οι στόχοι σας έχουν να κάνουν μόνο με αμερικάνικα φιλμ;
Όχι, επεκτείνονται πέρα από τα αμερικανικά φιλμ. Θέλω να φέρω τους Αμερικάνους – που γνωρίζουν μόνο τα νουάρ του Χόλιγουντ – σε επαφή με φιλμ της κλασικής νουάρ περιόδου κι από άλλες χώρες, να χρησιμοποιηθεί το νουάρ ώστε να γεφυρωθούν οι πολιτισμικές αποστάσεις. Έχω υπόψη μου υπέροχες ταινίες, γυρισμένες κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ‘40 και του ‘50, από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Μεξικό, την Αργεντινή, την Ιαπωνία, που ελάχιστη ως καθόλου διανομή βρήκαν πέραν των συνόρων των χωρών όπου φτιάχτηκαν. Για μένα προσωπικά, αυτό αποτελεί πολύ γόνιμο χώμα για να σκάψει κανείς.
Προσπαθώ, επίσης, να δουλεύω με νεότερους ανθρώπους όσο μπορώ, να τους διαφωτίσω σχετικά με το κλασικό σινεμά, έτσι ώστε το γούστο κι η ευαισθησία τους να μην διαμορφωθούν αποκλειστικά και μόνο από το σύνηθες «διαιτολόγιο» – τα σύγχρονα αμερικανικά φιλμ. Προβάλλω ταινίες και μιλώ σε σχολεία, προσπαθώ να ζωντανέψω τις ιστορίες πίσω από τη δημιουργία του σινεμά για τα παιδιά, που νομίζουν ότι όλα άρχισαν με τα «Star Wars»! Τα νουάρ είναι πολύ πρόσφορα γι’ αυτό το σκοπό, για το λόγο ότι υπάρχει πολύ σεξ και βία, κι όμως βλέπουν ότι υπάρχει τρόπος να αποδοθούν με στυλ κι εκλεπτυσμένη έκφραση. Ποιος ξέρει, ίσως μάθουν να εκτιμούν τη λεπτότητα και τη συγκράτηση. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε συνεισφορά σε οποιονδήποτε πολιτισμό.
Ποιοι είναι οι προσωπικοί σας στόχοι για το εγγύς μέλλον; Για παράδειγμα, να αναμένουμε ένα νέο βιβλίο σύντομα;
Το μόνο κακό με τη δουλειά μου στο F.N.F. είναι ότι αποσπά πολύ προσωπικό χρόνο. Είχα την τύχη να κάνω ένα 20λεπτο φιλμ το 2008, με τίτλο «The Grand Inquisitor», με τη σπουδαία Marsha Hunt, και ανυπομονώ να κάνω κι άλλο! Ελπίζω φέτος. Και το φθινόπωρο θα σκηνοθετήσω δύο θεατρικά που έχω γράψει – το ένα από αυτά, μια θεατρική διασκευή της ταινίας μου – για έναν θίασο στο Σαν Φρανσίσκο. Κι επίσης δουλεύω πάνω σε ένα νέο μυθιστόρημα με ήρωα τον Billy Nichols, το «noir avatar» μου (οι δύο προηγούμενες περιπέτειες ήταν τα «The Distance» και «Shadow Boxer»). Ειλικρινά δεν βλέπω το λόγο να κάνει κανείς ταινίες στο στυλ των 40s πλέον, αφού δεν μπορούν να συλλάβουν αληθινά τη γοητεία των αυθεντικών, παρ’ όλα αυτά απολαμβάνω να αναπαράγω στα γραπτά μου εκείνον τον κόσμο. Κι αφού ο συγκεκριμένος χαρακτήρας είναι βασισμένος στον πατέρα μου, υπάρχει μια πολύ προσωπική διάσταση στο έργο αυτό. Δεν είναι απλά ένα νοσταλγικό ταξιδάκι για μένα. Επίσης είμαι ενθουσιασμένος που η εταιρία «Wild Side Video» στο Παρίσι μου πρόσφερε τη δική μου σειρά dvd, με γενικό τίτλο «The Art of Noir», αποτελούμενη από μονογραφίες με σκληρά εξώφυλλα και πολλές υπέροχες φωτογραφίες, μαζί φυσικά με το dvd στη συσκευασία. Το «The Prowler» θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβρη. Το «Woman on the Run» θα είναι επίσης μέρος της σειράς αυτής, συνεπώς θα πρέπει σύντομα να αρχίσω να γράφω κι αυτό το κείμενο.
Έχετε προγραμματίσει άλλες σας εμφανίσεις σύντομα σε ευρωπαϊκό έδαφος; Ίσως ένα «Perles Noires II» στο εγγύς μέλλον;
Η φήμη αυτή άρχισε ήδη να κυκλοφορεί – και μάλιστα από τον ίδιο τον Jean-Francois Rauger, τον συνδιευθυντή της Cinematheque Francaise! Οπότε θα έλεγα πως οι πιθανότητες είναι αρκετά καλές. Πέρα απ’ αυτό, ίσως εμφανιστώ στο Lyon Film Festival το 2012. Ήταν οι πρώτοι που με κάλεσαν, το 2009. Τους χρωστώ πολλά. Είναι πιθανό να κάνουμε εκεί την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της επόμενης ταινίας που θα αποκαταστήσουμε με τη διαδικασία του restoration. Ακόμη, σκέφτομαι την πιθανότητα να κάνω μια σειρά εμφανίσεων στην Αυστραλία…
Γιατί πιστεύετε ότι τα φιλμ νουάρ μιλούν τόσο δυνατά στις καρδιές των σινεφίλ, όντας ανάμεσα στα πλέον αγαπημένα όσων αγαπούν το σινεμά παγκοσμίως;
Υπήρχε κάτι μαγικό στην τέχνη των μισών του 20ου αιώνα, πιθανώς γεννημένο από το αίσθημα επείγοντος της εποχής. Ο κόσμος φαινόταν να κρέμεται από μια κλωστή και μια αβεβαιότητα ήταν παντού διάχυτη, την ίδια στιγμή που οι καλλιτέχνες είχαν μάθει να δημιουργούν τόσο ιδιοφυώς: σπουδαία κινήματα μοντερνισμού στη λογοτεχνία, η γέννηση του «είδους», η «γέννηση του cool», η τελειοποίηση της κινηματογραφικής γλώσσας που επιτεύχθηκε με τη συγχώνευση Αμερικανικής κι Ευρωπαϊκής κουλτούρας στο Χόλιγουντ. Όση έμφαση κι αν δοθεί στη δύναμη αυτής της περιόδου, ως «καζανιού» δημιουργικότητας, δεν θα είναι υπερβολή. Το φιλμ νουάρ είναι το θεμελιακό καλλιτεχνικό κίνημα του Χόλιγουντ – ένας θρίαμβος των οραματιστών, στο πλαίσιο μιας καθαρά εμπορικής βιομηχανίας. Αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά κι η μακρά διάρκεια της δημοφιλίας του μαρτυρά την αξία της δουλειάς όλων αυτών των ανθρώπων. Έχει επίσης να κάνει με ένα ιδιαίτερα αισθησιακό και ευπρόσδεκτα απειλητικό στιλ, που συνήθως χρησιμοποιούνταν για να αποτυπώσει την απώλεια της αθωότητας της αμερικανικής κοινωνίας. Φυσικά, αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, ο κόσμος σήμερα εξακολουθεί να κρέμεται σε μια κλωστή, με την ίδια αβεβαιότητα, όμως (τουλάχιστον στις ΗΠΑ) δεν υπάρχει το ίδιο αίσθημα του επείγοντος που υπήρχε διάχυτο στην τέχνη των μισών του 20ου αιώνα.
Υπάρχουν κάποια νεο-νουάρ με τα οποία νιώσατε τα συναισθήματα που σας προκαλεί ένα φιλμ νουάρ της κλασικής περιόδου; Πιστεύετε σε μια «αναβίωση» του είδους ή θεωρείτε πως είναι ένα κεφάλαιο της ιστορίας του σινεμά καταδικασμένο να μην επαναληφθεί, ένα «παιδί της εποχής του», όπως οι ταινίες της Nouvelle Vague; Κι αν ναι, ποιοι είναι οι «απόγονοι» των φιλμ νουάρ στο σύγχρονο σινεμά;
Φοβάμαι πως τέτοια «νεο-νουάρ» δεν έχω βρει πολλά στην Αμερική. Το νουάρ στην εποχή του ήταν πολύ «ενήλικο» στη θεματολογία του – τα περισσότερα αμερικανικά φιλμ σήμερα φτιάχνονται για έφηβα αγόρια. Υπάρχει η μυθοπλασία, αλλά όχι πολλή ανθρωπιά. Το νουάρ είναι ένα πολύ ανθρώπινο είδος: για μένα, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η ταύτιση. Το νουάρ σε αφήνει να ταυτιστείς συναισθηματικά με τους ανθρώπους που κάνουν το λάθος πράγμα με τη θέλησή τους, αποκαλύπτοντας τις χειρότερες εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης. Το να κάνει κάτι τέτοιο η τέχνη είναι ιδιοφυές. Σήμερα οι ΗΠΑ είναι τόσο ανασφαλείς για τον εαυτό τους, που δεν έχουν καν την αυτοπεποίθηση να προκαλέσουν τον εαυτό τους καλλιτεχνικά. Τα φιλμ κοστίζουν τόσο πολύ και το κοινό αποδέχεται μόνο τον καθησυχασμό – ή την απλή βία. Με την εξαίρεση κάποιων εναπομείναντων οραματιστών, σαν τον Ντέιβιντ Λιντς. Λάτρεψα το «Mulholland Drive» – είχε τη μαγεία, το μυστήριο, το πάθος, την απώλεια της αθωότητας, που έχω συνδέσει με τα καλύτερα των φιλμ νουάρ. Τα καλύτερα «νεο-νουάρ» γίνονται εκτός ΗΠΑ: καλές ταινίες από τη Ρουμανία, την Αργεντινή, την Αυστραλία. Μπορώ να εντοπίσω τις ρίζες του νουάρ σε πολλές από αυτές.
Έχοντας δει εκατοντάδες φιλμ νουάρ, κάνετε ακόμα νέες «ανακαλύψεις»; Κάποια μη αγγλόφωνα νουάρ που αγαπάτε ιδιαίτερα;
Ναι, μαθαίνω συνεχώς όλο και περισσότερα. Είναι το πιο απολαυστικό κομμάτι αυτού που κάνω. Στο Παρίσι μου έδωσαν πολλά dvd με ταινίες σχεδόν άγνωστες σε μένα. Ο Νικολά Σααντά είναι μια ιδιαίτερα καλή πηγή για άγνωστα νουάρ. Κι ο Ταβερνιέ, ασφαλώς. Όταν ήμουν στο Μπουένος Άιρες, είχα την τύχη να παρευρεθώ σε ιδιωτικές προβολές κάποιων υπέροχων νουάρ της Αργεντινής: το «Apenas un delincuente» (1949), μια καταπληκτική διασκευή δύο ιστοριών του Cornell Woolrich με τίτλο «No abras nunca esa puerta» (1952), το «Los tallos amargos» (1956) με εκπλη- κτική φωτογραφία από τον Ricardo Younis κι ένα φανταστικό ριμέικ του «Μ» του Φριτζ Λανγκ με τίτλο «El vampiro negro» (1953). Όλα αυτά τα φιλμ είναι πραγματικά άγνωστα έξω από το Μπουένος Άιρες! Κι οι Αργεντινοί εξακολουθούν να φτιάχνουν σπουδαία νουάρ. Αγαπώ πολύ τις ταινίες του Φαμπιάν Μπιελίνσκι, «Εννιά βασίλισσες» (2000) και «El Aura» (2005) και το πρόσφατο φιλμ του Πάμπλο Τραπέρο «Carancho» (2010) – όλα με πρωταγωνιστή τον Ρικάρντο Νταρίν, τον αγαπημένο μου ηθοποιό αυτόν τον καιρό.
Απ’ όλες τις προσωπικότητες που έχετε πάρει συνέντευξη, ποιος/α είναι αυτός/ή που σας εξέπληξε περισσότερο από κοντά; Και ποια είναι η συνέντευξη των ονείρων σας, αυτή που ποτέ δεν μπορέσατε να πάρετε;
Πραγματικά απόλαυσα τον Ρικάρντο Μονταλμπάν. Ήταν πολύ ευγενής κι ευφυής άντρας, γεμάτος μεγαλοσύνη, σθένος και μια αληθινά υπέροχη αίσθηση του χιούμορ. Μακάρι να είχε παίξει αυτός το ρόλο του Βάργκας στο «Touch of Evil» του Όρσον Γουέλς. Ο Τσάρλτον Ίστον είναι ιστορικά πολύ σημαντικός για τη δημιουργία αυτού του φιλμ, το ξέρω… Αλλά είναι επίσης και το πιο αδύναμο κομμάτι του. Ο Μονταλμπάν είναι Μεξικανός κι έχει τη ζεστασιά και την ιπποσύνη που θα ήταν ιδανικά απέναντι στον Γουέλς και την Τζάνετ Λι. Ο Ίστον, για μένα, είναι ο πιο ψυχρός ηθοποιός… Όσο για τη συνέντευξη που ποτέ δεν έκανα, μπορεί να σε εκπλήξει: θα ήθελα να ήταν με τον παραγωγό Τζέρι Γουάλντ. Νομίζω πως θα ήταν απίστευτα ενδιαφέρον το να έχω τη δική του οπτική για την εποχή του κλασικού φιλμ νουάρ. Δούλεψε σε τόσο πολλές ταινίες και με τόσο μεγάλα ταλέντα. Αλλά πέθανε το 1962, έτσι δεν είχα ποτέ την ευκαιρία!
Ποιο θα ήταν το ιδανικό φιλμ νουάρ, αυτό των ονείρων σας; Και ποιος θα ήταν ο τίτλος του;
Το δικό μου μυθιστόρημα, «The Distance», σκηνοθετημένο από τον Ρόμπερτ Σιόντμαν. Όταν διαβάσεις το βιβλίο, στοιχηματίζω πως θα επιλέξεις εσύ η ίδια το καστ!