Τον Μπουκόφσκι τον ταμπελιάσανε σαν αλκοολικό, περιθωριακό, ημιπαράφρονα κι αναρχικό. Την ανόθευτη σοφία και την καλά κρυμμένη, κάτω από το αμυντικό προσωπείο του κυνισμού, ευαισθησία του, δεν την είδαν και δεν την βλέπουν οι πανούκλες όλων των από τότε εποχών και όλων των τόπων. Για τον Μπουκόφσκι οι πανούκλες είναι μια πολύ συγκεκριμένη φάρα ανθρώπων και στο διήγημα του Σημειώσεις για την πανούκλα είχε γράψει: «Η πανούκλα είναι παραγεμισμένη με στεγνή τυποποιημένη ανοησία που την παίρνει για σοφία. Μια από τις αγαπημένες της παρατηρήσεις είναι «δεν υπάρχει πράγμα ολοκληρωτικά κακό. Λες ότι όλοι οι μπάτσοι είναι κακοί κι εγώ σου λέω ότι δεν είναι. Γνώρισα μερικούς που ήταν καλοί, υπάρχουν και καλοί μπάτσοι».
Δεν προλαβαίνετε ποτέ να της εξηγήσετε –γιατί δεν σας αφήνει να μιλήσετε, μιλάει συνεχώς αυτή- ότι, από τη στιγμή που ένας άνθρωπος φοράει τη συγκεκριμένη στολή, μετατρέπεται σε πληρωμένο προστάτη της ισχύουσας τάξης πραγμάτων. Υπάρχει για να τη διατηρεί. Αν σας αρέσει αυτή η κατάσταση, τότε όλοι οι μπάτσοι είναι καλοί μπάτσοι. Αν δεν σας αρέσει, τότε όλοι οι μπάτσοι είναι κακοί μπάτσοι. Το απόλυτο κακό υπάρχει, αλλά η πανούκλα είναι μουλιασμένη μ’ αυτή την κλούβια, απλοϊκή φιλοσοφία…».
Τα επεισόδια ακύρωσης των παρελάσεων της 28ης , έδωσαν αφορμή στις απανταχού πανούκλες να αναπαράγουν, δημοσίως ή όχι, τούτη την τυποποιημένη απλοϊκή τους φιλοσοφία, επισημαίνοντας το όνειδος που πρέπει να νιώθουμε για την καταστροφή αυτής της (ούτως ή άλλως μιλιταριστικού χαρακτήρα) γιορτής. Καθώς ο κόσμος πεινάει και χάνει τα δικαιώματα του, πρέπει να ανέχεται προκλητικές παρελάσεις και να δέχεται πολιτισμένα αυτούς που τον έχουν φέρει σε αυτήν την κατάσταση και που, όσο ένδοξο παρελθόν έχουν ή όχι, το παρόν τους σημαδεύεται από τη συνενοχή στην εξαθλίωση του λαού, το ξεπούλημα των φυσικών αγαθών και μνημείων αυτού του τόπου, την προδοσία της πατρίδας. Αυτής της πατρίδας που με τόσο συγκινησιακά φορτισμένο ύφος ισχυρίζονται, στα λόγια, πως αγαπούν και προασπίζονται. Η ντροπή δεν ανήκει στον εξεγερμένο λαό. Ανήκει στους προδότες και στις πανούκλες τους.
Αλέξανδρος Μιλκίδης