
«Μη μιλάς στο κινητό, θα σε πειράξει στο κεφάλι», απευθύνεται επιτακτικά η μητέρα στο 10άχρονο κοριτσάκι της. «Τι λες ρε μαμά, αφού έχω καρκίνο», της απαντά, με μειλίχιο, παραπονεμένο, αφοπλιστικό ύφος η μικρή. Η στιχομυθία λαμβάνει χώρα στους πρόποδες του Βερμίου, στην αναζήτηση προστασίας και λυτρωτικής ίασης από την Παναγία Σουμελά. Αντιμετάθεση λόγων και συναισθημάτων, η μητέρα γίνεται αφελής με συναισθήματα προσδοκίας από δοξασίες της χριστιανικής πίστης, ενώ ένα παιδί εκφράζει τον ρεαλιστικό λόγο της λογικής, μέσα από τη βίαιη ωριμότητα της ίδιας της ζωής, που αφοπλίζει κάθε προσδοκία στο πλαίσιο της μεταφυσικής. Αλλά στη γιορτή της Παναγίας, η ζωή τελικά παρά την επιμονή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας να μας πείσει για κάτι διαφορετικό, είναι μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Κάποιοι αγκομαχούν για την περιβόητη έξοδο από την ασφυξία του άστεος, άλλοι στριμώχνονται στις εκκλησιές για επίκληση βοήθειας του υπερφυσικού, ενώ πάντα μένουν κάποιοι στη ραστώνη και τη μοναξιά της άδειας πόλης.

Ο Δεκαπενταύγουστος του Κωνσταντίνου Γιάνναρη εμπεριέχει, τα προβλήματα της καθημερινότητας, προβαλλόμενα σε μια (ενδεδυμένη με τα καλά της) μέρα. Διαχρονική ελληνική πραγματικότητα, με τα ήθη, τις δοξασίες, τις εμμονές, τις καθημερινές τριβές, την παραδοξότητά της, με τις εγγενείς αντιφάσεις.
Στις ταινίες Από την άκρη της πόλης και Όμηρος αποτυπώνεται η σύγχρονη πραγματικότητα, μπολιασμένη από το μεταναστευτικό στοιχείο. Στην πρώτη καταγράφεται η ζωή μιας παρέας Ρωσοποντίων μεταναστών στην Αθήνα και στη δεύτερη μεταφέρεται μια πραγματική ιστορία «λεωφορειοπειρατείας» από έναν Αλβανό, με την προσθήκη κάποιων μυθοπλαστικών στοιχείων. Οι ήρωες βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας. Η ενσωμάτωση σε μια κοινωνία είναι χρονοβόρα διαδικασία, για κάθε είδους μέτοικο.
Ο Γιάνναρης αρέσκεται να κινηματογραφεί περιθωριακούς ήρωες (και στην αγγλόφωνη Κοντά στον παράδεισο) ή κινούμενους στις παρυφές της πόλης, η οποία υπέχει ρόλο κοινωνίας. Καταγράφει τις ιδιότυπες συναλλαγές των χαρακτήρων του περιθωρίου με τους κοινωνικά καθωσπρέπει. Όσο αυθεντικοί είναι οι χαρακτήρες του περιθωρίου, άλλο τόσο υποκριτές οι «επιφανείς» της κοινωνίας. Σημαίνον στοιχείο των ιδιότυπων συναλλαγών των δύο πλευρών είναι η παρανομία και ο αγοραίος έρωτας, ενδεδυμένος με τον μανδύα της ιδιαιτερότητας και της παρέκβασης. Παρεκκλίσεις καλυπτόμενες από ένα ψευδεπίγραφο κοινωνικό πρεστίζ, ελέω κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης. Οι άλλοι μοιάζουν παραιτημένοι, ενδίδοντας στο αλισβερίσι του εφήμερου και εύκολου κέρδους.

Τις περισσότερες φορές το μόνο που μπορούν να ανταλλάξουν είναι το νεανικό σφριγηλό κορμί τους. Βέβαια, τα βέλη του Γιάνναρη έχουν διττή κατεύθυνση, τόσο προς στους εγκαταλειμμένους όσο και προς τους ευνοημένους της μοίρας. Στον Όμηρο δεν μένει στην επιφάνεια της πράξης του «λεωφορειοπειρατή», αλλά αναδεικνύει το background της διαδρομής του. Από την άλλη, η σκαπάνη της διερεύνησής του σκάβει στις κυρίαρχες δομές της κοινωνίας της καθεστηκυίας τάξης. Δεν είναι άμοιροι ευθυνών οι γηγενείς για την εξέλιξη, τη συμπεριφορά, τις πράξεις, την περιθωριοποίηση των μεταναστών.
Στην τελευταία ταινία του Άνθρωπος στη θάλασσα, ασχολείται πάλι με τη μοίρα των μεταναστών, αυτή τη φορά και ναυαγών. Αλλά στο επίκεντρο βρίσκεται η άλλη πλευρά, αυτή στην οποία ανήκει ο μέσος Ευρωπαίος, με τα εξασφαλισμένα στάνταρ ποιότητας στη ζωή του. Ένας άνθρωπος ωστόσο δεν μπορεί να λειτουργεί και να συμπεριφέρεται με προσωπικές αρχές και αξίες, ανεξάρτητος από τον κοινωνικό και εργασιακό του περίγυρο. Η εσκεμμένη αγνόηση των κοινωνικών συμφραζομένων οδηγεί συχνά στην απομόνωση και στο περιθώριο. Είναι αυτή η γαμημένη ισορροπία ανάμεσα στην ατομική και κοινωνική συνείδηση, στο τι θέλω και τι πρέπει, στο τι μπορώ και στο τι μου επιτρέπουν. Η περίφημη ισορροπία, ομοιάζουσα με την αδιάφορη μουσική του ασανσέρ κατά Βασίλη Ραφαηλίδη, επιτρέπει στο σύστημα να ρολάρει χωρίς ιδιαίτερες τριβές στα γρανάζια του.
Ο Γιάνναρης ξέρει να κάνει σινεμά. Γνωρίζει την αφηγηματική δύναμη των εικόνων. Η σκηνοθεσία του είναι δυναμική και έχει ρυθμό. Τα πλάνα του συχνά υποβλητικά, έχουν κυρίαρχα τα κοντινά, που εκφράζουν και δημιουργούν συναισθήματα. Η αφηγηματική του δομή δημιουργεί μια συνεχή ροπή ενδιαφέροντος, μέχρι το φινάλε, έστω κι αν το τέλος μπορεί να μην ικανοποιεί τις ανάγκες όλων των θεατών. Κανείς δεν αναζητά την πρόωρη αποβίβαση από το ταξίδι της κινηματογραφικής θέασης. Αποφεύγοντας επιμελώς τον ναρκισσισμό του αργόσυρτου πλάνου, προς χάρη της αφηγηματικής συνοχής, δημιουργεί αφηγηματική πυκνότητα, κρατώντας σε εγρήγορση το θεατή.
Μπορεί κανείς να διαφωνήσει με την ιδεολογική προσέγγισή του, όχι όμως με τα αισθητικά μέσα του. Είναι θιασώτης του ρεαλισμού, γι’ αυτό και οι ταινίες του έχουν χαρακτήρα ρεπορτάζ, με ελάχιστα και απέριττα μυθοπλαστικά φτιασίδια.
Γιάννης Ν. Γκακίδης