(MIDNIGHT IN PARIS)
Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Όουεν Γουίλσον, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, Μάικλ Σιν, Κάρλα Μπρούνι, Μαριόν Κοτιγιάρ, Έντριεν Μπρόντι, Κάθι Μπέιτς
Διάρκεια: 94’
Αξιολόγηση: ****
Οι κεντρικοί χαρακτήρες του Γούντι Άλεν είναι συνήθως «επίδοξοι» που «αδυνατούν». Και ο Ζιλ είναι ένας επίδοξος συγγραφέας τον οποίο υποδύεται ο Όουεν Γουίλσον, μιμούμενος σ’ ένα βαθμό τον Άλεν του παλιού καιρού. Ωστόσο, είναι καλός. Ο Ζιλ λοιπόν βρίσκεται στο Παρίσι με την αγαπημένη του, σε κάτι σαν προγαμιαίο ταξίδι του μέλιτος. Παραδίπλα ο businessman πεθερός του μετά της συζύγου του για επιχειρηματικές συμφωνίες και κάπου ανάμεσα ένα ζευγάρι της σύμπτωσης. Ο γοητευτικός διανοούμενος και επηρμένος Πολ μετά συζύγου, συμφοιτητής της Ινέζ, μέλλουσας συζύγου του Ζιλ. Όλοι τους γαρνιτούρα στο πιάτο. Το ψητό είναι ο Ζιλ και η φαντασία του που τον (και μας) ταξιδεύει στο παρελθόν, για πολλούς και διάφορους λόγους. Τα σωματικά θέλγητρα έλκουν και συγκινούν αλλά εκφράζουν τη στιγμή. Ο έρως, η μέθεξη, βρίσκονται στην αύρα της νόησης και του εκφρασμένου λόγου της, που έχει διάρκεια και δη για τους μεγάλους και χαρισματικούς, στο διηνεκές. Οι δουλειές της νόησης φλερτάρουν με την αιωνιότητα. Δεν θαυμάζουμε το άγαλμα της Αφροδίτης ή του Ερμή καθαυτό, αλλά κι αν το κάνουμε, υποκλινόμαστε στο δημιουργό του.
Η επικοινωνία με αυτούς που θαυμάζουμε, τους επιφανείς της διανόησης, γίνεται μέσω του έργου τους. Αλλά η δια ζώσης επικοινωνία έχει άλλη χάρη και γοητεία. Και ο Σωκράτης χαράματα σηκώθηκε να πάει να ακούσει τον Πρωταγόρα. Εδώ, έρχεται το ταξίδι στο χρόνο με πλοηγό τη φαντασία, για να σμίξει ο ήρωάς μας, μ’ ότι θαυμάζει. Φαντασία παρεισφρέουσα στην πραγματικότητα και τούμπαλιν. «Πορφυρό ρόδο του Καϊρου». Ή μήπως η φαντασία είναι μέρος της πραγματικότητας; Το φαντασιακό, κατά Καστοριάδη…
Σε ένα βραδινό περίπατο μια λιμουζίνα σταματάει και προσκαλεί τον Ζιλ σε ονειρικό ταξίδι. Έτσι θα βρεθεί στη δεκαετία του 1920. Εδώ θα συναντήσει τους Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Κολ Πόρτερ, Φ. Σκοτ Φιτζτζέραλντ, Γερτρούδη Στάιν, Τζον Ντος Πάσος, Γουίλιαμ Φόκνερ, Τ.Σ. Έλιοτ, Πάμπλο Πικάσο, με την μούσα του Αντριάννα, την οποία και ερωτεύεται, Σαλβατόρ Νταλί, Λιουίς Μπουνιουέλ… Όλοι μαζεμένοι στο Παρίσι τη «χρυσή δεκαετία» της τέχνης, φευγάτοι από τις ΗΠΑ, πριν τη μεγάλη κρίση του 1929. Η επονομαζόμενη και «Χαμένη Γενιά» (Lost Generation), όρο που χρησιμοποίησε η Γερτρούδη Στάιν και καθιέρωσε ο Χέμινγουεϊ και αναφέρεται στη γενιά που βίωσε τις συνέπειες του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Είναι το αίσθημα της απώλειας ηθικής ή της απώλειας σκοπού και νοήματος, όπως εκφράστηκε από τις λογοτεχνικές φιγούρες της εποχής. Προβάλλετέ τα στο σήμερα. Οι ομοιότητες σας φαίνονται συμπτωματικές; Όλα όμορφα και μεθυστικά για τον Ζιλ του 21ου αιώνα. Αν δεν έχει σημασία το πώς άρχισε το ταξίδι, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου που γράφει ο Ζιλ ή την πούρα φαντασία του, σημασία έχει το έναυσμα. Και τούτο είναι η μαγεία των παρισινών φώτων και της βαριάς παράδοσης που το συνοδεύουν. Ο Άλεν αποτίνει φόρο τιμής στο Παρίσι. Θα επακολουθήσει δεύτερο ταξίδι, ακόμα πιο πίσω. Μυθοπλασία στη μυθοπλασία.
Ο Ζιλ και η Αντριάννα θα βρεθούν στα τέλη του 19ου αιώνα, στην «Belle Epoque» με το κυρίαρχο αισιόδοξο πνεύμα της. Ματίς, Τουλούζ-Λοτρέκ, Ντεγκά, Γκογκέν είναι ομοτράπεζοι του ζευγαριού. Να μείνουμε εδώ, προτείνει η Αντριάννα, είναι καλύτερα από το βαρύθυμο Παρίσι της τζαζ. Δε γίνεται απαντά ο Ζιλ, ανήκω στο 2010. Ακολουθεί η ρελάνς του Άλεν. Οι τέσσερεις μεγάλοι ζωγράφοι οικτίρουν την εποχή τους, εκθειάζοντας «την Αναγέννηση». Τελικά κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με την εποχή του; Κανείς δε θέλει το «εδώ» και το «τώρα»; Όλοι επίδοξοι δραπέτες του παρόντος; Λύση, το καταφύγιο του εγνωσμένου και ωραιοποιημένου παρελθόντος; Το εντελές παρελθόν, του οποίου έχεις εποπτεία, θεώρηση κατά Αριστοτέλη. Στην εποχή μας μοιάζει δύσκολο να εντοπίσεις το εντελές. Ποιος μπορεί να μου πει που βρίσκεται η αρχή, η μέση και το τέλος, ο σκοπός – στόχος στην εποχή μας; Μήπως είμαστε μια νέα «Χαμένη Γενιά», όχι ως απότοκο πολέμου, αφημένοι στους ρυθμούς της τζαζ, αλλά ενός ακήρυχτου πολέμου που μας τρώει τα σωθικά;
Γιάννης Ν. Γκακίδης