(αναδημοσίευση από το www.mftm.gr)
(THE ADVENTURES OF TINTIN)
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ
Παίζουν: Τζέιμι Μπελ, Ντάνιελ Κρεγκ, Άντι Σέρκις, Σάιμον Πεγκ
Διάρκεια: 107′
Αξιολόγηση: ****
Η μινιατούρα ενός πλοίου στέλνει τον δαιμόνιο ρεπόρτερ με το ατίθασο τσουλούφι από πλατεία γιουσουρούμ στα πέρατα του κόσμου, στο κατόπι μυθικού θησαυρού βυθισμένου καραβιού…
Βασισμένος σε τρία από τα εικονογραφημένα βιβλία του Ερζέ και τη μακροχρόνια αγάπη του για τον ήρωα, απ’ την εποχή που έστηνε τις διαπλανητικές περιπέτειες του Ιντιάνα Τζόουνς σε λίγο-πολύ παράλληλο άξονα με τις αποικιογυριστικές έρευνες του παιδιού ρεπόρτερ, o Στίβεν Σπίλμπεργκ, σύμφωνα και με τη μυθολογικής πλέον διάστασης ιστορία της παραγωγής, πέρασε στο… πέρασμα του πιτσιρικά με το τσουλούφι στην οθόνη με τις τρεις διαστάσεις, όχι χωρίς βαριά σκέψη για την ψηφιακότητα που θα έβαζε στο μέσον του, κι ούτε δίχως αρκετές παραινέσεις απ’ τον Πίτερ Τζάκσον να πιάσει στα χεράκια του τα ηλεκτρονικά παιχνίδια της WETA, και να φορέσει στα γυαλάκια του τους νέους ορίζοντες δημιουργικής ελευθερίας που του ανοίγουν. Και για να αποδώσει το χάος του χάσματος των εποχών που χωρίζουν τις πρώτες, στρογγυλεμένες συλλήψεις των χαρακτήρων, απ’ την απίστευτη ευκρίνεια που τους χαρίζουν οι φανταστικοί νέοι κόσμοι του CG, ο θείος Στίβεν δεν χρειάζεται παρά μονάχα μερικά δευτερόλεπτα απ’ την αρχή της σκηνής που ανοίγει την ταινία του, για να σε κάνει να σαστίσεις χαμογελαστός με το πρώτο απ’ τα μεζεδάκια της διαολεμένης, ζαβολιάρικης παιδικότητας που ξύπνησε το υλικό, στον απ’ την εποχή του «Πιάσε με αν μπορείς» μισοκοιμισμένο σκηνοθέτη, που κάποτε επαναπροσδιόριζε το Χόλιγουντ με συχνότητα διετίας.
Με το τρίο των Μόφατ, Ράιτ και Κόρνις να του χαρίζουν το πιο συναρπαστικό κι ολοκληρωμένο σενάριο που έχει πέσει στα χέρια του απ’ την εποχή του «Minority Report» κι εδώθε, ο Σπίλμπεργκ κρατιέται μακριά απ’ τα πειράματα με το uncanny valley που κατάπιε τον Ρόμπερτ Ζεμέκις και καλύπτει συνειδητά τους ήρωές του με τα χρώματα της κομικίστικης καταγωγής τους. Εκμεταλλεύεται την ελαστικότητα των κανόνων του σύμπαντός της για να στήσει δράση έντονη, φασαριόζικη και σπιντάτη αρκετά, ώστε να σε τραβήξει στην άκρη του καθίσματός σου, και σε στέλνει πάλι πίσω να χτυπιέσαι στην πλάτη του, όταν την γειώνει με σπαρταριστή καρτουνίστικη αποδόμηση.
Κι ενώ κάνει τα διαλείμματά του για να σου δείξει διακριτικά πόσο μπροστά έχει φτάσει το performance capture, πιάνοντας και την παραμικρότερη των κινήσεων στις δραματικότερες των στιγμών κι αποδίδοντάς την με λεπτομέρεια πιο λεπτή κι απ’ την τρίχα του αμούστακου Tintin, το πραγματικό πανηγύρι το στήνει ο Σπίλμπεργκ όταν αρχίζει τα ρεσιτάλ επίδειξης δημιουργικής απελευθέρωσης που του χαρίζουν οι ψηφιακές του κάμερες, στέλνοντάς ‘τες να στριφογυρνάνε σαν παλαβά γεράκια πάνω, κάτω και τριγύρω απ’ τις υπερθεαματικές του καταδιώξεις, ενορχηστρωμένες με ακρίβεια και μαεστρία που ξεπερνιούνται μονάχα απ’ το ντελίριο του δημιουργικού πυρετού που μεταμορφώνει την οθόνη στην πεμπτουσία του παλιού, καλού, εκστατικού Σπιλμπεργκ-ικού σινεμά: αγόρι, μόνο, ψάχνει διέξοδο απ’ την καθημερινότητα της πραγματικότητας, και τη βρίσκει σε κόσμο μαγικό, γεμάτο μύθο, περιπέτεια και υψηλά ιδανικά, απ’ αυτά που σπάνια βρίσκεις πια οπουδήποτε αλλού απ’ τα παραμύθια τα παιδικά.
Έστω κι αν ο Tintin του είναι τόσο άνευρος ως χαρακτήρας, που δεν θα μπορούσε να κρατήσει ούτε trailer χωρίς τους υποστηρικτικούς του ήρωες τριγύρω (και το πιστό του τετράποδο, φυσικά), ετούτη η νέα εκδοχή για την αλά Ιντιάνα Τζόουνς συνταγή, είναι ικανή να σε παρασύρει σ’ εκείνη την εποχή που έμπαινες στην αίθουσα για να πετάξεις σε άλλους κόσμους, πιο χρωματιστούς, κι όταν άναβαν τα φώτα όχι μονάχα έβγαινες χωρίς να αισθάνεσαι εξαπατημένος, αλλά ίσα-ίσα ανανεωμένος κι ενδυναμωμένος για την αντιμετώπιση της μουνταμάρας εκεί έξω.
Ιωσήφ Πρωιμάκης