Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥ, Η ΖΩΗ ΜΟΥ του Γέρζι Σκολιμόφσκι

(ESSENTIAL KILLING)
Σκηνοθεσία: Γέρζι Σκολιμόφσκι
Παίζουν: Βίνσεντ Γκάλο, Εμανουέλ Σενιέ
Διάρκεια: 83’

Αξιολόγηση: ****

Τι γυρεύει ένας Ταλιμπάν στα χιόνια;

Το χάος δεν προηγείται της τάξης γιατί δεν μπορεί να νοηθεί προτού νοηθεί η τάξη. Η τάξη δημιουργεί το χάος καθώς δημιουργείται η ίδια. Είναι και τα δυο παιδιά κάθε προσπάθειας τακτοποίησης. Η τακτοποίηση χρειάζεται πρώτα να συστήσει κάτι ως «χάος» ώστε ύστερα να το τακτοποιήσει. Η φύση προηγείται. Είναι σιωπηλή, είναι αυτό που είναι. Η τάξη είναι που μιλά και λέει πως «κάτι πρέπει να γίνει έτσι». Και επιπλέον, «πως ό,τι δεν είναι έτσι, είναι το χάος».

Η τάξη αντιδιαστέλλεται στη φύση. Είναι τεχνητή, την κατασκευάζει ο άνθρωπος. Και πάντα αποτυγχάνει στο στόχο της πλήρους τακτοποίησης. Τα όρια μεταξύ τάξης και χάους που χαράζονται πάνω στη φύση, δεν είναι πάντα ευδιάκριτα – τους ξεφεύγουν υβριδικές κατηγορίες: ένας Ταλιμπάν στα χιόνια.

Τι γυρεύουν τρεις Αμερικανοί στην έρημο;

Ο ένας ανιχνεύει για νάρκες. Οι άλλοι δυο «τακτοποιούν». Xαράσσουν την παγκόσμια γεωπολιτική τάξη. Ο διάλογός τους αφορά τις πρώτες ύλες και την οικονομία.

Ο Ταλιμπάν, απόρριμμα αυτής της νέας τάξης (μα τόσο ζωτικό κομμάτι στην παλαιά ψυχροπολεμική – να πόσο σχετική είναι η κατηγορία της τάξης!), κρύβεται σε μια σπηλιά. Θα τους σκοτώσει για να προφυλαχθεί. Και έπειτα θα συλληφθεί από το ελικόπτερο που επιτηρεί πάνω από τις ξέρες του Αφγανιστάν.

Ό,τι ακολουθεί το μάθαμε τα τελευταία χρόνια μέσα από τις ειδήσεις και τις διαρροές. Μυστική μεταγωγή, πορτοκαλί στολές, κουκούλες, βασανιστήρια και πάλι μυστική μεταγωγή προς κάποια στρατιωτική βάση, κάπου στον κόσμο, με αεροπλάνο σε κρυφή πτήση που δε το συλλαμβάνουν τα ραντάρ ή οι διεθνείς συνθήκες. Στη δεύτερη μεταγωγή θα συμβεί το απρόοπτο. Ατύχημα, δραπέτευση, ο Ταλιμπάν θα βρεθεί στο χιονισμένο δάσος μια χώρας της ανατολικής Ευρώπης.

Η έννοια της τάξης κατεξοχήν εκφράζεται από το νόμο. Νόμος είναι το όριο του τι θα συμπεριληφθεί και του τι θα αποκλεισθεί. Όσο μεγαλύτερο το όνειρο της τάξης, τόσο πιο καθολικός πρέπει να είναι ο νόμος.

Ο πραγματικά καθολικός νόμος πρέπει να περιλαμβάνει ακόμα και τις εξαιρέσεις του, ακόμα και την αναστολή του, ακόμα και το «άνομο». Να δημιουργεί έναν τόπο έξω από τα όριά του, από τον οποίο θα αποσύρεται ενώ θα το διατηρεί.

Αυτό τον τόπο κατοικεί η αρχετυπική κατηγορία του ρωμαϊκού δικαίου, «Homo Sacer», που αναλύει ο Ιταλός φιλόσοφος Αγκάμπεν. Homo Sacer ήταν ο επίορκος που εξοριζόταν διπλά, τόσο από την Πόλη όσο και από τους Θεούς. Έχανε κάθε κοινωνική ή θεία προστασία. Μπορούσε να φονευθεί χωρίς ο φόνος του να θεωρηθεί ανθρωποκτονία. Έμενε με τη «γυμνή ζωή» του, δηλαδή με το ζωικό σαρκίο του.

Οι φυλακισμένοι του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» υπήρξαν οι μοντέρνοι Homo Saceri. Στην «κατάσταση εξαίρεσης» που επέτρεψε ο ίδιος ο Νόμος μέσω της Πατριωτικής Πράξης του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, έχασαν το «ρούχο» με το οποίο ντύνουν τη γυμνή ζωή μας οι νομικές επιταγές και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, στο παγωμένο δάσος ο δραπέτης με το γυμνό από κάθε εγγραφή του πολιτισμού σώμα του, θα επιδοθεί σε μια τυφλή φυγή. Οι διώκτες θα τον κυνηγούν σα θήραμα, οι λύκοι θα του επιτίθενται και αυτός το ίδιο. Δε θα προφέρει ούτε μια λέξη – όπως τα αγρίμια.

Οι μόνοι που θα σκύψουν σε αυτή τη «γυμνή ζωή», δηλαδή το μη-θάνατο (με το «μη» διαρκώς υπό αίρεση) θα είναι ένας σκύλος και μια κωφάλαλη γυναίκα. Με το ένστικτο και όχι με το Λόγο θα τον ζεστάνουν και χαϊδέψουν, σε μια εκδήλωση αυτού που ο Ρουσό θεωρούσε πως χάνει ο κοινωνικός άνθρωπος: το «la pitie» – τον οίκτο προς το ζώο που πεθαίνει, δηλαδή τη στοργή για την ίδια τη ζωή.

Μιλήσαμε για πολιτική και όχι για αισθητική, εξάλλου κάθε μέρα που κυλά τον τελευταίο καιρό τα κάνει όλα όλο και πιο πολιτικά. Δε χωρά να πούμε άλλα για αυτή την παράξενη, ολιγόλεπτη ταινία, με τις σιωπές της, τη βία της, τους μυστικιστικούς της ήχους. Αξίζει καθ’ αυτή και αξίζει ως παράδειγμα του τι εννοεί ο Αγκάμπεν. Και αξίζει ως ενθύμηση πως κάθε φορά που περνάμε ένα βιομετρικό έλεγχο ή μια κάμερα μας καταγράφει, αντίστοιχα «γυμνωνόμαστε» και εμείς.

Δημήτρης Δρένος