Σοβαρές εξακολουθούν να είναι οι επιπτώσεις της παρ’ ολίγον πυρηνικής καταστροφής -όχι μόνο για την Ιαπωνία, αλλά και για μια πολύ ευρύτερη γεωγραφική περιοχή- πέρα από αυτή που έπληξε το τσουνάμι και δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι μπορούν να γίνουν αισθητές, έστω και έμμεσα, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γερμανία, η οποία ενώ είχε αποφασίσει να παρατείνει σιωπηρά τη λειτουργία όσων πυρηνικών σταθμών έπρεπε να έχουν ήδη κλείσει, αναγκάζεται να στραφεί με ανανεωμένο ενδιαφέρον στις ήπιες και ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, όπως είναι -για παράδειγμα- η ηλιακή και αιολική ενέργεια. Ο ήλιος και ο αέρας είναι δύο αγαθά που διαθέτει σε επάρκεια η χώρα μας και θα έπρεπε να τα έχει αξιοποιήσει ήδη εδώ και δεκαετίες,από τα νησιά και τους απομονωμένους οικισμούς, με κάποιες πιλοτικές εφαρμογές που σε περίπτωση επιτυχίας θα μπορούσαν να καταστήσουν ενεργειακά αυτοδύναμο ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επικράτειας. Αντ’ αυτού, όμως, κάποιοι άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για την εγκατάσταση τεράστιων αιολικών πάρκων, τα οποία θα μπορούσαν να είναι -σύμφωνα με την τελευταία «μόδα»- και ενάλια, με όσες επιπτώσεις μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στο τοπίο, στον τουρισμό ή στην αλιεία και με απώτερο σκοπό την εμπορία του παραγόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων αποφάσισαν να δώσουν τη δυνατότητα σε αγρότες να «φυτέψουν» φωτοβολταϊκά στα χωράφια τους για να πουλούν το ρεύμα που θα παράγουν στη Δ.Ε.Η.!
Ε.Ο.Ζ. ή κράτος εν κράτει
Θα μπορούσε κανείς να μην τα πάρει καθόλου στα σοβαρά όλα αυτά, εάν δεν υπήρχε το δεδηλωμένο ενδιαφέρον της Γερμανίας για εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την Ελλάδα, όπως φαίνεται και από τη συνέντευξη που έδωσε στις αρχές Ιουλίου στην εφημερίδα «Ντι Τσάιτ» ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σύμφωνα με τον οποίο «η εξαγωγή ηλιακής ενέργειας είναι ένα περιζήτητο πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας και χωρίς την προοπτική εξαγωγής προς τη χώρα του θα είναι δύσκολο να πειστεί ο Γερμανός φορολογούμενος να επωμιστεί το σημαντικό ρίσκο ενός νέου προγράμματος για την Ελλάδα». Μέχρις εδώ θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι πρόκειται για μια απλή εμπορική πράξη, εάν δεν ακολουθούσαν οι δηλώσεις του Ομοσπονδιακού Υφυπουργού Οικονομίας Στέφαν Καπφέρερ, που έθεσαν το θέμα της δημιουργίας «Ειδικών Οικονομικών Ζωνών» (Ε.Ο.Ζ.) -προς διευκόλυνση των Γερμανών επενδυτών- με διαφορετικό νομικό, διοικητικό και εργασιακό καθεστώς από αυτό που ισχύει στην υπόλοιπη χώρα! Δυστυχώς δεν πρόκειται για κακόγουστο αστείο, αλλά για ένα καθεστώς που ισχύει εδώ και δεκαετίες σε υπό ανάπτυξη χώρες -π.χ. Κίνα, Ινδία, Ιορδανία, Πολωνία, Καζακστάν, Φιλιππίνες, Βόρεια Κορέα, Ρωσία, Ουκρανία- όπου οι Ε.Ο.Ζ. λειτουργούν κυριολεκτικά ως «ξένο έδαφος» μέσα στο κράτος στο οποία έχουν δημιουργηθεί με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων. Βέβαια η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ευνοεί κάτι τέτοιο και η Ευρωπαϊκή νομοθεσία το απαγορεύει, υπάρχει όμως το παράδειγμα της Πολωνίας που δημιούργησε το 1994 17 Ε.Ο.Ζ. και κατάφερε να διατηρήσει τις 14 και μετά την ένταξή της στην Ε.Ε., παρέχοντας κυρίως φορολογικές απαλλαγές στους επενδυτές και διευκολύνσεις σε τοπικό επίπεδο.
Από τις Ε.Ο.Ζ. στις Ε.Ε.Ζ.
Το γεγονός ότι η δημιουργία τέτοιων ζωνών απαγορεύεται από την ελληνική νομοθεσία, καθώς αντιβαίνει σε βασικές αρχές του Συντάγματος, δεν πτοεί τον νέο υπουργό Π.Ε.Κ.Α. (Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής) Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος στις 5 Σεπτεμβρίου -στο πλαίσιο ενός
συνεδρίου για την ηλιακή ενέργεια που έγινε στο Αμβούργο- παρουσίασε ένα σχέδιο που προβλέπει την παραχώρηση δημοσίων εκτάσεων σε επενδυτές, έναντι μισθώματος και για διάστημα 25 τουλάχιστον χρόνων, οι οποίες θα λειτουργούν με τα χαρακτηριστικά «Ειδικών Επενδυτικών Ζωνών», καθώς θα είναι «πλήρως απαλλαγμένες από γραφειοκρατικά και διοικητικά εμπόδια», ενώ οι επενδύσεις θα συνοδεύονται και από πρόσθετα κίνητρα, όπως για παράδειγμα, απλοποιημένες και συντομευμένες διαδικασίες αδειοδότησης, έτοιμες συμφωνίες διασύνδεσης με το εθνικό σύστημα ηλεκτροδότησης κ.α. Στόχος η παραγωγή 2,2 GW (Γιγαβάτ) ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2020 και έως 10 GW (όση σχεδόν και η ενέργεια που παράγεται σήμερα στην Ελλάδα) μέχρι το 2050! Όπως υπολογίζεται, για τη δημιουργία μόνο αυτών των φωτοβολταϊκών πάρκων θα χρειαστούν επενδύσεις 20 δις ευρώ, χωρίς να υπολογίζει κανείς την ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας. Από αυτά τα 10 GW της επιδιωκόμενης συνολικής παραγωγής δεν είναι δυνατόν, με τα σημερινά δεδομένα, να «εξαχθούν» περισσότερα από 2-2,5 GW ηλεκτρικής ενέργειας προς την Κεντρική Ευρώπη- όπως διευκρίνισε ο υπουργός- γιατί απαιτείται η ενίσχυση των διασυνδέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ε.Ε. και κυρίως την Ιταλία, τη Σλοβενία και την Ουγγαρία, χωρίς όμως να πει και ποιος θα πληρώσει την ενίσχυση των διασυνδέσεων, εάν αυτή κριθεί απαραίτητη. Η υπόλοιπη ενέργεια που μπορεί να παράγεται, είναι δυνατόν να καταναλώνεται στην Ελλάδα για λογαριασμό τρίτων χωρών, οι οποίες θα την εντάσσουν στατιστικά στην εθνική τους παραγωγή, κάτι που θα τις βοηθήσει να επιτύχουν το στόχο που έχει θέσει η Ε.Ε. ώστε μέχρι το 2020 να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το 20% της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν (κάτι αντίστοιχο με το διαβόητο εμπόριο αέριων ρύπων). Υπάρχει ακόμα και η λύση των «κοινών προγραμμάτων» μέσω διακρατικών συμφωνιών, βάσει των οποίων η παραγωγή θα μοιράζεται ανάμεσα σε δύο χώρες. Δυστυχώς ο κ. Παπακωνσταντίνου δε διευκρίνισε εάν θα κληθεί η χώρα μας να πληρώσει την ενέργεια που θα μοιράζεται τυχόν με τη Γερμανία και –το κυριότερο- δεν ξεκαθάρισε πώς θα καλύψει η Ελλάδα το 20% της δικής της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Ελένη Ανδρικοπούλου