JANE-EYRE

ΤΖΕΪΝ ΕΪΡ του Κάρι Φουκουνάγκα

(JANE EYRE)
Σκηνοθεσία: Κάρι Φουκουνάγκα
Παίζουν: Μία Γουασίκοβσκα, Μάικλ Φασμπέντερ, Τζούντι Ντεντς, Τζέιμι Μπελ, Σάλι Χόκινς
Διάρκεια: 120’

Αξιολόγηση: **

JANE-EYRE

Η περίφημη ιστορία του ορφανού κοριτσιού που η αριστοκρατική οικογένεια της θείας του αποδιώχνει στο ορφανοτροφείο – αποθετήριο φθισικών σωμάτων και ψυχών για να τις σφίξουν οι κορσέδες της βικτωριανής ηθικής – το οποίο θα εγκαταλείψει ενηλικιωμένη, μορφωμένη και υποτελής, αναζητώντας την επιβίωση ως γκουβερνάντα σε πλούσιες οικογένειες, και όπου σε μία από αυτές ο καταραμένος έρωτας που θα νιώσει θα τεντώσει τα λουριά των ταξικών και έμφυλων ταυτοτήτων, δεν αποτελεί μόνο ένα αρχετυπικό μελόδραμα, μα το πλήρες, βαθύ, διαρκές δράμα που χάραζε τις μοίρες των ανθρώπων στη βιομηχανική, καπιταλιστική, σκληρότατη Αγγλία του 1847.

Αρμαθιές θεμάτων και μοτίβων συγκρούονται και παράγουν σπινθήρες στις περίπου 400 σελίδες του έργου της Σαρλότ Μπροντέ. Η βλασφημία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης μιας γκουβερνάντας – του ανθού των «ευγενών φτωχών» που συνέλεγαν και απομυζούσαν οι αστοί για να γαλουχήσουν τα τέκνα τους. Το θεολογικό λεξιλόγιο του καλβινισμού που εμποτίζει τα λόγια των ηρώων και το οποίο μεταστρέφει η Τζέιν Έιρ για να αρθρώσει έναν πρώιμα σοσιαλιστικό και φεμινιστικό λόγο. Το αλά Ντίκενς ορφανοτροφείο και οι επιδημίες που ξεσκαρτάρουν τις μάζες των εργατών ή διδάσκουν την αρετή στη στέρηση. Η γυναίκα ως εύθραυστο και άσπιλο πλάσμα που ωστόσο οι πάντες γυρεύουν από αυτήν ένα διαρκές παρόν στην απουσία του σεξ. Η διαλεκτική σύγκρουση του ρομαντικού φαντασιακού της εποχής με την υλική πραγματικότητα.

Στις σελίδες της Τζέιν Έιρ διαρκώς αποκαλύπτονται άβυσσοι. Όμως, επιμελώς η πολλοστή αυτή κινηματογραφική της μεταφορά επιλέγει να τις αποφύγει. Ξεκινά στη μέση της ιστορίας και τα φλας μπακ της αποστασιοποιούν συναισθηματικά. Ο εραστής Ρότσεστερ δεν είναι αρκούντως σκοτεινός – στην καρδιά του δε χτυπά το διφορούμενο της αυτοκρατορίας και ποτέ δε θα διαβεί το όριο της ασχήμιας και της παραμόρφωσης. Η τρέλα στη σοφίτα, μετωνυμία των βικτωριανών απωθημένων, ποτέ δεν ουρλιάζει. Η φωτιά ποτέ δεν καίει πραγματικά.

Έτσι, αν και πρόκειται για μια καλογυρισμένη ταινία και άρτια παραγωγή, αποτυγχάνει να μεταφράσει στη λογική των εικόνων, τη λογική των λέξεων. Παίρνει τη ζοφερότητα και παραδίδει απλώς βροχερή μελαγχολία.

Δημήτρης Δρένος