(LA PIEL QUE HABITO/ THE SKIN I LIVE IN)
Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ
Παίζουν: Αντόνιο Μπαντέρας, Έλενα Ανάγια, Μαρίσα Παρέδες
Διάρκεια: 117’
Αξιολόγηση: ****
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, με έργο που αριθμεί τρεις δεκαετίες, αποφασίζει το 2011 να γυρίσει ένα θρίλερ, δείχνοντας εντυπωσιακή μαεστρία στο χειρισμό του σασπένς, της εκκρεμότητας δηλαδή που γεννά την αγωνία του θεατή για τη συνέχεια. Ήδη από τον τίτλο του φιλμ γίνεται αντιληπτό πού το πάει ο δημιουργός: «Το δέρμα που κατοικώ» δηλώνει ξεκάθαρα ότι άλλο αυτό που εμείς βλέπουμε κι άλλο εκείνο που συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια, ότι δηλαδή κάτι κρύβεται κάτω από την… επιδερμίδα!
Αν επιμείνει κάποιος να αναζητήσει συγγένειες της νέας ταινίας με το παρελθόν του, θα τις βρει πιθανά (παρά το διαφορετικό κινηματογραφικό είδος) στο «Δέσε με!», όπου -συμπτωματικά;- πρωταγωνιστούσε πάλι ο Αντόνιο Μπαντέρας, με παρτενέρ τότε την Βικτόρια Αμπρίλ, και όπου ο «ήρωας» είχε επίσης εγκλωβίσει την ατυχή «ηρωίδα» του. Αν κακοπροαίρετα θελήσει να βρει ψεγάδια στο σκηνοθετικό στιλ, υπερβολές στα πλάνα, καταχρήσεις στα χρώματα, ασχήμια στις γυναίκες… τότε -δυστυχώς για εκείνον- ο Αλμοδόβαρ έχει ωριμάσει και δεν σκοντάφτει σε τέτοια νεανικά κουσούρια…
Όσο βαρύς κι αν ακούγεται ο χαρακτηρισμός «κομψοτέχνημα», είναι υποχρέωση του κριτικού λόγου να τον αποδώσει στο νέο, έξοχα δουλεμένο, πόνημα του Ισπανού. Δεν είναι απλά το γεμάτο ανατροπές σενάριο, ακραίο ως είθισται, αλλά προερχόμενο από μυθιστόρημα του Τιερί Ζονκέ και όχι από δική του «φωσκολιάδα», όπως συνέβαινε στα χρόνια προσαρμογής από το κωμικό στο δραματικό (ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90)…. Δεν είναι μόνο η απίστευτη φυσική ομορφιά της Έλενας Ανάγια, που ελπίζουμε να βλέπουμε συχνότερα στο πανί, ούτε η αντίστοιχη παρουσία του Αντόνιο Μπαντέρας, που ξεχνά εδώ τις χολιγουντιανές καρικατούρες…
Είναι σίγουρα μια από εκείνες τις ιστορίες εκδίκησης που και μόνο σαν σκέψη σε στοιχειώνουν. Είναι -εξίσου- η σκοτεινή πλευρά του έρωτα, η διαστροφή του σεξ και η επικράτηση στην ανθρώπινη φύση των πιο άρρωστων ανίατων εμμονών. Είναι η ηδονή της αναζήτησης κινηματογραφικών αναφορών από τον «Δεσμώτη του ιλίγγου» ως τον «Φρανκενστάιν» και από το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» ως το (προαναφερθέν) «Δέσε με!». Είναι, τέλος, η χιτσκοκική κληρονομιά του χιούμορ, που λειτουργεί σαν βάλσαμο πριν ή μετά από σκηνές όπου εμβρόντητος αναρωτιέσαι πόσο μακριά δύναται να φτάσει η δίψα για εύρεση υποκατάστατου ή πόσο τραγικό είναι να μην μπορείς πια να καθορίσεις την ίδια σου την ταυτότητα…
Δημοσθένης Ξιφιλίνος