(αναδημοσίευση – ολόκληρη η κριτική υπάρχει στο www.mftm.gr)
(LA PIEL QUE HABITO/ THE SKIN I LIVE IN)
Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ
Παίζουν: Αντόνιο Μπαντέρας, Έλενα Ανάγια, Μαρίσα Παρέδες
Διάρκεια: 117’
Αξιολόγηση: **
Ετούτη η απόφαση του Πέδρο Αλμοδόβαρ να βασιστεί στη νουβέλα «Mygale» του Τιερί Ζονκέ, Γάλλου μυθιστοριογράφου με ειδίκευση στο πολιτικά αρωματισμένο νουάρ, είναι μια απ’ τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ολοκληρωτικού σμπαραλιάσματος και ξεχαρβαλώματος της πηγής, για να ταιριάξει και να χωρέσει μέσα της η οπτική, η αισθητική κι η αφηγηματική αποστολή του σκηνοθέτη. Πριν με πάρεις για πουρίστα υπερασπιστή μιας ευρέως άγνωστης νουβέλας, που οριακά ξεπερνά το διήγημα στην έκταση, και μετά βίας είναι γνωστό έξω απ’ τα σύνορα της χώρας του, σημείωσε πως αν ο Αλμοδόβαρ είχε περιοριστεί στο να εμπνευστεί απ’ τον νοσηρό ιστό που γνέθει ο Ζονκέ, για να δημιουργήσει ένα σύμπαν δικό του, αυτάρκες στη χαρακτηρολογία και πρωτότυπο στην αφηγηματική πορεία, θα μιλούσαμε για μια εντελώς διαφορετική ιστορία.
Όμως, ο Ισπανός, πληθωρικός όπως πάντα στη ματιά και τη γλώσσα του, και σχεδόν στρατευμένος στη σεξουαλική ηθική και την ψυχολογική μοιρολατρία που ρίχνει στους ήρωές του, περίπου σα να κάνει σινεμά βαμμένο με χρώματα πολιτικά, επιβάλει σαν οδοστρωτήρας την αισθητική του σε ένα όχημα που μοιάζει λες και φτιάχτηκε ειδικά για να τον περάσει σε ένα νέο επίπεδο δημιουργικά, και ισοπεδώνει όλα τα στοιχεία που του δίνουν δική του, σκοτεινή ματιά, για να το κάνει απλό υπόβαθρο μιας ιστορίας που ανακυκλώνει τις εμμονές του για την δήθεν διττή φύση του ανθρώπου (με την ξεκάθαρη υπεροχή της θηλυκής πτυχής), και να δοκιμάσει τις δικές του ασκήσεις φόρμας στην χιτσκοκική ματιά, σ’ ένα σύμπαν που στην αρχική του μορφή, θα είχε κάνει μόνο του, τον τεράστιο Βρετανό να μειδιάζει από ικανοποίηση.
Ο Αλμοδόβαρ, βάζοντας το μυστήριο στην πάντα, αλαφρώνει τον θεατή απ’ την ανάγκη να διαβάζει τις γραμμές για να επικεντρωθεί στα γραμμένα ανάμεσά τους, όμως ακόμη κι εκεί, δεν σου αφήνει τίποτα καινούριο να δεις, έχοντας εξαλείψει τη νοσηρότητα του σαδισμού απ’ τον χαρακτήρα του Μπαντέρας, μη και του χαλάσει την εικόνα, τώρα που σμίξανε δυο δεκαετίες μετά το «Δέσε με». Και στο τέλος, πετάει έξω τα σεξουαλικά παιχνίδια εξουσίας και τη διαδικασία απογύμνωσης των χαρακτήρων απ’ όλα τα γνωρίσματα της ψυχολογίας τους, που ήταν και το ζουμερότερο απ’ το ζουμί της μελέτης του Ζονκέ στον ολοκληρωτικό, δια της βίας επαναπρογραμματισμό ενός ανθρώπου. Κι αντ’ αυτού, ο Ισπανός σου σερβίρει τις συνήθεις εξάρσεις του ασυγκράτητου camp εαυτού του, κομπλέ με δραματουργικές υπεκφυγές και επιταχύνσεις που κρατούν τον τόνο σε πιο βατά επίπεδα, μεταμορφώνοντας την ιστορία περισσότερο σε κωμωδία με βεβιασμένα αστεία και τραγωδία με μισοψημένη αξία, παραδίδοντας μια αμήχανη νέα προσθήκη στο ύστερο αλμοδοβαρικό σύμπαν, απόλυτα ταιριαστή με όσα προηγήθηκαν κι όσα έπονται πιθανότατα, όμορφη να την κοιτάς, αλλά εξαιρετικά λίγη σε σχέση με αυτό που της άξιζε να γίνει.
Ιωσήφ Πρωιμάκης
Παλαιότερες κριτικές για το ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΩ του Πέδρο Αλμοδόβαρ μπορείτε να διαβάσετε εδώ, εδώ, εδώ και εδώ.