Ο Όλε Κρίστιαν Μάντσεν είναι μία ιδιότυπη περίπτωση Δανού σκηνοθέτη. Όχι τόσο για τη μαθητεία του όσο για τις καλλιτεχνικές του επιλογές.
Ο Όλε Κρίστιαν σπούδασε στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Δανίας, αυτό το κατεστημένα αξιέπαινο και συνεχώς ανερχόμενο think tank της Ψυχρής Ευρώπης -μια σχολή που διδάσκει τεχνική και τέχνη. Φοίτησε εκεί την κατάλληλη περίοδο. Το 1979, ένα ζευγάρι πονηρά μάτια που ανήκαν στον Λαρς Τρίερ (χωρίς «φον» τότε) πέρασε το κατώφλι της Σχολής. Ένα χρόνο μετά την αποφοίτησή του, η λίστα των εισαχθέντων έγραφε κάπου Σουζάνε Μπίερ. Δύο χρόνια μετά την αποφοίτηση εκείνης, το 1989, άλλοι τρεις νεαροί εισήχθησαν: Όλε Κρίστιαν Μάντσεν, Τόμας Βίντερμπεργκ, Περ Φλι.
Επιπλέον, και με τη συμμετοχή μιας άλλης απόφοιτης, της Λόνε Σέρφιγκ, η Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Δανίας έπλασε μια σχολή εικονοποιίας παλαιού τύπου (με μανιφέστα, με κινήματα, με συμμετοχές σε φεστιβάλ και βραβεία), που όμως αναπλάθεται αδιαλείπτως σε κάτι σταθερά ακραίο, κάθε φορά υπό συνθήκες συγχρονίας.
Ο κινηματογράφος της Δανίας αντιμετωπίζει τη συνέπεια της παγερής, κοφτερά ανθρώπινης φυσιογνωμίας της: αν δεν τον δουν όλοι, θα τον δουν ελάχιστοι, οι μοναχικοί. Μέση λύση δεν υπάρχει. Ο Όλε Κρίστιαν Μάντσεν κατάφερε κάτι που είναι αμφιλεγόμενο. Έφτιαξε, εν πολλοίς, ένα μίγμα που φαινόταν εκρηκτικό, ωστόσο δεν ήταν: τον εμπορικό δανέζικο κινηματογράφο. Φυσικά, αυτό συνέβη μέχρι ενός σημείου, καθώς εξακολουθεί να είναι… Δανός, με το συνεπαγόμενο ηθικό και αισθητικό βάρος. Οι Μέρες θυμού (Flammen & Citronen, 2008) ήταν η παραγωγή με τα περισσότερα δανέζικα χρήματα και τη λιγότερη δανέζικη κόψη -ήταν, δηλαδή, μια ταινία επαρκώς δομημένη βαθιά στους χαραχτήρες της, ασυνήθιστα ευπρόσιτη και γι’ αυτό εμπορικά επιτυχημένη.
Ο Μάντσεν, λοιπόν, ακολουθεί ένα μοντέλο εναλλαγής στις παραγωγές του, το οποίο οπωσδήποτε του στερεί την κορυφή, όπου τριγυρίζουν οι συνεπείς Δανέζοι σκηνοθέτες, όμως του προσφέρει ευρύτερη βάση. Οι καταβολές του, βεβαίως, είναι σκανδιναβικές. Τον απασχολεί η μετανάστευση, ωστόσο δεν βουλιάζει στις ιδεοληψίες της παλαιοαριστεράς. Στέκεται δίπλα στους μετανάστες, αλλά κοιτάει προς τη Δύση. Τον απασχολεί, επίσης, ο γαμήλιος δεσμός, η φθορά του, η συγκρουσιακή του πραγματικότητα. Με την ανθρώπινη υπευθυνότητα της ψυχρής Ευρώπης, ο Μάντσεν είναι κι αυτός από τους λίγους που νιώθουν αυτή την εγγενή αντίφαση της αγχιστείας.
Εκτός από τις Μέρες θυμού θα προβληθεί το σύνολο της φιλμογραφίας του, δηλαδή οι εξής ταινίες: Ο γάμος του Σινάν (Sinans bryllup – Sinan’s Wedding, 1997), Ο βασιλιάς της πίτσας (Pizza King, 1999), Κίρα: μια ιστορία αγάπης (En kærlighedshistorie – Kira’s Reason: A Love Story, 2001), Άγγελοι σε ελεύθερη πτώση (Nordkraft – Angels in Fast Motion, 2005), Πράγα (Prag, 2006) και η τελευταία του ταινία SuperClasico (2011).
Ρωμανός Σκλαβενίτης