Τι ν’ απασχολεί περισσότερο την καγκελάριο της Γερμανίας, η επόμενη μέρα της Ευρωζώνης ή το δικό της μέλλον; Δείχνουν αλληλένδετα, όμως δεν είναι έτσι ακριβώς. Πόσα χρόνια να ηγεμονεύσει ακόμα, θα της συμπεριφερθούν όπως απέναντι στη Μάργκαρετ Θάτσερ, θα μακροημερεύσει άραγε η Μέριλ Στριπ;
Τη «Σιδηρά κυρία», πάντως, είναι ολοφάνερο πως τη συμπεριέλαβε ο διευθυντής του Φεστιβάλ στο φετινό του πρόγραμμα δίχως απαιτήσεις καλλιτεχνικές, μόνο και μόνο επειδή έτσι εξασφαλίζεται η παρουσία μιας επιπλέον διασημότητας. Η ηθοποιός που είναι συνώνυμο με την υποψηφιότητα για Όσκαρ ανταποκρίνεται στην πρόσκληση μ’ αντάλλαγμα ένα περιεκτικό αφιέρωμα στην καριέρα της και τη διαφημιστική προώθηση της πρόσφατης βιογραφίας στην ευρωπαϊκή αγορά του θεάματος. Ναι, θέαμα, υποκριτική και πολιτική ποτέ δεν αποτελούσαν πιο σφιχτό τρίγωνο της αμαρτίας. Δεν υποδύεται, λοιπόν, η Μέριλ Στριπ την πρώην πρωθυπουργό της Αγγλίας, μόνον, αδιαφορώντας μάλλον για τον ανομολόγητο φθόνο της Άνγκελα Μέρκελ. Το χειρότερο είναι πως το λαμπρότερο αστέρι του σύγχρονου γερμανικού κινηματογράφου ενσαρκώνει τη Μαρία Αντουανέτα και, μάλιστα, τη στιγμή που ο πρόεδρος Σαρκοζί ψυχορραγεί κι η Κάρλα δεν θαμπώνει όπως πριν το περιβάλλον. Για την 62η Μπερλινάλε και τον Ντίτερ Κόσλικ είναι απλό: το «Αντίο στη βασίλισσα» προσθέτει τη Ντιάνε Κρούγκερ στη ζωντανή πινακοθήκη των απαραίτητων τεράτων, για τις ανάγκες της πασαρέλας, των εξωφύλλων, της γυφτιάς και της γκλαμουριάς.
Για το εγχείρημα του Μπενουά Ζακό, ωστόσο, οι απορίες πολλαπλασιάζονται με το τέλος της προβολής. Ύστερα από τόσες προηγούμενες τοιχογραφίες, ύστερα από τη «Νύχτα της Βαρέν», την ανιστόρητη «Μαρία Αντουανέτα» της Κόπολα, ύστερα κυρίως από το οξυδερκές σχόλιο του Ερίκ Ρομέρ («Η Αγγλίδα και ο Δούκας») για τη Γαλλική Επανάσταση, τι δεν έχει ειπωθεί γι’ αυτήν την περιοχή; Πολλά, φαίνεται πως είναι η απάντηση. Να, δεν γνωρίζαμε για παράδειγμα την αδυναμία της ηρωίδας για το γυναικείο γυμνό, για το εφηβικό σφρίγος των κοριτσιών της Αυλής και, ειδικά, για τον πλατωνικό της έρωτα που άκουγε στο όνομα Σιδονία (όπως Σιθωνία;): καστανή, λευκού δέρματος, με ιδιαίτερη επίδοση στην ανάγνωση. Ας όψονται τα «Σφραγισμένα χείλη», σε δεκάδες ταινίες σπεύδουν να μιμηθούν την Κέιτ Γουίνσλετ αρκετές νεαρές, γιατί όχι και η ανερχόμενη Λεά Σεϊντού; Οι τελευταίες μέρες των Βερσαλλιών, υποτίθεται μέσα από το βλέμμα των υπηρετών και των αφοσιωμένων στον Λουδοβίκο, πόζες και κοστούμια, διάλογοι ανούσιοι, πόθος δίχως πάθος, αποστειρωμένη αφήγηση.
Αν η Ελένη της «Τροίας» μεταμορφώνεται σε Μαρία Αντουανέτα κι ονειρεύεται τη Μεγάλη Αικατερίνη ενδεχομένως, αν η Κάρεν Σίλκγουντ, που υπήρξε κυρία Κράμερ πριν φορέσει Πράντα, τώρα εξωραΐζει την κ. Θάτσερ, η κόρη του Γιον Βόιτ παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην ειρήνη, στον ανθρωπισμό, στους διεθνείς οργανισμούς που ανησυχούν για τα δικαιώματα των συνανθρώπων μας, των παιδιών, των υπανάπτυκτων και των κατατρεγμένων γενικώς, αρκεί να μην εναντιώνονται στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ και στον ΟΗΕ. Το κακό κορίτσι, δίχως τατουάζ, ουσίες και ανοησίες, συνεχίζει το δρόμο της καλής θελήσεως με προορισμό το ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας -ενδιάμεσοι σταθμοί τα μεγάλα φεστιβάλ, Κάννες μια, Κάννες δυο, Βενετία, καιρός για Βερολίνο. Όχι μόνο για τις δεξιώσεις περί ιδεωδών κι άλλων λέξεων υψηλού περιεχομένου, αλλά πλέον και στο δρόμο που χαράζουν χρόνια τώρα όλοι οι διάσημοι του Χόλιγουντ για τον εαυτό τους. Με δυο λόγια, η Αντζελίνα Τζολί πραγματοποιεί εδώ το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, με φόντο τη Βοσνία του εμφυλίου στη Γιουγκοσλαβία και τίτλο «In the Land of Blood and Honey», λίγο αίμα, λίγο μέλι και τ’ αγόρι μου. Για την ακρίβεια, το τελευταίο κομμάτι του τρίπτυχου θα έπρεπε να διατυπωθεί σε πληθυντικό αριθμό, καθώς λίγα μέτρα, λίγες ώρες, ένα τραπέζι και μια αίθουσα πιο πέρα, δίπλα στον ατσαλάκωτο, επίσημο και χαμογελαστό Μπραντ Πιτ, κυκλοφορεί ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον, όχι ως προηγούμενος κι αντίζηλος, αλλ’ ως φίλος, ζεστός και ειλικρινής του χρυσού ζευγαριού, όπως και ως σκηνοθέτης του ειρωνικού, οικογενειακού δράματος με φόντο την Αμερική του Βιετνάμ και του LSD, πρωταγωνιστές τον ίδιο και τους Ρόμπερτ Ντιβάλ, Κέβιν Μπέικον, και τίτλο «Το αυτοκίνητο της Τζέιν Μάνσφιλντ», μία ατραξιόν ύστερα από το τροχαίο της σεξοβόμβας. Αδιάφοροι κι οι δύο τίτλοι, φέρνουν κοντά δύο άντρες που αγάπησαν την ίδια γυναίκα, μια σεξοβόμβα της διπλωματίας και των ουμανιστικών αποστολών στα πέρατα του Τρίτου Κόσμου. Δεν ανήκει σ’ αυτόν η Ελλάδα, δεν την επισκέπτεται η κ. Τζολί. Τι περίεργο, παρ’ όλα αυτά, σ’ όλα σχεδόν τα πρωτοσέλιδα των γερμανικών εφημερίδων, ποζάρουν, δίπλα δίπλα, σε συμβολική θαρρείς γειτνίαση, η Βουλή και η Τζολί. Φλόγες πάνω από το Σύνταγμα, δίχως γαλάζιο ουρανό η Αθήνα, από τη μια, αστραφτερή η Αντζελίνα, από την άλλη. Διάσημη η Ψωροκώσταινα, διάσημη κι η Αμερικανίδα ηθοποιός, με τρόπο διαφορετικό, μήπως ανατριχιαστικό; Σε μια περίπτωση, πάντως, σφιγμένες γροθιές κι απλωμένες παλάμες τείνουν προς το γειτονικό είδωλο, που αδιαφορεί εστιάζοντας στο φακό μ’ έκδηλη αυτοπεποίθηση! Εν ολίγοις, κάψτε τη Βουλή, σώστε την Τζολί;
Φλόγες στην Αθήνα, φλόγες και στην επαρχία. Άλλοι δυσανασχετούν με την ελληνική αναταραχή κι άλλοι στέκουν αμήχανοι απέναντι στα «Μετέωρα» βήματα του απαγορευμένου έρωτα ανάμεσα στον Θεόδωρο (Τεό Αλεξάντερ) και στην Ουρανία (Ταμίλα Κουλίεβα), δια χειρός Σπύρου Σταθουλόπουλου, Έλληνα της Λατινικής Αμερικής. Αν λέγαμε, καλύτερα, «Monk Μeets Girl»; Κι εδώ, λίγο κρασί, λίγη προσευχή και τ’ αγόρι της. Αντικριστά τα μοναστήρια και τα κελιά, επιβλητικοί βράχοι κι αναμέτρηση του ενστίκτου και του σχήματος, κινούμενα σχέδια που συμπληρώνουν τα δραματουργικά κενά δίχως απόλυτη επιτυχία. Ζήτω η Ορθοδοξία ή απλώς Ελλάδα – Ρωσία – συμμαχία; Με το βλέμμα του Πούτιν στραμμένο στον ηγούμενο Εφραίμ και στο Άγιον Όρος, οι ψαλμωδίες, τα τροπάρια και το εξωτικό περιβάλλον μάλλον υπακούουν περισσότερο στις επιθυμίες της γερμανικής συμπαραγωγής, που είναι λογικό να οργανώνει την «εισαγωγή» του μεσογειακού υλικού στην κεντροευρωπαϊκή αγορά θεάματος με όρους όσο πιο συμβατούς. Δύσκολη υπόθεση το σεξ στις ελληνικές ταινίες, δύσκολη κι εδώ. Ευτυχώς, το σινεμά των υπό διάσωση και πτώχευση χωρών σώζει την τιμή του χάρη σ’ αυτό που είναι και το σεξ μεταξύ μοναχών. Έρως απαγορευμένος, επίσης, ασπρόμαυρη Αφρική, γάμος, απιστία, νοσταλγία, αποικιοκρατία και μοναξιά, το μυστήριο του έρωτα και της ζωής, όχι με την τεχνική του βωβού αλλά με τη γενναιοδωρία της μνήμης. Ναι, το μικρό αριστούργημα είναι το «Ταμπού» (φωτό) του Μιγκέλ Γκόμες, φαβορί για τα μεθαυριανά βραβεία δίπλα στη «Μπάρμπαρα» του Κρίστιαν Πέτσολντ. Πορτογαλία – Γερμανία, συνέχεια επί της οθόνης…
Ανδρέας Τύρος