Ανδρέας Τύρος

62η Μπερλινάλε – Συνάντησα κι ένα ακαταμάχητο ταμπού

Ο Ανδρέας Τύρος είναι Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ).

Ανδρέας Τύρος

Προσοχή, δεν είναι ανέκδοτο. Πρόκειται γι’ αληθινό περιστατικό, ιδανικό για την τόνωση της εθνικής αυτοπεποίθησης, με τα έντονα συμπτώματα ραγδαίας κατάρρευσης. Σε πολυκατάστημα του δυτικού Βερολίνου, Έλληνας πελάτης κατευθύνεται προς τη μεσόκοπη υπάλληλο, κραδαίνοντας το παντελόνι με σήμα γνωστής αμερικανικής φίρμας που μόλις δοκίμασε και βεβαιώθηκε για τη θεαματική μείωση της αρχικής τιμής του. Ζητάει επιπλέον έκπτωση. Πριν αρνηθεί, η Γερμανίδα υπάλληλος ρωτάει για ποιο λόγο. «Είμαι Έλληνας», δηλώνει ψύχραιμα ο εκλεκτός μου φίλος Χρίστος, μόνιμος κάτοικος κι αναγνωρισμένος ζωγράφος. Εκείνη τον κοιτάζει απ’ την κορφή ως τα νύχια και με μιαν ορισμένη δόση χιούμορ σπεύδει να παρατηρήσει: «Δεν δείχνετε να μην έχετε να πληρώσετε, πάντως». Κι η απάντηση του ελληνικού δαιμόνιου με τη φωνή του καλλιτέχνη: «Φόρεσα τα καλά μου για να έρθω, επειδή γνωρίζω τι είδους άνθρωποι αποτελούν την πελατεία σας». Για τη συντομία της αφήγησης, η αρμόδια «ανακάλυψε» κάποιο λόγο, ώστε να ικανοποιήσει το αίτημα του χαριτωμένου αυθάδους, προσπερνώντας τον αναπόφευκτο αιφνιδιασμό, μαζί και το κεντροευρωπαϊκό ταμπού σχετικά με την ανατολίτικη έφεση στην υψηλή τέχνη των υπαίθριων διαπραγματεύσεων.

Όλ’ αυτά, μόνον δυο 24ωρα πριν από τις εκδηλώσεις υπό τον γενικό τίτλο «Είμαστε όλοι Έλληνες», δυο 48ωρα πριν από τη συμφωνία στο Eurogroup και μόλις ένα 24ωρο πριν από τη λήξη της 62ης Μπερλινάλε και την ανακοίνωση των βραβείων. Όπου, για πολλοστή και συνεχόμενη φορά, δεν θριαμβεύουν τόσο οι ευνοούμενοι τίτλοι κάθε διοργάνωσης όσο ο κοινός παρονομαστής στον πυρήνα κάθε σκεπτικού, που δεν είναι άλλος από την πολιτική ορθότητα. Αν τα Όσκαρ επιφυλάσσουν ειδική μεταχείριση σε παντός είδους ήρωες με ειδικές ανάγκες (ας πω κι εγώ «άτομα με ειδικές ικανότητες», μην τυχόν συλληφθώ από άνδρες των Ειδικών Μονάδων Κοινωνικής Πρόληψης), δηλαδή τυφλούς, παραπληγικούς, κωφάλαλους, βετεράνους, εξαρτημένους, βασίλισσες, πρωθυπουργούς, μανιακούς, καταθλιπτικούς ή, έτσι γι’ αλλαγή, μανιοκαταθλιπτικούς, το φεστιβάλ του Βερολίνου διακατέχεται από δύο εμμονές.

Σύμφωνα με την πρώτη, η Χρυσή Άρκτος τουλάχιστον απαγορεύεται να απονεμηθεί σε γερμανική παραγωγή. Σύμφωνα με τη δεύτερη, η παρουσία και μόνο των φυλακισμένων, των μεταναστών, των απόκληρων, των καταζητούμενων, των αλλόθρησκων και των αλλόφυλων εξασφαλίζει εκ προοιμίου τη συμμετοχή στη διαδικασία της οποιασδήποτε κριτικής επιτροπής. Με πρόεδρο τον Μάικ Λι, δίπλα του τον Φρανσουά Οζόν, τη Σαρλότ Γκενσμπούρ, τη Μπάρμπαρα Σούκοβα και μερικούς ακόμα, δεν είχε πιθανότητες η ανατροπή. Μ’ αποτέλεσμα πάλι ν’ αγνοηθούν οι ταινίες που ξεχώρισαν και να διανεμηθούν με ανατριχιαστική ισορροπία όλες οι διακρίσεις στο γνωστό μίγμα χωρών, ηλικιών, τάσεων και αγαθών προθέσεων.

Κρίμα, γιατί με το «Χωρισμό» (Ιράν) πέρυσι και το «Μέλι» (Τουρκία) πρόπερσι, κάτι φάνηκε ν’ αλλάζει. Για την ακρίβεια, η απονομή του μεγάλου βραβείου στην ιταλική «Cesare deve morire» δεν ισοδυναμεί με σκάνδαλο, αφού η μετακίνηση των βετεράνων αδελφών Ταβιάνι, από τον ποιητικό ρεαλισμό στην περιοχή του σύγχρονου κοινωνικού σχολίου, αγγίζοντας μάλιστα τα σύνορα του ντοκιμαντέρ, διατηρεί στο ακέραιο το ενδιαφέρον της, ως πρόκληση έστω, ως χειραφέτηση από την πεπατημένη. Τι νόημα έχει ωστόσο μια τέτοια «ενθάρρυνση», ειδικά σε μια Μπερλινάλε με τη συντριπτική παράδοση υπέρ των άσημων και των πρωτοεμφανιζόμενων;
Ας αναγνωρίσουμε απ’ την άλλη κάτι που απουσιάζει εμφανώς από το δικό μας φεστιβάλ. Σε μια μέτρια χρονιά, δίχως ηχηρά ονόματα κι εξαιρετικές δημιουργίες, ο κορμός των επιλογών στο διαγωνιστικό τμήμα οργανώνεται γύρω από την πανουργία της Ιστορίας, μιλώντας ουσιαστικά για το υλικό της ταραγμένης μας επικαιρότητας, δήθεν στρέφοντας το βλέμμα και την προσοχή σε άλλες εποχές, σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, σ’ άλλες κοινωνίες. Ναι, ο Καίσαρ εξακολουθεί να δολοφονείται, όχι ακριβώς όπως στη Ρώμη του Σαίξπηρ, αλλ’ όπως στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του ευρωπαϊκού Νότου, μεταξύ Μπερλουσκόνι και Μόντι.

Στην καλύτερη μέχρι σήμερα ταινία του, ο Κρίστιαν Πέτσολντ («Yella») επισκέπτεται τη DDR, την Ανατολική Γερμανία που επιμένουν να τη θυμίζουν μικροπωλητές, καπέλα, μουσεία και τουριστικές ατραξιόν δίχως Τείχος, αλλά περιορίζεται στο βραβείο σκηνοθεσίας για τη «Μπάρμπαρα», το χαμηλόφωνο δράμα με τη Νίνα Χος, γιατρό σε δυσμένεια, να θυσιάζει την ελευθερία και την απόδραση στη Δανία στο βωμό του καθήκοντος, της αλληλεγγύης και του έρωτα. Τα παλιομοδίτικα που απειλούν μ’ επιστροφή στη μόδα; Ο κύκλος, από τις «Ζωές των άλλων» ως το «Αντίο Λένιν» διευρύνεται διαρκώς.

Σ’ ένα φεστιβάλ γυναικών, αγνοείται περιέργως η τύχη της πλέον αισθαντικής. Γηραιά και εκκεντρική, η ευκατάστατη Αουρόρα υποφέρει από μοναξιά κι αναμνήσεις, ανάμεσά τους τον μελαγχολικό κροκόδειλο της νεότητάς της. Ύστερα από το υπαινικτικό, σουρεαλιστικό πρώτο μέρος («Χαμένος παράδεισος»), στο δεύτερο («Παράδεισος») βουτάει στο παρελθόν της αποικιοκρατίας, των απέραντων φυτειών, του παράνομου έρωτα, της φαντασίας, των ευρημάτων και των αναφορών στο αριστούργημα του εξπρεσιονιστή Φρίντριχ Μουρνάου. Το «Tabu» (Πορτογαλία) είναι η τρίτη ταινία του Μιγκέλ Γκόμες, αυτή που τον καθιερώνει, το αριστούργημα ίσως της χρονιάς. Όχι μόνον δεν θα προβληθεί εδώ πιθανότατα, αλλά μόνον οι κριτικοί τη «σώζουν» από την αφάνεια, χάρη στο βραβείο της FIPRESCI. Ταμπού η ασπρόμαυρη φωτογραφία, μήπως η έλλειψη διαλόγων στο δεύτερο μέρος; Αλλ’ εκεί ακριβώς έγκειται η ειδοποιός διαφορά, όχι με την τεχνική του «The Artist», αλλά με τη δημιουργική αξιοποίηση της μνήμης. Απουσία ομιλίας, αλλ’ ήχοι ζωντανοί, της φύσης, της ζωής και του περίγυρου. Το ρομάντζο ως ενάργεια κι ανασυγκρότηση, το σινεμά ως αστείρευτη έμπνευση, στα όρια της δωρεάς. Επιμύθιο; Αν δεν μπορείς ν’ ανακαλύψεις τη γενναιοδωρία του κινηματογράφου, άφησε τουλάχιστον εκείνη να σ’ ανακαλύψει.

Τα Βραβεία της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής έχουν ως εξής:

– Χρυσή Άρκτος Καλύτερης Ταινίας: «Cesare deve morire» (Caesar Must Die/ Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει) των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι

– Αργυρή Άρκτος – Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής: «Csak a szél» (Just the Wind/ Μόνον ο άνεμος) του Μπενς Φλίγκαου

– Αργυρή Άρκτος Σκηνοθεσίας: Κρίστιαν Πέτσολντ, «Barbara» (Μπάρμπαρα)

– Αργυρή Άρκτος Ανδρικού Ρόλου: Μίκελ Μπόε Φέλσγκαρντ, «En kongelig affære» (A Royal Affair/ Μια βασιλική υπόθεση)

– Αργυρή Άρκτος Γυναικείου Ρόλου: Ρέιτσελ Μουάντζα, «Rebelle» (War Witch/ Μάγισσα του Πολέμου)

– Αργυρή Άρκτος Καλλιτεχνικού Επιτεύγματος: στον Λουτς Ράιτεμαγιερ, διευθυντή φωτογραφίας της ταινίας «Bai lu yuan» (White Deer Plain/ Η πεδιάδα του λευκού ελαφιού)

– Αργυρή Άρκτος Καλύτερου Σεναρίου: Νικολάι Αρσέλ, Ράσμους Χέιστερμπεργκ, «En kongelig affære» (A Royal Affair/ Μια βασιλική υπόθεση)

– Βραβείο Alfred Bauer: «Tabu» (Taboo/ Ταμπού) του Μιγκέλ Γκομές

– Ειδική Μνεία: «L’ Enfant d’ en Haut» (Sister/ Αδελφή) της Ούρσουλα Μεγιέρ