Συνέντευξη στον Κώστα Γ. Καρδερίνη
Ο σκηνοθέτης, ένα κενό, ένα άλλο πρόσωπο, μια άλλη ταινία και η Θεατρική Έρευνα – Θέατρο Αναζήτησης Θεσσαλονίκης. Στην κουβέντα που ακολουθεί διαφαίνεται ότι το έργο Πίσω από τις Κλειστές Πόρτες έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Έχει χιούμορ, φωτεινό και… μαύρο! Έχει σασπένς και ανατροπές. Έχει πολλές αναφορές στην 7η Τέχνη. Έχει αναπάντεχο τέλος! Είναι, ίσως, μια απολογιστική απολογία.
Έχετε συνδυάσει ξανά θέατρο και σινεμά;
Είναι το τρίτο θεατρικό μου έργο, που περιστρέφεται γύρω από τον κινηματογράφο. Αρχή πριν 15 χρόνια και βάλε, με Τα πρώτα γυρίσματα του Ζορζ Μελιές, στο ατελιέ λήψεων του Μοντρέιγ Σου Μπουά. Ο Μελιές αισθάνεται ότι χάνει το παιχνίδι κι έρχονται οι αδερφοί Πατέ, σταλμένοι από τον Τόμας Έντισον, να του προσφέρουν βοήθεια… αλλά στην πραγματικότητα να τον υπονομεύσουν για να τον καταστρέψουν ολοσχερώς!
Το δεύτερο ήταν Οι θαυμαστοί γάμοι της Φωτογραφίας-Εικόνας και του Κινηματογράφου, μια αναδρομή από τη γέννηση του κινηματογράφου ως τις μέρες μας. Μέσα από μια προσωποποίηση. Από τη μια η Φωτογραφία-Εικόνα βουβή αμίλητη, από την άλλη ο Κινηματογράφος, που έρχεται, την ερωτεύεται και θέλει να την πάρει, αλλά μπαίνει στη μέση η κακιά Τηλεόραση.
Τώρα είναι η τρίτη μου βουτιά. Ένα έργο που υπογράφουμε μαζί με τη Νατάσα Κοντελετζίδου, όπου ο κινηματογράφος μπαίνει μέσα στο θέατρο. Επειδή είμαστε στις πρόβες και σκηνοθετώ-πρωταγωνιστώ ταυτόχρονα, δεν έχω ακόμη απόλυτη αίσθηση του θεατή.
Είναι συγκεκριμένος ο σκηνοθέτης σε κρίση που βλέπουμε στο έργο;
Προσπάθησα να το αφήσω πιο ανοιχτό. Ταρκόφσκι; Φελίνι; Βέντερς; [Γούντι Άλεν; Μπέργκμαν; Ντε Πάλμα;] Δεν γινόταν όμως να είναι Έλληνας σκηνοθέτης. Αν εξαιρέσουμε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, δεν έχουμε αυτή τη στιγμή διεθνούς κύρους σκηνοθέτη, που ξαφνικά θα μπορούσε να βρεθεί στο Παρίσι, να κάνει οντισιόν για την καινούργια του ταινία και να τρέχουνε οι κοπελίτσες να παίξουν σ’ αυτήν!
Γιατί στο Παρίσι;
Γιατί νομίζω η μόνη ευρωπαϊκή, πραγματικά ανταγωνιστική, δύναμη απέναντι στο Χόλιγουντ είναι ο γαλλικός κινηματογράφος (και μετά ο αγγλικός). Οι μόνοι που μπορούν να κάνουν καλό σινεμά και ταυτόχρονα να έχουν εμπορική επιτυχία.
Γιατί στο Θέατρο ΟΡΑ (Αντωνίου Καμάρα 3);
Μου έκανε πολύ ως χώρος. Είχα δει αρκετές θεατρικές σκηνές πριν απ’ αυτόν. Η μεταφορά ενός δοκιμαστικού πλατό, με κάμερες, με ρεφλεκτέρ, με προβολείς κ.τ.λ. (με την πολύτιμη βοήθεια από την n-orasis) ταίριαζε να στηθεί εκεί. Δεύτερος λόγος ότι ο σκηνοθέτης-πρωταγωνιστής δεν πολυφαίνεται, ιδιαίτερα στο 1ο μέρος. Η κόγχη που έχει η σκηνή του Θεάτρου ΟΡΑ με βόλευε αφάνταστα. Μπορεί ενδόμυχα να ήθελα μια “πατροπαράδοτη ιταλική σκηνή”, αλλά δεν μου κόλλαγε. Δεν μου έβγαινε. Αυτά που έχω στο μυαλό μου δεν ταιριάζουν σε σκηνή τετράγωνη σαν κουτί. Πρέπει να έχει πιο ελεύθερη δομή ως αίθουσα και ως χώρος.
Υπάρχει και μια πολύ φιλική σχέση με τα παιδιά του ΟΡΑ. Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, η Μαίρη Μωραϊτοπούλου και η Αφροδίτη Ιωαννίδου είναι πολύ καλοί φίλοι και χρόνια λέγαμε να συνεργαστούμε. Οπότε… να που ήρθε η ώρα!
Στο 2ο μέρος το έργο μεταμορφώνεται! Μου θυμίζει Μπέργκμαν και Μετά την πρόβα…
Ναι. Όταν το γράφαμε θέλαμε να υπάρξουν συγκριτικά αυτά τα δυο πράγματα. Ο Μπέργκμαν το πήγαινε αλλού κι εγώ τελείως αλλού. Αυτού δεν του βγαίνουν οι εφιάλτες του παρελθόντος, ενώ εδώ, Πίσω από τις Κλειστές Πόρτες, υπάρχει έντονο το παρελθόν. Μπορεί να απωθείται αλλά είναι πάντοτε παρών. Στην καθημερινότητά μας.
Εμείς που το δουλέψαμε το αγαπήσαμε. Όλοι οι ηθοποιοί -πλην εμού- είναι νέοι και τους δίνεται η ευκαιρία να δείξουν το ταλέντο και τις ικανότητές τους μέσα από πολλαπλούς ρόλους. Δεν ήθελα να είμαι εγώ στο προσκήνιο, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει. Ήθελα να δώσω βήμα για αξιόλογες ερμηνείες από νέους.
Η αναφορά στο ιταλικό παρελθόν του σκηνοθέτη είναι Ροσελίνι;
Σαφώς είναι και Ροσελίνι. Δεν χαρτογραφώ όμως έναν σκηνοθέτη. Πήρα στοιχεία από πολλούς για να πλάσω αυτήν την προσωπικότητα. Στα 52 του χρόνια, ο σκηνοθέτης μου αισθάνεται ένα εσωτερικό κενό! [οκτώμιση;] Ο λόγος που επιχειρεί μια καινούργια ταινία αποκαλύπτεται μόνο στο 2ο μέρος…
Άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι στο πρώτο μέρος, εκτός από αθέατος, παραμένει μυστηριώδης άγνωστος. Βλέπουμε κυρίως αυτά που φαντασιώνονται οι κοπέλες σε σχέση μ’ αυτόν. Στο δεύτερο κομμάτι φαίνεται ποιος πραγματικά είναι, ποια τα τραύματά του, ποιες οι επιδιώξεις του και τι θέλει να ζήσει. Εκεί με γοήτευε και με γοητεύει η ευκολία που γίνονται ειδύλλια, γάμοι, χωρισμοί, διαζύγια στο χώρο του διεθνούς -κυρίως- κινηματογράφου. Κάποτε και κάπου, μέσα σε όλον αυτόν τον αχταρμά, υπάρχει ένας μεγάλος έρωτας, ο οποίος δεν ευοδώνεται. “Μα γιατί;” αναρωτιέμαι. “Τι άραγε διέλυσε τη σχέση του σκηνοθέτη με τη Λάουρα Σαλβατόρι;”…
Η αμερικάνικη περίοδός του γιατί είναι απαξιωμένη;
Είναι μια πολύ μικρή σπόντα για τον Φριτζ Λανγκ. Ο οποίος πήγε, γύρισε και ξαναγύρισε στην Ευρώπη. Και ούτε καν ήθελε να έχει σχέση “με τη γενιά των αρουραίων”, όπως έλεγε τους Αμερικανούς. Δεν είναι τόσο απαξιωμένη, απλά δεν τις έχουνε δει στην Ευρώπη, υποτίθεται. Η ηρωίδα πρόσφατα είδε στην Ταινιοθήκη Το κορίτσι με το περιστέρι [Πικάσο 1901]. Είναι ένας φανταστικός τίτλος φυσικά. Αν και μέσα στο μυαλό μου βρίσκεται ο Ζορζ Φρανζί (Μάτια χωρίς πρόσωπο).