Το 1895, όταν οι αδελφοί Λυμιέρ πρόβαλαν την άφιξη ενός τρένου στο σταθμό, οι θεατές φοβισμένοι εγκατέλειψαν το χώρο προβολής. Σε λίγα χρόνια το σινεμά είχε γίνει το πιο δημοφιλές θέαμα στον κόσμο. Παραγωγοί και δημιουργοί ζήσανε στιγμές δόξας και οικονομικής ευμάρειας. Η τηλεόραση και αργότερα το βίντεο προκαλέσανε κάμψη. Σήμερα όλα δείχνουν πως, περνάμε οριστικά σε ένα άλλο είδος σινεμά, με διαφορετικό κοινό και κυρίως διαφορετικό τρόπο θέασης.
«Κατέβασα προχτές 50 ταινίες» λέει ο Τάκης στην ομήγυρή του στο πανεπιστήμιο. Το τρισδιάστατο, λένε, είναι η ελπίδα του σινεμά, κυρίως ως business και λιγότερο ως τέχνη. Η τεχνολογία εντυπωσιάζει, γοητεύει, αλλά δεν αιχμαλωτίζει την ψυχή. Οι άνθρωποι μεγαλώσανε και μεγαλώνουν με τα ίδια παραμύθια, αιώνες τώρα, παρά τις όποιες απόπειρες εκσυγχρονισμού με τα πολιτικώς μη ορθά. Οι ιστορίες χρειάζονται ψυχή, κι αυτή δεν δίνεται μόνο με το τρισδιάστατο.
Οι άνθρωποι μένουμε όλο και περισσότερο στο σπίτι μας, επικοινωνούμε όλο και λιγότερο με τους φίλους μας, ιδιωτεύουμε πρόωρα, βιαζόμαστε να βγούμε στην εφεδρεία από την καθημερινότητα. Ακόμη και στο σινεμά, όσοι πηγαίνουμε, έχουμε παραμάσχαλα το κινητό, «χαϊδεύοντάς» το (βλ. οθόνη αφής) όλη την ώρα. Είναι το φετίχ της εποχής μας. Οι μικροαστοί δεν αγοράζουνε πια όνειρα από το σινεμά, αλλά από τη μικρή οθόνη, ή χάνονται στο χάος του διαδικτύου. Κι αν το όνειρο είναι ψευδαίσθηση ή αποπροσανατολισμός από την πραγματικότητα, υπάρχει το «after cinema». Όπως το «after eight» των βορείων (μετά τη δουλειά δεν πάμε σπίτι, μένουμε έξω και τα πίνουμε) που, καταπολεμά την υπνηλία και τη μουργιέλα μετά το γεύμα. Στη συζήτηση στο καφέ ή στο μπαρ, μπορούνε να διασταυρωθούν τα βλέμματα. Γιατί μετά το screener ή την TV, τα βλέμματα χάσκουν στο κενό ή αφήνονται στις διαθέσεις του Μορφέα. Ύπνος καλός ως ένδειξη αφασίας ή ως δείκτης καλής ψυχικής υγείας; Φοβάμαι, αλλά ίσως ο φόβος μου είναι συνέπεια της νοσταλγίας, η οποία οφείλει να ενδώσει στην ελπίδα της «μουσικής του μέλλοντος».
Γιάννης Ν. Γκακίδης