Begotten

BEGOTTEN του Ι. Ελίας Μέριγκε

Σκηνοθεσία: Ι. Ελίας Μέριγκε
Παίζουν: Ντόνα Ντέμπσεϊ, Στίβεν Τσαρλς Μπάρι, Μπράιαν Σάλτζμπεργκ
Διάρκεια: 78’
ΗΠΑ, 1990

Begotten

Ο Θεός αυτοξεκοιλιάζεται κι από τα σπλάχνα του γεννιέται η Μάνα Γη. Αυτή αμέσως προβαίνει σε αυνανισμό του ματωμένου πέους του θεού με του οποίου το σπέρμα αλείφεται για να γεννήσει σε λίγο τον Άνθρωπο. Ένα ον από σάρκα και οστά, του οποίου αργότερα θα γίνουμε μάρτυρες των πρωτοφανών βιασμών και κάθε είδους σαδιστικών βασανιστηρίων από μία ομάδα απρόσωπων, επιβλητικών πλασμάτων στη μέση ενός άγριου, αποκαλυπτικού τοπίου.

Η σύνοψη των επί της οθόνης τεκταινόμενων είναι αληθινά ασήμαντη και μάταιη καθ’ ότι δε θα μπορούσε ποτέ, ούτε στο ελάχιστο να αποδώσει την αίσθηση της θέασης αυτού του φιλμ. Ωστόσο, την παραδίδουμε για να αντιληφθεί ο καθένας, βάσει του προσωπικού του γούστου, εάν αυτό το φιλμ ταιριάζει να μπει στη λίστα των κινηματογραφικών εμπειριών που θα ήθελε να έχει ζήσει. Διότι το «Begotten» αποτελεί μία αληθινή εμπειρία.

Σαν ποίημα του σκοταδισμού και της μυσταγωγίας, σαν τέκνο βγαλμένο από τα σπλάχνα της άχρονης γης και σαν αποκύημα των πιο μύχιων κι ανόθευτα πρωτόγονων ενστίκτων του νου, το «Begotten» δημιουργήθηκε για να στοιχειώσει για πάντα με την ύπαρξή του το παγκόσμιο σινεμά. Με δάνεια από το «Eraserhead» του Λιντς κι από τη «Σαλώμη» του Μπάρκερ, η δημιουργία τούτη αν και λειτουργεί και αυτή στο ίδιο συμβολιστικό και μεταφορικό πεδίο αναζήτησης του νοήματός της, είναι ωστόσο εξαιρετικά πιο νοσηρή και ενοχλητική, όχι μονάχα στο πλαίσιο των διαδραματιζόμενων καταστάσεων αλλά και σε αυτό της κατασκευαστικής αισθητικής. Η φαινομενικά ακατέργαστη τραχύτητα του φιλμ, οι ασπρόμαυρα φωτογραφημένες εικόνες του παροξυσμού και του παράδοξου, η παντελής απουσία διαλόγων και η ύπαρξη χαοτικών συχνοτήτων και υποτονικών θορύβων να υποκαθιστούν τη μουσική στην ηχητική μπάντα, καθιστούν την αίσθηση του αλλόκοτου τόσο έντονη όσο λίγες φορές κατάφερε κινηματογραφική ταινία να καλλιεργήσει στο θεατή. Ακροβατώντας ανάμεσα στη μυθοπλασία και τον πειραματισμό αλλά σαφώς τείνοντας περισσότερο στο δεύτερο και γυρισμένο το 1989 αλλά αποδοσμένο σαν καταραμένο, σπάνιο φιλμ της δεκαετίας του ’40, το τελικό αποτέλεσμα πραγματικά ξεγελάει σε σχέση με τη χρονική τοποθέτηση της κατασκευής του σε περίπτωση που ο θεατής την αγνοεί.

Επιπλέον, μέσα από τις αλλόκοτες εικόνες και τα παρανοϊκά κάδρα ξεπηδά σκληρή και ειλικρινής η αλληγορική διάσταση του φιλμ που μιλά για τη σχέση πόνου και αίματος μεταξύ των εννοιών του θεού, της γης και του ανθρώπου. Εν αρχή ην ο πόνος και η μοναξιά και το «Begotten» εκπλήσσει με την αμεσότητα και ευκολία απόδοσης του ανοίκειου. Το ανοίκειο που τόσο έχει λατρευτεί και αναζητηθεί στην ιστορία της κινηματογραφικής τέχνης από την εποχή του Μελιές και του γερμανικού εξπρεσιονισμού μέχρι τον Πολάνσκι, τον Ζουλάφσκι, τον Ταρκόφσκι, τον Τρίερ, τον Τσουκαμότο, τον Ράσελ, τον Λιντς, τον Άνγκερ, τον Γουίλιαμς, τον Κρόνενμπεργκ, τον Γουντ, τον Μπάβα, τον Αρτζέντο, τον Νακαγκάουα, τον Κόρμαν, την Ντενί, τον Γιοντορόφσκι, τον Μαρίν, και τόσους, μα τόσους πολλούς άλλους που θα χρειαζόμασταν μία ολόκληρη σελίδα μονάχα για να τους αναφέρουμε.

Το «Begotten», συνώνυμο του ανοίκειου από τότε που είδε το πρώτο του φως, θαρρείς πως δε κατασκευάστηκε από άνθρωπο αλλά γεννήθηκε από το σκοτάδι και τη θλίψη ως οντότητες για να συγκλονίζει για πάντα τους ανυποψίαστους και φιλήσυχους θεατές.

Αλέξανδρος Μιλκίδης