Μετά το βραβευμένο ροκιμαντέρ «T 4 Trouble and the Self Admiration Society» (2009) για το σκληρό ροκ καρύδι της Θεσσαλονίκης, Τέρρυ Παπαντίνα, σειρά έχει τώρα ο ροκ δήμαρχος της πόλης μας. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αθυρίδης μάς μιλά για το επερχόμενο «Ένα βήμα μπροστά», το πολιτικό συναπάντημα και τη σχέση του με τον έρωτα.
Γιατί διάλεξες να καταγράψεις τη ζωή ενός δημόσιου προσώπου που δεν είναι πολιτικός;
Επέλεξα να παρακολουθήσω τον Γιάννη Μπουτάρη και την προεκλογική του εκστρατεία καταρχάς επειδή σεναριακά μου χαριζόταν ένας χαρακτήρας με μια πολύ ιδιαίτερη επιδίωξη: να γίνει ο επόμενος δήμαρχος της Θεσσαλονίκης. Το δεύτερο ζητούμενο είναι επίσης η πρόσβαση και κατά πόσο ο χαρακτήρας είναι διατεθειμένος να «εκτεθεί» στην κάμερα. Οι επαγγελματίες πολιτικοί έχουν μια ανασφαλή αίσθηση της πολιτικής ορθότητας, κάτι το οποίο είναι μια άγνωστη περιοχή για τον Γιάννη Μπουτάρη, που είναι μοναδικός στο να σπάει στερεοτυπικές εικόνες και να αποδομείται, με τρόπο όμως που καθίσταται διάφανος και πιο διαυγής.
Το δημόσιο πρόσωπο έχει κατ’ ανάγκην έντονο ιδιωτικό βίο ή έχει μόνο πολιτική πλευρά;
Η ταινία τον συναντά λίγο πριν γίνει δήμαρχος και κατ’ αυτήν την έννοια όχι σαν ένα πρόσωπο της εξουσίας αλλά ακριβώς στο μεταίχμιο όπου αυτό που λέμε ιδιωτικός βίος γίνεται πλέον δημόσιος, τουλάχιστον όσον αφορά την προσωπικότητά του. Δεν μπορείς να μην εκθέσεις την προσωπικότητά σου όταν γίνεσαι πολιτικός. Επέλεξα αντί για συνεντεύξεις τρίτων ή κάποια έρευνα αφηγητή να δώσω το λόγο στον ίδιο για να μιλήσει για τον εαυτό του. Τα όρια, αν υπάρχουν, είναι αυτά που θέτει ο ίδιος.
Η σύντροφος βρίσκεται πίσω από κάθε ισχυρή προσωπικότητα;
Πιο πολύ θα μιλούσα για τον έρωτα, ειδικά όταν γίνεται μοναδικός και σπάνιος σαν αυτόν της Αθηνάς και του Γιάννη, που κρατάει πάνω από 50 χρόνια, με παιδιά, εγγόνια, γάμους και χωρισμούς. Ο έρωτας βέβαια ευδοκιμεί και στην απουσία και εκεί είναι που μπαίνουν τα πραγματικά διλήμματα. Ένας χωρισμός ή ένας θάνατος φέρνουν και την ανάγκη ενός νέου αυτοπροσδιορισμού.
Η μουσική του ντοκιμαντέρ είναι μπιτ (Σταύρος Γασπαράτος), ροκ μπαλάντες (Παπαντίνας, Ρόι Όρμπινσον, Βαγγέλης Γερμανός), λαϊκή (σκυλέ), έθνικ (Παραναουέ) και κλασική. Λειτουργεί ως στίξη ή ως αντίστιξη;
Είναι ξεκάθαρα αντίστιξη σαν ταυτόχρονη συνήχηση μελωδιών, που δηλώνουν τον τόπο, το χρόνο, τον ήχο των βιωμένων συναισθημάτων, την ιστορική και την προσωπική μνήμη. Η πόλη μας πάλλεται από τέτοιους ήχους, βρίσκεις τα πάντα να συνυπάρχουν με ένα τρόπο που γίνεται αυθεντικός. Το συγκρότημα κλασικής μουσικής που ακούγεται είναι οι Θεσσαλονικείς Transcription Ensemble, που ειδικεύονται στην εκτέλεση μεταγραφών/ transcriptions μεγάλων ορχηστρικών έργων γραμμένων για λίγα όργανα έτσι ώστε να γίνονται προσιτά στο κοινό της περιφέρειας. Μου φάνηκε πολύ ταιριαστό για την κατάσταση της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης ειδικά, σαν μια μακρινή ανατολίτικη ευρωπαϊκή περιφέρεια με τη δική της όμως ξεχωριστή ταυτότητα.
Το 12ο βήμα της απεξάρτησης γιατί είναι κομβικής σημασίας στο ντοκιμαντέρ;
Το 12ο βήμα είναι το τελευταίο στάδιο του πνευματικού και ηθικού αγώνα προς την απεξάρτηση, μια μορφή πνευματικής αφύπνισης όπου καλείσαι πλέον να μεταφέρεις το μήνυμα στους άλλους, λειτουργώντας πάντα και συνεχώς σύμφωνα με τις αρχές που σε οδήγησαν ως εδώ. Το ζητούμενο είναι να διαπεράσεις το εγωιστικό κουκούλι και να δράσεις μέσα στον κόσμο με αρμονία. Η λέξη κλειδί εδώ είναι η «δράση» και νομίζω πως σ’ αυτό το επίπεδο ερμηνεύεται το κίνητρο του Μπουτάρη για την ενασχόλησή του με τις κοινωνικές δράσεις και την πολιτική. Άλλος στη θέση του ίσως άραζε σε κανένα κότερο.
Το προσωπικό του αρχειακό υλικό πως λειτουργεί; Είναι μνήμη ή ανάμνηση;
Στην ταινία γίνεται όνειρο, μια νοσταλγική επιστροφή σε ένα βίωμα μιας άλλης κατάστασης της ύπαρξης, της νιότης, της αθωότητας. Φαντάστηκα μια θεμιτή φυγή του ήρωα της ταινίας από τη σκληρότητα της ζωής και το μαγκανοπήγαδο της πολιτικής μάχης. Στην κινηματογραφική αφήγηση γίνεται εργαλείο για να ελέγξουμε τον ρυθμό και το ξετύλιγμα της ιστορίας μας.
Σε προβλημάτισε καθόλου η πολιτική «επικαιροποίηση»;
Δεν ξέρω αν παρέμεινα ουδέτερος ή αντικειμενικός και καθόλου δεν πιστεύω στην υπερτιμημένη αντικειμενικότητα, αν υπάρχει καν. Η ταινία είναι μια υποκειμενική αφήγηση αυτών που έζησα εγώ μέσα σε ένα όχημα με οδηγό τον Γιάννη Μπουτάρη. Και πήγαινε με χίλια! Αυτό που προσπάθησα ήταν να μην κλείνω τα μάτια μου. Εκ των υστέρων, στο μοντάζ, έγινε η αξιολόγηση αυτών που θα μπορούσαν να περιγράφουν και να εξηγούν τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία στο διηνεκές προβάλλοντας τα πολιτικά διακυβεύματα της εποχής και τον τρόπο παρουσίασής τους από τους εμπλεκόμενους. Το μέλλον είναι ρευστό και ελπίζω η ταινία να δικαιωθεί ως προς τις προθέσεις της.
Ποια είναι η πορεία του ντοκιμαντέρ μετά το 15ο ΦΝΘ;
Πήρε διανομή και θα προβληθεί πρώτα στην Θεσσαλονίκη και ύστερα στην Αθήνα, αμέσως μετά το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Το Νοέμβρη του 2012 συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ (Reflecting Images) κι ετοιμάζεται τώρα να ταξιδέψει στο Τορόντο. Το κανάλι ARTE, ως συμπαραγωγός, θα το προβάλει στο πλαίσιο της θεματικής «Μια ημέρα για την Ελλάδα» (Une journee en Grece) τον ερχόμενο Μάιο, ταυτόχρονα στην ελληνική και στην γερμανογαλλική τηλεόραση.
Κώστας Γ. Καρδερίνης