Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος: Ο Μανάβης, ο Αχελώος κι ο παππούς του

Συνέντευξη στον Κώστα Γ. Καρδερίνη

Τον γνωρίσαμε σκηνοθετικά στο Φεστιβάλ της Δράμας όταν ακόμα σπούδαζε στο Πανρωσικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας (VGIK). Αρχικά με το βωβό αριστούργημα «Τα αγαπημένα του πρόσωπα» (1992) και μετά με το ομιλόν «Η γέφυρα» (1995). Μετά το φανταρικό του, επέστρεψε με το σημαδιακό ντοκιμαντέρ «Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά μου» (1997) το οποίο μας απογείωσε. Οι «χαμηλές πτήσεις» στην Πίνδο συνεχίστηκαν ως σήμερα που μας παρουσιάζει έναν ηράκλειο πλανόδιο «Μανάβη» (2013).

I-KOUTSIABASAKOS

Πόσον καιρό κουβαλάς τις εικόνες και την ιδέα αυτού του ντοκιμαντέρ;
Τον μανάβη τον θυμάμαι από την εφηβεία μου, όταν περνούσα τα καλοκαίρια στο χωριό μου, το Αρματολικό, ένα από τα χωριά του δρομολογίου του στην νοτιοδυτική Πίνδο. Τον θυμάμαι, μια μέρα την εβδομάδα, να έρχεται και να πουλάει την πραμάτεια του. Είχε φρούτα που δεν ευδοκιμούσαν στα ορεινά της Πίνδου, όπως σταφύλια, ροδάκινα, καρπούζια. Τον θυμάμαι καθαρά από τότε, τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μάλιστα σε ένα ντοκιμαντέρ που έκανα στα τέλη της δεκαετίας του ’90 για το Παχτούρι, μια κοινότητα της περιοχής, του έκανα κάποιες λήψεις. Δεν σκέφτηκα όμως τίποτε παραπέρα.
Πριν από κάνα δύο χρόνια, που έκανα καλοκαιρινές διακοπές στο χωριό μου, καθώς ψώνιζα από τον μανάβη μού ήρθε ξαφνικά η ιδέα και του ζήτησα να με πάρει μαζί του σε ένα δρομολόγιο. Δεν το είχα προσχεδιάσει, προέκυψε αυθόρμητα. Σε μια άκρη του μυαλού μου ίσως να γυρόφερνε η σκέψη για ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. Στη διαδρομή όμως έμεινα έκπληκτος από όσα συνέβαιναν γύρω από το φορτηγάκι του. Διαπίστωσα πως το μανάβικο λειτουργεί ως αποκαλυπτικός καθρέφτης για τον τόπο και τους ανθρώπους. Έτσι αποφάσισα να παρακολουθήσω το δρομολόγιό του στις τέσσερις εποχές του χρόνου.

Ο «Μανάβης» σχετίζεται με τη γιαγιά Δημητρούλα («Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά μου») και τη μυθοπλασία «Ο γιος του φύλακα» (2006);
Νομίζω πως αυτές οι τρεις ταινίες είναι τρεις διαφορετικές απόπειρες προσέγγισης του ίδιου θέματος, του τόπου καταγωγής μου. Στον «Ηρακλή», δέσποζε το μυθολογικό στοιχείο, ήταν δηλαδή μια απόπειρα για μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου της πάλης του Ηρακλή με τον Αχελώο, με τη γιαγιά μου στο ρόλο της Διηάνειρας, μέσα από τη φόρμα της τραγωδίας. Στο «Γιο του φύλακα» κυριαρχούσε η μνήμη του τόπου ως εμμονή με φόντο την εγκατάλειψη και στον «Μανάβη» δεσπόζει το παρόν αυτών των κοινοτήτων και οι διαδοχικές μεταμορφώσεις τους στις τέσσερις εποχές του χρόνου.

Ο Αχελώος εξακολουθεί να είναι τόσο καίριο ζήτημα όσο φαίνεται;
Το θέμα της εκτροπής του Αχελώου σηματοδοτεί κατά τη γνώμη μου τη συνολικότερη «εκτροπή» της νεοελληνικής κοινωνίας και κυρίως την «εκτροπή» της πολιτικής. Ένας υπερφίαλος, επικίνδυνος μεγαλοϊδεατισμός, που κυρίως γίνεται για πολιτικές σκοπιμότητες και εξυπηρετεί σαφώς οργανωμένα συμφέροντα. Όμως, το διακύβευμα αυτή τη φορά είναι μεγάλο.

Είναι δυνατόν στην Ελλάδα του «σήμα καμπάνα» να μην έχει ο κόσμος τηλέφωνο;
Δυστυχώς, είναι. Στην Ελλάδα του σήμερα οι άνθρωποι των απομακρυσμένων περιοχών δεν λαμβάνονται υπόψη από την Πολιτεία και κυριολεκτικά στερούνται τα βασικά. Δεν είναι μόνο οι τηλεπικοινωνίες. Πεθαίνουν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι επειδή δεν υπάρχει ένας γιατρός ή οδικό δίκτυο για την έγκαιρη μεταφορά τους σε νοσοκομείο.

Ο κύκλος των εποχών γιατί αρχίζει και κλείνει χειμωνιάτικα;
Επιλέξαμε στο μοντάζ ο χειμώνας να μοιραστεί στα δύο, να μοντάρουμε δηλαδή με βάση τις τέσσερις εποχές και τις δυο όψεις του χειμώνα: την ήπια και την σκληρή. Αυτό έγινε γιατί θεωρούμε πως ο χειμώνας είναι η εποχή της «αλήθειας» γι’ αυτές τις περιοχές. Η εποχή όπου ο τόπος απογυμνώνεται και αποκαλύπτονται όσα η βλάστηση και το πράσινο κρύβει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Ο παππούς Δαίδαλος, μαραγκός και μουσικός από το Αρματολικό, πόσο κοντά σου ήταν;
Σκέφτομαι πολύ συχνά τον παππού μου. Κρίμα που πέθανε όταν ήμουν σε μια ηλικία που δεν μπορούσα να καταλάβω και να εκτιμήσω την προσωπικότητά του. Ήταν πραγματικά ένας θησαυρός, ένας λαϊκός καλλιτέχνης μ’ όλη τη σημασία της λέξης. Μάλιστα, κάθε φορά που επισκέπτομαι την περιοχή βλέπω αντικείμενα που κατασκεύασε σχεδόν σε κάθε σπίτι. Και όλοι θα μου μιλήσουν για αυτόν και για το πως χρησιμοποιούν ακόμη τις καρέκλες του, τις βαρέλες, τα σκαφίδια, τους αργαλειούς και πόσο γερά και όμορφα είναι. Γιατί ο παππούς είχε έναν δικό του, ξεχωριστό τρόπο να φτιάχνει πράγματα. Το αρχειακό υλικό των τίτλων τέλους είναι γυρισμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές του ’80 σε super 8 και αφορά αποκλειστικά το Παχτούρι. Γυρίστηκε από τον κύριο Χρήστο Λάκκα και μου το εμπιστεύτηκε και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Δυστυχώς, ο παππούς μου δεν είναι ανάμεσα στους ανθρώπους που εμφανίζονται εκεί.

Πόσο σημαντικό είναι ένα Βραβείο Κοινού στο 15ο ΦΝΘ;
Τα Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ ήταν για μένα και τους συνεργάτες μου μεγάλη χαρά. Γιατί αυτή η ταινία ήταν ανεξάρτητη παραγωγή και έγινε σχεδόν χωρίς καμιά βοήθεια και αποκλειστικά με προσωπική εργασία. Παρόλο που αρχικά στεναχωρηθήκαμε που η ταινία δεν επιλέχθηκε για το επίσημο πρόγραμμα πιστεύαμε σ’ αυτή και είπαμε, έστω κι έτσι, να συμμετάσχουμε στο Φεστιβάλ. Το γεγονός πως το βραβείο δεν έχει οικονομικό αντίκρισμα είναι κρίμα αλλά από την άλλη είναι κατανοητό.