Σκηνοθεσία: Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν
Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κάρεϊ Μάλιγκαν, Κριστίνα Χέντρικς, Ρον Πέρλμαν, Μπράιαν Κράνστον, Άλμπερτ Μπρουκς
Διάρκεια: 100′
Ο Drive (δε θ’ ακούσουμε πουθενά στην ταινία το πραγματικό του όνομα) είναι ένας ευφυής νεαρός με εξαιρετικές ικανότητες σε ότι αφορά την οδήγηση και ασκεί το επάγγελμα του κασκαντέρ σε επικίνδυνες σκηνές ταινιών. Παράλληλα, προσφέρει τις υπηρεσίες του και ως οδηγός σε δουλείες του υποκόσμου. Δεν είναι τα χρήματα το κίνητρο γι’ αυτόν άλλα η αίσθηση της αδρεναλίνης και του κινδύνου που του προσφέρει η παράνομη δραστηριότητα. Παίζει με του δικούς του κανόνες και ξέρει να κράτα τις ισορροπίες του παιχνιδιού. Όλα αυτά μέχρι που γνωρίζει την Αϊρίν, μια όμορφη, λιγομίλητη εσωστρεφή κοπέλα που μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς τη βοήθεια του πάτερα του, αφού ο τελευταίος βρίσκεται πίσω απ τα κάγκελα της φυλακής. Όχι όμως για πολύ ακόμα…
Ακούγοντας τον τίτλο «Drive» νομίζεις πως θα δεις μια ταινία δράσης, αγωνιάς, καταδίωξης, έντασης, με πολλές μπουνιές, πιστολίδια και γκάζια, πολλά γκάζια. Και ναι, έτσι είναι, θα δεις μια ακόμα ταινία με όλα τα παραπάνω στοιχεία. Η μήπως όχι; Ε… όχι, δε θα δεις μια ακόμα ταινία με όλα τα παραπάνω στοιχεία. Όχι, δεν προσπαθώ να σε μπερδέψω αγαπητέ αναγνώστη, απλά η ταινία είναι ολίγον τι… ακαθόριστη σε ότι αφορά το περιεχόμενό της και δύσκολα της φοράς ταμπέλα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση ταινίας που μπορείς να τη δεις και έτσι και αλλιώς. Μια ταινία που αν τη βάλεις κάτω και την αναλύσεις, διαπιστώνεις πως προσφέρει ένα άρτιο κινηματογραφικό αποτέλεσμα που εσωκλείνει αρμονικά την αίγλη των κλασικών φιλμ νουάρ, την αγωνία του χιτσκοκικού θρίλερ, μια πινελιά από… fast and furious, μια μαύρη γυαλιστερή Mustang, άλλα και την άγρια αλλά νωχελική βια που συναντάμε στις δημιουργίες του Μάρτιν Σκορσέζε και αν θέλω να γίνω πιο τολμηρός και του Γκάι Ρίτσι.
Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ο ρεαλισμός που εκπέμπει η ταινία καθ’ όλη τη διάρκειά της, ιδιαίτερα στις σκηνές δράσης που μαγνητίζουν το βλέμμα του θεατή με μια πρωτόγνωρη μοναδικότητα. Καθώς και ο τρόπος που ο Δανός σκηνοθέτης της τριλογίας «Pusher», του «Valhalla Rising» και του «Bronson» δανείζεται την κακογουστιά των b-movies και την «συγχωνεύει» σ’ ένα σύγχρονο αστυνομικό δράμα. Σημαντική είναι και η συμβολή του πρωταγωνιστή της ταινίας Ράιαν Γκόσλινγκ που επιμένει να μας εκπλήσσει ευχάριστα με τις υποκριτικές του ικανότητες, αφού καταφέρνει και προσαρμόζεται με τεχνική χαμαιλέοντα σε όποιο ρόλο κι αν του αναθέσουν – ακόμα δε μπορώ να ξεχάσω τη δραματική φιγούρα του στο «Blue Valentine». Θα μπορούσα πολύ εύκολα να χαρακτηρίσω την ταινία και ως one man show αφού τα πάντα είναι στημένα γύρω απ’ τον πρωταγωνιστή. Είναι όμως όλα τόσο αλληλένδετα μεταξύ τους στην ταινία που δύσκολα αποδίδει κάνεις έναν τόσο βαρύ χαρακτηρισμό.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια περιπέτεια που θ’ απολαύσουν όλοι. Και αυτοί που ψάχνουν το κάτι παραπάνω από μια ταινία δράσης, αλλά και αυτοί που ερεθίζονται στο άκουσμα της εξάτμισης όταν βογκάει στο ανέβασμα των στροφών της μηχανής του αυτοκινήτου. Όχι, δεν είναι το «Transporter» με τον πολύ Τζέισον Στέιθαμ. Ίσως αν του αφαιρούσαμε την υπερβολική δράση, την υπερβολική σκηνοθεσία, το υπερβολικό ξυλίκι, τις ατάκες που σκοτώνουν και το εμπλουτίζαμε με εξυπνότερος διαλόγους, καλύτερους παίχτες κι ένα σχετικά πιστευτό σενάριο θα μπορούσαμε να κάνουμε παραλληλισμό…
Να μην ξεχάσω να σας πω πως η ταινία αποκόμισε (και όχι αδίκως) το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών.
Κώστας Ποτακίδης