Συνέντευξη στην Έλσα Σπυριδοπούλου
Οκτώ διηγήματα πλαισιώνουν το πρώτο βιβλίο της γνωστής κινηματογραφίστριας Ελισάβετ Χρονοπούλου, το οποίο φέρει τον τίτλο Φοράει κοστούμι (εκδόσεις Πόλις). Οι οκτώ ιστορίες μοιάζουν με πλάνα ταινίας. Δεν είναι σπονδυλωτές, ωστόσο έχουν έναν κοινό άξονα: «τη στάση μας απέναντι στη χρήση της αλήθειας και του ψέματος», όπως ανέφερε σε συνομιλία μας η συγγραφέας.
Μάλιστα, η ομότιτλη ιστορία του βιβλίου Φοράει κοστούμι θα μεταφερθεί κινηματογραφικά, όπως μας είπε η Χρονοπούλου, σε μια no budget ταινία, τα γυρίσματα της οποίας έχουν προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο.
Να κάνω την κλισέ ερώτηση, πώς οδηγηθήκατε στη συγγραφή, ενώ υπηρετείτε τη «γραφή» της εικόνας;
Νομίζω πως αυτό που προσπαθώ και μ’ αρέσει να κάνω είναι να λέω ιστορίες. Mε εργαλείο είτε την εικόνα είτε το γραπτό λόγο, η μυθοπλασία είναι το αντικείμενό μου. Άλλωστε και οι ταινίες που έχω κάνει ως τώρα είναι αφηγηματικές, χωρίς να σημαίνει ότι είναι αυτό το σινεμά που απολαμβάνω περισσότερο να βλέπω. Είναι αυτό που απολαμβάνω να κάνω. Να παρακολουθώ ανθρώπινους χαρακτήρες και τον τρόπο που διαχειρίζονται τα διλήμματά τους, τις αγωνίες, τα τραύματα, τα μυστικά τους.
Έχει κανείς την αίσθηση ότι βλέπει μια ταινία, με οκτώ ιστορίες. Αναπόφευκτα μπαίνει και η κινηματογραφική ματιά μέσα στη συγγραφή;
Αυτές οι ιστορίες γράφτηκαν από μόνες τους από μια πυρετώδη ανάγκη να γραφτούν. Δεν είμαι, ακόμα τουλάχιστον, ικανή να τις δω τεχνικά για να κρίνω τη γραφή τους. Αν διακρίνετε κινηματογραφικότητα θα το έβρισκα φυσικό, αφού έχω αφιερώσει στον κινηματογράφο πολύχρονη κι επίπονη εργασία.
Πάντως, μολονότι δεν ενώνονται μεταξύ τους οι ιστορίες, θα λέγατε πως έχουν έναν κοινό άξονα;
Ο κοινός άξονας που είχα στο μυαλό μου ήταν η στάση μας γενικότερα απέναντι στη χρήση της αλήθειας και του ψέματος. Οι ήρωες θα έλεγα ότι “κρύβουν” κάτι. Διεκδικούν το δικαίωμά τους να μην αποκαλύψουν. Αυτό συμβαίνει στο κορίτσι της ιστορίας Φοράει κοστούμι, στο αγόρι του Τι να σου πει κι η θάλασσα και στον ήρωα του Σήμερα πέθανες. Συμβαίνει πιο υπαινικτικά και στις άλλες ιστορίες. Οι ήρωες διεκδικούν τα όρια της ιδιωτικότητάς τους. Αλλά και της αντοχής τους απέναντι στην αλήθεια. Πρέπει να διαχειριστούν και τη δική τους, αλλά και των άλλων την αντοχή (και ανοχή) απέναντι στην αλήθεια. Στην περίπτωση της Αμαλίας, ο ήρωας επινοεί ένα ψέμα για να τη σώσει, αλλά τελικά τη σώζει; Κι ο ήρωας στη Θάλασσα σώζει τελικά τον πατέρα του μ’ ένα ψέμα, αλλά μετέχοντας σε μιαν ανήθικη πράξη. Φυσικά θα μπορούσαν να είχαν άλλη έκβαση αυτά που συμβαίνουν στους ήρωες και στους γύρω τους, ανάλογα με την απόφασή τους να κρύψουν ή ν’ αποκαλύψουν. Το θέμα είναι πως δεν ξέρουν, ούτε αυτοί ούτε κι εγώ, ποια έκβαση θα προκύψει, άρα και ποια απ’ τις δυο στάσεις θα είναι τελικά η σωστή, δηλαδή η ηθικότερη ή αυτή που θα έδινε τον λιγότερο πόνο και την περισσότερη ανακούφιση.
Νιώθετε ότι σήμερα κρύβουμε πολλά μέσα από μια μεγάλη σιωπή;
Οι άνθρωποι σωπαίνουν για πολλούς λόγους. Γιατί δεν έχουν τι να πουν ή γιατί είναι κουρασμένοι και δεν έχουν δυνάμεις. Αλλά σωπαίνουν κι από φόβο! Και από πνευματική σύγχυση! Κυρίως απ’ αυτό. Όταν δεν είσαι σίγουρος για το αξιακό φορτίο των λέξεων, τότε διστάζεις να τις χρησιμοποιήσεις. Όταν τα πνεύματα είναι σε σύγχυση και ταυτόχρονα υπερβολικά οξυμένα, κάθε μας σκέψη περνάει από τόσα φίλτρα, που στο τέλος δεν ξέρουμε κι εμείς οι ίδιοι πού στεκόμαστε απέναντί της. Για να μιλήσεις πρέπει να ξέρεις τι θέλεις να πεις και να μη φοβάσαι να το πεις. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά στην κατάρρευση και των δύο κυρίαρχων μοντέλων οικονομίας που εφαρμόσαμε στο δυτικό κόσμο, απλώς ενώ το ένα πέθανε τη δεκαετία του ’90 και είναι πια οριστικά νεκρό, το δεύτερο ξεψυχάει τώρα μπροστά μας και μεγάλο μέρος ανθρώπων έχει πανικοβληθεί απ’ τον επικείμενο θάνατο και με νύχια και δόντια προσπαθεί να το σώσει. Ίσως απ’ τον τρόμο του κενού που θα αφήσει… Σίγουρα δεν είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτή την απώλεια και δεν ξέρουμε τι θα βάλουμε στη θέση του απελθόντος συστήματος. Αυτοί που μιλούν αυτήν την περίοδο είναι ακριβώς αυτοί που πασχίζουν να σώσουν τον ετοιμοθάνατο. Κι αυτοί που θεωρούν ότι έχουν κάτι να βάλουν στη θέση του. Νομίζω πως οι πολλοί σωπαίνουμε από σεβασμό απέναντι στη συναίσθηση πως βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη, αβέβαιη στιγμή της ιστορίας και της πολιτικής σκέψης. Σωπαίνουμε όμως κι από φόβο, γιατί έχει γίνει πια πράγματι επικίνδυνο το να μιλάς. Η πνευματική πόλωση έχει φτάσει σε σημείο που ακόμα και η χρήση μιας “λάθος” λέξης να σε οδηγήσει σε δημόσια διαπόμπευση και να σου κρεμάσει ταμπέλες (και κουδούνια).
Έχουμε ελπίδες να πετάξουμε από πάνω μας αυτό το «κοστούμι» (για να δανειστώ και από τον τίτλο του βιβλίου)- και να γλυτώσουμε την…ασφυξία;
Ελπίζω. Θέλω να ελπίζω, αλλά προς το παρόν δεν έχω να βασίσω κάπου την ελπίδα. Δε φοβάμαι την πνευματική και την ιδεολογική σύγχυση, την αβεβαιότητα. Αντιθέτως σ’ αυτήν ελπίζω. Σ’ αυτό το ιδεολογικό σάστισμα. Αλλά τρέμω τη μισαλλοδοξία και το φανατισμό. Την αμετακίνητη θέση. Την έλλειψη ανοχής…