Συνέντευξη στην Κατερίνα Παπαδοπούλου
Η Γλυκερία Καλαϊτζή, σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, από το οποίο πήρε και το διδακτορικό της δίπλωμα στον τομέα της θεατρολογίας, με θέμα Θέατρο και Ιστορία, από την Κατοχή στον Εμφύλιο, 1940-1950. Στο Τμήμα Θεάτρου διδάσκει από το 1994 θεατρολογία, ιστορία θεάτρου και σκηνοθεσία. Έχει συνεργαστεί στην επιμέλεια θεατρικών εντύπων με το Κ.Θ.Β.Ε., το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας και την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», ενώ για πολλά χρόνια υπήρξε υπεύθυνη έκδοσης του περιοδικού Θεατρικά Τετράδια. Έχει σκηνοθετήσει για την Πειραματική σκηνή της «Τέχνης», το Κ.Θ.Β.Ε., και τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών και Καβάλας έργα των Στέλλας Μιχαηλίδου, Ιάκωβου Καμπανέλλη, Τιμπερλέικ Γουερτενμπέικερ, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Τόμας Μπέρχαρντ, Πάουλ Μάαρ, Μπράιαν Φρίελ, Φρανκ Μακ Γκίνες και άλλων…
Κυρία Καλαϊτζή, σκηνοθετείτε την παράσταση και θα ήθελα να μου μιλήσετε εσείς γι’ αυτήν…
H «Ολεάννα» του Μάμετ είναι ένα έργο που αφορά μια κατηγορία σεξουαλικής παρενόχλησης που απευθύνει μια φοιτήτρια στον καθηγητή της. Στην πραγματικότητα όμως, η κατηγορία της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν είναι παρά το προπέτασμα του καπνού, πίσω από το οποίο κρύβονται άλλοι, πολύ πιο ουσιαστικοί λόγοι που φέρνουν τους δύο ήρωες σε αντιπαράθεση, όπως για παράδειγμα οι σχέσεις εξουσίας, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα σ’ ένα πανεπιστήμιο, μεταξύ δασκάλων και φοιτητών, ή οι αντιπαλότητες που προκύπτουν από τις κοινωνικές διαφορές ή τις διαφορές φύλου. Αν και την εποχή που γράφτηκε το έργο, το 1992, διαβάστηκε κυρίως ως καταγγελία της «πολιτικής ορθότητας», πιστεύω ότι η ανάγνωση αυτή είναι αρκετά περιοριστική και αδικεί πολύ το έργο, γιατί το κύριο θέμα του δεν είναι τόσο το αν υπήρξε ή δεν υπήρξε τελικά παρενόχληση, αλλά το πώς η εξουσία αλλοτριώνει τελικά αυτόν που θα την αποκτήσει, είτε είναι ο καθηγητής είτε είναι η φοιτήτρια, είτε είναι άντρας αυτός που την ασκεί είτε γυναίκα.
Πρόκειται πραγματικά για ένα θέμα που νομίζω ότι θα είναι πάντα επίκαιρο… Για ποιο λόγο επιλέξατε να ανεβάσετε ένα τέτοιο έργο;
Νομίζω ότι ο πρώτος λόγος για τον οποίο ανεβάζουμε ένα έργο είναι γιατί μας αρέσει. Το θέατρο ωστόσο δεν είναι μια τέχνη επίδειξης, με την έννοια ότι ο κόσμος δεν πάει σ’ αυτό μόνο από περιέργεια να δει κάποιους ηθοποιούς ή να δει αυτό που αρέσει σε μας, αλλά γιατί ενδιαφέρεται να «συναντήσει» τους ήρωες ενός έργου και —γιατί όχι— να «συνομιλήσει» μαζί τους. Επομένως εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα δεν είναι τόσο η επιλογή του έργου όσο η ανάγνωσή του, το πώς δηλαδή, μ’ άλλα λόγια, επιλέγουμε να το ανεβάσουμε, ώστε να ενδιαφέρει τον σημερινό θεατή, να διασταυρώνεται με προβλήματα και ανησυχίες της εποχής μας. Στην «Ολεάννα», εκείνο που περισσότερο με ενδιέφερε να τονίσω ήταν τα διάφορα προσωπεία της εξουσίας, ένα από τα οποία -όσο κι αν δεν το συνειδητοποιούμε- είναι και η γλώσσα. Γιατί την πραγματική εξουσία σήμερα την ασκεί αυτός που μπορεί και ξέρει να χειρίζεται καλά ΤΗ γλώσσα ή ΜΙΑ γλώσσα (π.χ. computers, κυβερνητική, γενετική κ.α.). Καταρχήν ο επιστήμονας δηλαδή, αλλά και ο πολιτικός, που ξέρει τις τεχνικές της ρητορικής και μπορεί εύκολα να μας πείσει να δούμε το μαύρο ως άσπρο. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, βλέποντας για παράδειγμα πόσο εύκολα μας πείθει ο καθηγητής στην «Ολεάννα» να ερμηνεύσουμε αλλιώς αυτό που είδαμε και να του δώσουμε άφεση αμαρτιών για τον αλαζονικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους άλλους και τη δουλειά του, ίσως μπορέσουμε να αντιληφθούμε και το πόσο εύκολα αφήνουμε τους πολιτικούς μας, λ.χ., να μας χειραγωγούν.
Πώς αντιμετώπισαν το έργο, και κατ΄ επέκταση και τους ρόλους τους, οι ηθοποιοί;
Οι ήρωες σ’ αυτό το έργο, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο, είναι τα λόγια τους. Αυτό ακούγεται ωραίο, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Γιατί το έργο αυτό δεν έχει σχεδόν καθόλου δράση, με τη συμβατική έννοια. Η δράση… τα γεγονότα προκύπτουν σχεδόν αποκλειστικά από αυτά που λένε οι ήρωες. Ο τρόπος με τον οποίο θα πουν κάτι διαμορφώνει στην ουσία ένα γεγονός, που -ανάλογα με το πώς θα το προσλάβουν- τους επηρεάζει και διαμορφώνει μια κατάσταση. Επειδή συνήθως στα έργα έχουμε μια ιστορία να διηγηθούμε, ενώ σ’ αυτό —όπως και σε πολλά έργα του σύγχρονου θεάτρου— η ιστορία διαμορφώνεται από τις επιλογές των ηρώων, καταλαβαίνετε ότι δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία για τους ηθοποιούς. Από την άλλη, ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό τούς οδήγησε σε πιο δημιουργικές πρωτοβουλίες, με την έννοια ότι έπρεπε οι ίδιοι -χωρίς τη βοήθεια του συγγραφέα- να χτίσουν την υπεράσπιση των ηρώων τους.
Τα ζητήματα που θίγει το έργο είναι μεγάλα και παράλληλα πολύ λεπτά. Από τις μέχρι τώρα παραστάσεις ποιες είναι οι αντιδράσεις του κοινού; Πώς τα αντιμετωπίζει;
Οι αντιδράσεις του κόσμου είναι για μένα μια παράσταση μετά την παράσταση. Είναι τόσο ποικίλες και τόσο διαφορετικές, που μοιάζει πραγματικά σαν ο κάθε θεατής να είδε και μιαν άλλη παράσταση. Κι αυτό, νομίζω, συμβαίνει επειδή η παράσταση δεν παίρνει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου ήρωα. Άλλους αυτό τους εξιτάρει γιατί τους δίνει τροφή για σκέψη, άλλους τους σοκάρει, επειδή έχουμε συνηθίσει να φεύγουμε από το θέατρο με την αίσθηση ότι όλα τα προβλήματα στη σκηνή τουλάχιστον λύνονται, και υπάρχουν και ορισμένοι που βγαίνουν θυμωμένοι με τον Μάμετ, ίσως επειδή στο τέλος η παράσταση δεν τους επιβεβαιώνει τα στερεότυπα. Επίσης δεν είναι λίγοι και εκείνοι -περισσότερο γυναίκες!- που παίρνουν στο τέλος το μέρος του άντρα, αν και ομολογούν πως νιώθουν άσχημα γι’ αυτό. Αυτό που εμένα ωστόσο μου προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση είναι το πόσο λίγο έχουμε μάθει να ακούμε αυτά που λέγονται ή αυτά που μας λένε και το πόσο έτοιμα ερμηνευτικά σχήματα έχουμε για όλα.
Εσείς πώς τα αντιμετωπίσατε;
Εγώ νομίζω πως σχετικά γρήγορα κατέληξα πως στο έργο δεν υπάρχει θύμα και θύτης, πως η κατηγορία για παρενόχληση είναι ένα νομικό μέσο που χρησιμοποιεί η φοιτήτρια για να υπερασπίσει τον εαυτό και τα συμφέροντά της και πως για τον καθηγητή, παρά τα όσα προοδευτικά λέει, λόγος και πράξεις συχνά αποκλίνουν. Το είδα, επομένως, σαν ένα έργο λεπτών αποχρώσεων, όπου τα λόγια και οι χειρονομίες όφειλαν να διατηρούν την αμφισημία που κατά κανόνα έχουν στην πραγματική ζωή. Άλλωστε και στην πραγματική ζωή, λόγια ή χειρονομίες που θίγουν την αξιοπρέπειά μας ή μας φέρνουν σε δυσάρεστη θέση αποκτούν κατά κανόνα τη σημασία που εμείς τους δίνουμε. Σπάνια υπάρχει κάποιο αντικειμενικό γεγονός που μπορούμε να επικαλεστούμε για να βρούμε το δίκιο μας. Όλα, μ’ άλλα λόγια, είναι ζήτημα ερμηνείας.
Τελικά η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από ένα παιχνίδι ισχύος ή κρύβεται κάτι άλλο;
Αν και ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι Ολεάννα είναι το όνομα της κοπέλας του έργου, ο τίτλος του Μάμετ παραπέμπει σε έναν τόπο. Ολεάννα είναι ο άγονος τόπος, αυτός στον οποίο δεν μπορεί να καρπίσει τίποτα. Το έργο είναι πράγματι ένα ανελέητο παιχνίδι ισχύος, αλλά νομίζω αυτό που στην ουσία μάς λέει ο Μάμετ είναι ότι μέσα σε ένα τόσο ανταγωνιστικό σύστημα, όπως το σύγχρονο καπιταλιστικό, όπου το κοινωνικό στάτους, το χρήμα και τα υλικά αγαθά γίνονται το μέτρο με το οποίο αξιολογούνται οι άνθρωποι, τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει.
Ένα από τα πιο προκλητικά έργα του Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Μάμετ, την Ολεάννα, ανεβάζει ως και τις 26 Ιανουαρίου κάθε Τετάρτη και Πέμπτη η θεατρική ομάδα Passatempo, σε συμπαραγωγή με την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» στο ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΑΛΙΑ. Τη μετάφραση του έργου και τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει η Γλυκερία Καλαϊτζή, ενώ τους ρόλους ερμηνεύουν οι ηθοποιοί Γιάννης Μόχλας και Νανά Παπαγαβριήλ.