Η 63η Μπερλινάλε των μαγικών αριθμών και του ρεαλιστικού σινεμά

 

Βερολίνο: Ιουλία Παπαδοπούλου – Βασίλης Κεχαγιάς

BERLINALE

Στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, το 1951, ιδρύεται στη λεγόμενη «βιτρίνα του ελεύθερου κόσμου», στο δυτικό τότε Βερολίνο, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Από τότε 63 επιτυχείς διοργανώσεις φιλοξενούν κάθε χρόνο πάνω από 320 χιλιάδες κινηματογραφόφιλους στις αίθουσές του. Πράγματι, οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί: 400 ταινίες, διαχωρισμένες σε 14 κατηγορίες, μέσα σε 9 μέρες, σε 22 αίθουσες, με 20 χιλιάδες επισκέπτες – επαγγελματίες του σινεμά από 130 χώρες. Από  αυτούς οι 4.000 είναι δημοσιογράφοι, ενώ οι υπόλοιποι είναι κατά κύριο λόγο οι αποκαλούμενοι «αγοραστές», αντιμέτωποι με 890 ταινίες του μάρκετ. Το μεγαλύτερο με συμμετοχή κοινού Φεστιβάλ στον κόσμο (σημειωτέον ότι οι Κάννες δεν προβλέπουν τη διάθεση εισιτηρίων για το κοινό) έχει ετήσιο προϋπολογισμό 21 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 6,5 προέρχονται από επιχορήγηση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, ενώ το υπόλοιπο ποσό καλύπτεται από τους χορηγούς και τους συνεργάτες. Ο 64χρονος διευθυντής της Μπερλινάλε, Ντίτερ Κόσλικ, κρατάει το τιμόνι της διοργάνωσης από το 2001, ταυτίζοντας την παρουσία του με τη μεταφορά της Μπερλινάλε από το παλιοκαιρίσιο Zoo Palast στο υπερσύγχρονο Berlinale Palast, στην Πότσνταμερ Πλατς, εκεί που κάποτε μια απέραντη βαλτώδης έκταση χάιδευε το Τείχος από την ανατολική του πλευρά.

Χωρίς μεγάλους σταρ του Χόλιγουντ, οι οποίοι εν αναμονή της απονομής των Όσκαρ παρέμειναν πέριξ του Λος Άντζελες, ο γερμανικός Τύπος αποφάνθηκε για τη φετινή Μπερλινάλε ότι κολυμπούσε στη μετριότητα, δείχνοντας δείγματα εξάντλησης ως συνέχεια μιας ιδιαίτερα λαμπρής συγκομιδής την προηγούμενη χρονιά. Στην πραγματικότητα ο Κόσλικ έχει εδώ και λίγο καιρό κρατήσει αποστάσεις από τη χολιγουντιανή παραγωγή και τις προ-οσκαρικές ευρωπαϊκές πρεμιέρες, που βοήθησαν τη Μπερλινάλε να κοιτάξει στα μάτια τις Κάννες και τη Βενετία. Το Φεστιβάλ, ταυτισμένο με την πολιτική γραμμή της γενέτειράς του, δίνει πλέον προβάδισμα στην προβολή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.

Τρεις μεγάλες κυρίες του σινεμά, η Κατρίν Ντενέβ, πάντα εξαιρετική, ακόμη και σε μια ταινία δρόμου που εξελίσσεται σε ρομαντική κομεντί, το «Φεύγει…» (Elle s’en va) της Εμανουέλ Μπεκρό, η Ζιλιέτ Μπινός στον ομώνυμο ρόλο της γλύπτριας στην αξιοπρόσεκτη ταινία «Καμίλ Κλοντέλ 1915» (Camille Claudel, 1915) του Μπρινό Ντιμόντ και η Ιζαμπέλ Ιπέρ πρωταγωνίστρια στην ακαδημαϊκή ταινία «Η μοναχή» (La religieuse) του Γκιγιόμ Νικλού διένυσαν τον 25 μέτρων κόκκινο διάδρομο, προσθέτοντας λάμψη και γαλλική αύρα στη φετινή Μπερλινάλε. Δυστυχώς, οι σκηνοθέτες των «μεγάλων κυριών» δεν υποστήριξαν με σθένος τις πρωταγωνίστριές τους, παρότι η Ντενέβ δεν διστάζει να αναμετρηθεί με τα χρόνια της και τα κιλά της, ο Ντιμόντ εμφανίζεται πιο συντηρητικός από κάθε άλλη φορά (θυμηθείτε: «Ανθρωπότης», «29 Φοίνικες») και ο Νικλού μεταφέρει νυσταλέα στη μεγάλη οθόνη το αριστουργηματικό έργο του Ντιντερό.

Δεν έλειψαν και οι «κακίες» για την πολιτική σκοπιμότητα των βραβείων, αφού  η Χρυσή Άρκτος του γερμανοτραφούς (μεγάλωσε στη Στουτγάρδη) Ρουμάνου, Καλίν Πέτερ Νέτζερ, για την ταινία «Από τη θέση του παιδιού» (Pozitia copilului/ Child’s Pose), αλλά και η Αργυρή Άρκτος για το σενάριο του Ιρανού Τζαφάρ Παναχί («Κλειστή κουρτίνα»/ Parde) θεωρήθηκε ότι αποτέλεσαν άδικες επιλογές του πάντοτε πολιτικολογούντος προέδρου Γουόνγκ Καρ Γουάι. Φυσικά, οι μόνες άδικες είναι οι συγκεκριμένες γκρίνιες (άλλωστε, στο προηγούμενο φύλλο το «φιλμ νουάρ» είχε προβλέψει τις δύο αυτές Άρκτους). Ευτυχώς, το Ιράν, έστω και με τον «φυλακισμένο» σκηνοθέτη Παναχί έδειξε το δημιουργικό του πρόσωπο, γιατί την ίδια ώρα, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, το οσκαρικό «Επιχείρηση: Argo» του Μπεν Άφλεκ προσπαθούσε να μας πείσει ότι μόνον η CIA υπήρξε παραγωγική σε μια χώρα – φυλακή.

Πέντε από τις φετινές δεκαεννιά ταινίες του διαγωνιστικού προγράμματος είχαν προέλευση από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, φωτίζοντας τη σκληρή πλευρά της ζωής. Στα φιλμ αυτά, ο απόλυτος ρεαλισμός κερδίζει την ποιητική μυθοπλασία, με την κάμερα να μιμείται τον ανεπιτήδευτο κινηματογραφιστή – τυχαίο θεατή. Ανάλογο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο βραβευμένος με Όσκαρ Ντάνις Τάνοβιτς από τη Βοσνία εμπνέεται από μια είδηση που διαβάζει στην εφημερίδα και αναθέτει σε μια οικογένεια τσιγγάνων όχι μόνο να υποδυθεί τον εαυτό της, αλλά και να διηγηθεί την αληθινή της ιστορία στην ταινία με τίτλο «Ένα επεισόδιο από τη ζωή ενός συλλέκτη σιδερικών» (Epizoda u zivotu beraca zeljeza). Το αποτέλεσμα είναι τόσο καλό που του εξασφαλίζει το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, όπως και στον πρωταγωνιστή Ναζίφ Μουζίτς το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας.

Βραβεία της διεθνούς Κριτικής Επιτροπής

* Χρυσή Άρκτος καλύτερης ταινίας: «Η θέση του παιδιού» (Pozitia copilului/ Child’s Pose) του Καλίν Πέτερ Νέτζερ
* GRAND PRIX της Κριτικής Επιτροπής (Αργυρή Άρκτος): «Ένα επεισόδιο από τη ζωή ενός συλλέκτη σιδερικών» (Epizoda u zivotu beraca zeljeza) του Ντάνις Τάνοβιτς
* Βραβείο Άλφρεντ Μπάουερ (Αργυρή Άρκτος) στη μνήμη του ιδρυτή του Φεστιβάλ
για μια ταινία μεγάλου μήκους, η οποία ανοίγει νέες προοπτικές: «Η Βικ και η Φλο είδαν μια αρκούδα» (Vic + Flo ont vu un ours) του Ντενίς Κοτέ
* Βραβείο για την καλύτερη Σκηνοθεσία (Αργυρή Άρκτος): Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν για την ταινία «Πρίγκιπας Άβαλανς» (Prince Avalanche)
* Βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας (Αργυρή Άρκτος): Πολίνα Γκαρσία για την ταινία «Γκλόρια» (Gloria) του Σεμπάστιαν Λέλιο
* Βραβείο για την καλύτερη ανδρική ερμηνεία (Αργυρή Άρκτος):  Ναζίφ Μουζίτς  για την ταινία «Ένα επεισόδιο στη ζωή ενός συλλέκτη σιδήρου» (Epizoda u zivotu beraca zeljeza) του Ντάνις Τάνοβιτς
* Βραβείο καλύτερου σεναρίου (Αργυρή Άρκτος): Τζαφάρ Παναχί για την ταινία «Κλειστή κουρτίνα» (Parde) των Τζαφάρ Παναχί και Καμποζίγια Παρτόβι