Η κυρία Αντιγόνη, ο Ηλίας, η πιθανώς Σουζάνα και ο απών… σύζυγος

Μια σημειολογική τηλεκριτική του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου για τη σειρά «Hannibal»

Τα τέσσερα πρόσωπα του τίτλου (πλην του απόντος συζύγου, που βέβαια δεν αποπροσωποποιείται) είναι πραγματικά, τα είδα, ήταν στο μπροστινό μου τραπέζι. Με συρραφές, θραύσματα, ενοράσεις, φλασάκια των αντανακλάσεων των προσώπων τους συνέλεξα στοιχεία, άφησα κενά στο πιο εντυπωσιακό, αναπαραστατικό ενσταντανέ που συνάντησα τα τελευταία χρόνια.

Η γνώση του άγνωστου και το άγνωστο της συνειδητής γνώσης, η οπτική της παράδοξης αντιληπτικότητας. Η αίσθηση των φαινομενικά «ειδυλλιακών» προσώπων των διπλανών που, μέσα στη φιλήσυχη ταχτοποίησή τους, μου μύριζαν πολύ κίνδυνο, την αίσθηση του εφιαλτικού και της εκκρεμότητας.

Από την άλλη μεριά φράσεις όπως «Νομίζω πως είμαι κάποιος άλλος και μετά νομίζω πως αυτό είναι μόνον μια ιδέα. Τελικά ποιος είμαι; Ποιος με οδήγησε στο να νιώθω έτσι;» (και πολλά ανάλογα).

Ένας κόσμος εχθρικός και «παγωμένος», μια εσωτερικότητα ανεξιχνίαστη και οράματα ταυτίζονται με μια επίμονη προειδοποίηση, ένα κάλεσμα. Εντάξει, ο Γουίλ είναι μυθοπλαστικός, αλλά από πού έρχονται αυτές οι συγκεκριμένες εικόνες που ορίζουν ένα  γεγονός ως κυρίαρχο σημαίνον στις 3:30 το μεσημέρι;

Κάποιο υπόγειο, σκαλάκια, λευκό, βαμμένο χαμόσπιτο, ο άνδρας (δηλαδή το εγώ) που κατεβαίνει και η χωρίς πρόσωπο άγνωστη (ή γνωστή) γυναίκα.

Τι γίνεται στις 3:30, τι παραβατικό ή ηδονικό και γιατί μετά από 15ετή παρουσία αυτό το όραμα «έσβησε» οριστικά; Ή όχι;

Εσωτερικοί χώροι, πράσινα χρώματα, παγωμένες κινήσεις, μαγνητισμοί, γνωσικισμός, αντιληπτικότητα, τι μυστήριοι δεσμοί μας συνοδεύουν, τι παράδοξες σχέσεις μας απομακρύνουν; Ονειροβασία, εφιάλτες, προβλέψεις όλα μαζί. Ένας άλλος Hannibal (και το υποκείμενο) ή μήπως ο Γουίλ; Η μεγάλη, κορυφαία σοφία της συμπυκνωμένης γνώσης, η αγωνία του άλλου, ο πόθος για αυτοπροσδιορισμό.

Και ξαφνικά μια απάντηση, μια σειρά, ένα ταπεινό μέγεθος να λύνουν όλα τα εσωτερικά μας μυστήρια. Κρίμα που ο Μπέργκμαν «έφυγε», κρίμα που ο Αντονιόνι δεν ζει πια, δεν είναι εδώ. Κρίμα σ’ αυτούς που χάνουν, κρίμα σ’ αυτούς που δεν γνώριζαν, διότι έτσι θα έπαιρναν τα σήματα κινδύνου που μας τροφοδότησε το τραπέζι της αρχής αυτού του κειμένου.

Ο κίνδυνος από το τίποτα, το ανοίκειο μέσα από το καθημερινό, το παράδοξο, μέσα από την ορθότητα, το αγωνιακό μέσα από την ηρεμία του οικογενειακού και μεσημεριανού φαγητού τους σ’ ένα φιλόξενο ρεστοράν. Ο κίνδυνος στον αέρα, το μεγάλο πουθενά είναι εδώ, η τρύπα που χαίνει  είναι η αποπροσωποποίησή μας.

Κι έτσι, όμως, παντού το λιωμένο υποκείμενο («νιώθω να έχω διαλυθεί και να χύνομαι ως υγρό», φράση του Γουίλ  από το 11ο  επεισόδιο του Hannibal) να αντιδρά, να προλαβαίνει να τραβήξει τη σκανδάλη. Το φάντασμα νεκρό ή το φάντασμα του θανάτου. Κάπου εκεί στις 3:30 το απόγευμα που μπορεί να είναι και το σκοτεινό βράδυ του εγώ μου.

Αναδημοσίευση από το ΚΕΜΕΣ