Η Μεγάλη Αναμονή του Πιέρο Μεσίνα με τη Ζυλιέτ Μπινός ( Ιταλία)
Μια Βδομάδα και μια Μέρα του Ασάφ Πολόνσκι (Ισραήλ)
Δυο ταινίες από τις πρόσφατες Νύχτες Πρεμιέρας – η πρώτη παίζεται ήδη στις αίθουσες – που αφορούν το ίδιο θέμα, αυτό της μέγιστης απώλειας και οδύνης.
Στην πρώτη, η Αν, που ζει σ ένα αρχοντικό της Σικελίας, έχασε μόλις τον μοναχογιό της Τζουζέπε σε ατύχημα. Μια μέρα μετά την κηδεία, φτάνει ανυποψίαστη στο αρχοντικό η κοπέλα του, η Ζαν, που ο ίδιος λίγες μέρες πριν είχε καλέσει. Η Αν αποκρύπτει από τη Ζαν το τραγικό γεγονός, βρίσκοντας στην παρουσία της την ευκαιρία να παρατείνει την πλήρη αποδοχή της φοβερής απώλειας. Για πόσο όμως?
Στη δεύτερη, ένα μεσήλικο ζευγάρι Εβραίων μεσοαστών καταφεύγουν στους δικούς τους, εντελώς ανορθόδοξους, τρόπους, για να αντιμετωπίσουν τον θάνατο του άρρωστου μοναχογιού τους και να μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν.
Ο κινηματογράφος δεν έπαψε ποτέ να αγγίζει το εύθραυστο θέμα της μέγιστης οδύνης, κι ας είναι κατεξοχήν αντιδημοφιλές, ειδικά στις μέρες μας…. Άγνωστο ποιες ιδιοσυγκρασιακές παράμετροι, ποιες δυνάμεις εσωτερικές ή ποιες ποιότητες διαφοροποιούν τόσο έντονα τους ανθρώπους απέναντι στη διαχείριση του Μεγάλου Πένθους. Η απόλυτη εγκατάλειψη στη συντριβή και στον γοερό θρήνο, η επίμονη άρνηση της τραγικής πραγματικότητας, η καταφυγή στην παρηγοριά των ψευδαισθήσεων, η βουβή, αδάκρυτη εσωτερίκευση του σπαραγμού, η εγκαρτέρηση που έχει σχεδόν πάντα θρησκευτικό πρόσημο, το αδιαπέραστο τείχος της συναισθηματικής απάθειας, ο σκληρός σαρκασμός και ο κυνισμός – όλες άμυνες που ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος αναπτύσσει για να αντέξει τον μεγάλο πόνο και να συμφιλιωθεί με το μέγιστο δέος, τον θάνατο.
Οι δυο σκηνοθέτες, πρωτοεμφανιζόμενοι και οι δυο, καταπιάνονται με δυο εντελώς διαφορετικές οπτικές του θέματος και καταθέτουν δυο εντελώς διαφορετικές κινηματογραφικές γραφές.
Ο πρώτος ξέρει να δημιουργεί ατμόσφαιρα και να παίζει με το φως, γεμίζει ωραία τις σιωπές του και διαθέτει μια Μπινός στην πιο ώριμη υποκριτικά στιγμή της. Όμως η αυτάρεσκη εμμονή του με το στυλιζάρισμα (υπήρξε βοηθός του Σορεντίνο) και το σχετικά ”άδειο” σενάριο λειτουργούν μάλλον αρνητικά.
Ο δεύτερος, πιο ”εικονοκλάστης” και σχεδόν ”ασεβής”, τολμάει να διαχειριστεί το δύσκολο θέμα του με χιούμορ και σαρκασμό και κρατά τους θεατές στην κόψη του ξυραφιού ανάμεσα στο γέλιο και τη συγκίνηση, χωρίς να εκβιάζει τίποτα απ τα δύο. Ενδιαφέρον πρωτόλειο, παρά την απουσία φόρμας.
Κοινός παρονομαστής και των δύο ταινιών: παρά το σκληρό τους θέμα, αφήνουν θετική επίγευση για τη σημασία της ανθρώπινης παρουσίας και επαφής.
Γιούλη Ζαχαρίου