Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
THE SECRET SCRIPTURE
Πρωταγωνιστούν:
Ρούνι Μάρα, Τέο Τζέιμς, Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, Έρικ Μπάνα, Έινταν Τέρνερ
Σκηνοθεσία Τζιμ Σέρινταν
Σενάριο: Τζιμ Σέρινταν, Τζόνι Φέργκιουσον
Παραγωγή: Νόελ Πίρσον, Ρομπ Κουίγκλι, Τζιμ Σέρινταν
Φωτογραφία: Μίχαελ Κρίχμαν
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Ντέρεκ Γουάλας
Μοντάζ: Ντέρμοτ Ντίσκιν
Μουσική: Μπράιαν Μπερν
Κοστούμια: Τζόαν Μπέργκιν
Διάρκεια: 108’
Ημερομηνία Εξόδου: 6 Απριλίου
Διανομή: Tanweer
Facebook Page – https://www.facebook.com/tanweergreece/
Το ομώνυμο βιβλίο «Η Μυστική Γραφή» του Σεμπάστιαν Μπάρυ
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
ΣΥΝΟΨΗ
Ο έξι φορές υποψήφιος για Όσκαρ, διάσημος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τζιμ Σέρινταν επιστρέφει με ακόμα μία Ιρλανδική ταινία, τη ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ, βασισμένη στο ομώνυμο βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρυ, The Secret Scripture (στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη). Πρόκειται για μία συγκινητική ιστορία αγάπης και εξιλέωσης, με φόντο την ίδρυση του Ιρλανδικού κράτους, στο οποίο η γυναικεία σεξουαλικότητα και ανεξαρτησία έρχονται αντιμέτωπα τόσο με την Εκκλησία, όσο και την εθνική πολιτική της εποχής.
Η Λαίδη Ρόουζ (Βανέσα Ρεντγκρέιβ) είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζει σε ψυχιατρική κλινική για πάνω από 50 χρόνια. Ωστόσο, στο βάθος των ματιών της υπάρχει ένα φως, που δεν λέει να σβήσει. Η περίπτωσή της τραβά το ενδιαφέρον του Δρ. Στέφεν Γκριν (Έρικ Μπάνα), που τη βοηθά να ξαναθυμηθεί το παρελθόν της και να κερδίσει την ελευθερία της. Μέσα από τη μυστική γραφή της Ρόουζ αναδύεται μία συγκλονιστική ζωή γεμάτη έρωτα, αδικία, ενώ αποκαλύπτεται η προσωπικότητα μίας αξιόλογης και θαρραλέας νέας γυναίκας, της οποίας το μόνο έγκλημα ήταν ότι άφησε τον έρωτας να κυριαρχήσει στη ζωή της.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Ο Τζιμ Σέρινταν είναι ένας ταλαντούχος παραμυθάς, διεθνώς αναγνωρισμένος. Χαρακτηριστικά δείγματα της δουλειάς του είνα οι ταινίες My left foot, In the name of the Father, Ιn America. Συνήθως επικεντρώνεται σε θέματα που σχετίζονται με την οικογένεια και τη δικαιοσύνη και η ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ο παραγωγός Νόελ Πίρσον είχε ξεχωρίσει το μυθιστόρημα του Μπάρι, αμέσως μετά την πρώτη δημοσίευσή του, ενώ ο Ιρλανδός σεναριογράφος Τζόνι Φέργκιουσον είχε στήσει ένα προσχέδιο σεναρίου. Αργότερα, ο Σέρινταν περιόρισε την αφήγηση, με στόχο να προσδώσει μεγαλύτερη ένταση στην ιστορία.
Η Ρούνεϊ Μάρα παίζει την νεαρή Ρόουζ, η οποία προκαλεί με την ομορφιά της τους πολιτικά συγκρουόμενους και σεξουαλικά καταπιεσμένους άνδρες στην επαρχία Σλίγκο στα δυτικά της Ιρλανδίας. Η Ρούνεϊ βλέπει την Ρόουζ λιγότερο ως θύμα της θρησκείας και περισσότερο της εποχής της. Θεωρεί ότι για τα δεινά της φταίει περισσότερο η εμφάνισή της, παρά το γεγονός ότι δεν είναι καθολική (ασπάζεται τον προτεσταντισμό). Την ίδια στιγμή ωστόσο, πιστεύει ότι οι άντρες τρέφουν γνήσια συναισθήματα προς εκείνη. Θαυμάζουν το μυαλό και την προσωπικότητά της. Έλκονται από το πνεύμα ελευθερίας που τη διακατέχει.
Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ παίζει την ηλικιωμένη Ρόουζ, η οποία μετά την ανακάλυψη της εγκυμοσύνης της και τη «δολοφονία» του μωρού της, έχει φυλακιστεί για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της σε ένα ψυχιατρείο. Η Ρεντγκρέιβ, δια βίου δημόσια υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ήταν αναμενόμενο συγκινήθηκε από την ιστορία: «Οι κυβερνήσεις και η Εκκλησία έχουν την κύρια ευθύνη. Αλλά ποιος μίλησε και διαμαρτυρήθηκε κατά των εγκλημάτων αυτών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, του ’40 και του ’50; Η αλήθεια πρέπει κάποια στιγμή να λέγεται. Και αυτή η ταινία τολμά να την πει.»
Ο Έρικ Μπάνα παίζει τον Δρ. Γκριν ένα διακεκριμένο ψυχίατρο που αναλαμβάνει να επανεκτιμήσει την κατάσταση της Ρόουζ. Ο Δρ. Γκριν προσεγγίζει με επαγγελματισμό, αλλά και συμπάθεια την περίπτωση της Ρόουζ και ξεδιπλώνει την ιστορία της, φέρνοντας στο φως συγκλονιστικές αποκαλύψεις που τον κάνουν να συγκρουστεί με τον Δρ Χαρτ (Άντριαν Ντάνμπαρ) που δεν βλέπει στο πρόσωπο της Ρόουζ τίποτα παραπάνω από μια μισότρελη γριά.
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ είναι γεμάτη διαδοχικές προσπάθειες να «εξαλειφθεί» ο «ηθικός κίνδυνος» της Ρόουζ από την ιρλανδική κοινωνία του 1940. Αρχικά η κα. Προύντι την εξορίζει σ’ ένα μικρό αγροτικό εξοχικό σπίτι. Στη συνέχεια ο Πατέρας Γκοντ, τυφλωμένος από τον έρωτά του για εκείνη, εξοργίζεται όταν εκείνη συναντά και ερωτεύεται τον Μάικλ «Μικ» ΜακΝάλτι, αεροπόρο στη Βασιλική Πολεμική Αεροπορία που λες και έπεσε για εκεινη, σαν δώρο από τον ουρανό.
Ο Τζακ Ρέινορ ενσαρκώνει τον Μάικλ ΜακΝάλτι, που πριν συναντηθεί με την Ρόουζ δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Όμως η συναναστροφή μαζί της του δίνει θέληση για ζωή. Μια ζωή που προσδοκά να περάσει στο πλάι της.
Για τον Τζιμ Σέρινταν ο χαρακτήρας του Πατέρα Γκοντ είναι θεμελιώδης στο σενάριο. Φρόντισε ιδιαίτερα ώστε να μην είναι κλισέ. Αποδυνάμωσε τις σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του και τον έκανε να φαίνεται περισσότερο συμπαθητικός, όμορφος, αρρενωπός.
Όλα τα μέλη του νεαρού σε ηλικία, αλλά ταλαντούχου καστ της ταινίας, δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους για τη συνεργασία τους με τον Τζιμ Σέρινταν. Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε για το ότι φημίζεται για τον αυθορμητισμό που διέπει τον τρόπο που σκηνοθετεί, ανέφερε: «Αυτό εξαρτάται. Μερικές φορές μένω πιστός στο σενάριο. Υπάρχουν όμως και σκηνές που θέλω να είναι ζωντανές, οπότε μπορεί να κάνω κάποιες αλλαγές ή προτάσεις. Θέλω οι ηθοποιοί να μην αισθάνονται το σκηνοθετικό μου βάρος, θέλω να τους προστατεύω από αυτό. Τους παρακινώ να εμπιστευθούν τον εαυτό τους. Αν γνωρίζουν ακριβώς τι πρόκειται να γίνει μετά, τότε είναι σαν να είναι νεκροί (υποκριτικά).»
Tα κοστουμια, η παραγωγή, Η φωτογραφία και η μουσικη
Η ιστορία εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια δύο ιστορικών περιόδων και η παραγωγή της ταινίας λαμβάνει χώρα σε μία ποικιλία ιρλανδικών τοπίων. Η Τζοάν Μπέργκιν είναι μία διακεκριμένη ενδυματολόγος (πέντε φορές υποψήφια και τρεις φορές βραβευμένη με Emmy για το The Tudors), η οποία έχει συνεργαστεί με τον Σέρινταν σε όλες τις ιρλανδικής παραγωγής ταινίες του, από το The Left Foot και μετά. Για τα κοστούμια της ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ προσπάθησε να μην κάνει κάτι εντελώς κλασικό που να θυμίζει τη δεκαετία του 1940, αλλά ταυτόχρονα να είναι χαρακτηριστικό του ιρλανδικού στιλ και να βγάζει στην επιφάνεια την περηφάνεια που χαρακτηρίζει τους Ιρλανδούς. Αποφάσισε να μη ράψει ρούχα, αλλά να χρησιμοποιήσει παλιά του 1940. Εντυπωσιάστηκε από το πόσο καλοντυμένοι ήταν οι οι άνθρωποι της εποχής. Στόχος της ήταν να κάνει την Ρόουζ να ξεχωρίζει από τις άλλες κοπέλες στην πόλη, αλλά ταυτόχρονα να μη δείχνει σαν να έχει βγει από τις σελίδες του Vogue. Έτσι δούλέψε πολύ με το χρώμα, χρησιμοποιόντας αποχρώσεις του πράσινου, μπλε, τιρκουάζ, πορτοκαλο- ροζ, χρυσού. Την έκανε να φαίνεται σαν ένα εξωτικό λουλούδι που ξεπροβάλει και ξεχωρίζει στο καφέ, μουντό χρώμα που κυριαρχεί στο τοπίο. Η Τζοάν εντυπωσιάστηκε και με την εξαιρετική ποιότητα των τοπικών ιρλανδικών τουίντ της περιόδου, τα οποία και χρησιμοποιήσε δεόντως για να ντύσει το ανδρικό κάστ της ταινίας. Για τη μετάβαση στο σύγχρονο κομμάτι της ιστορίας, προσπάθησε να μη δημιουργήσει μεγάλη ρήξη, από αισθητικής άποψης. Παρόλο που η Ρόουζ βρίσκεται στο ψυχιατρείο, κλεισμένη κυρίως στο δωμάτιό της ή στους κοινόχρηστους χώρους, την ντύνει με φορέματα και ζακέτες που θυμίζουν εκείνα που φορούσε στα νιάτα της. Με τον τρόπο αυτό το κοινό μπορεί να συνδέσει στο μυαλό του τις δύο περιόδους, να κάνει τη σύγκριση και να συνειδητοποιήσει όλα εκείνα που έχει χάσει η πρωταγωνίστρια.
Όπως η Τζοάν Μπέργκιν, έτσι και ο υπεύθυνος σχεδιασμού παραγωγής, Ντέρεκ Γουάλας, είχε μια μακρά και εξαιρετικά καλή συνεργασία με τον Τζιμ Σέρινταν. Κατά την προετοιμασία της ταινίας, ξεκίνησαν να επισκέπτονται μαζί παλιά ψυχιατρεία στην Ιρλανδία, ώστε να πάρουν μία αίσθηση για το πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. Συνάντησαν ανθρώπους που είχαν εργαστεί σε αυτά τα μέρη και παρατήρησαν ότι όλους τους συνέδεαν στενοί δεσμοί με την τοπική κοινωνία. Αυτό τους βοήθησε να σχηματίσουν μία καλή εικόνα για τα ιδρύματα της δεκαετίας του 1940. Μετά έπρεπε να βρουν τα κατάλληλα κτίρια. Τους πήρε πολλούς μήνες και αρκετές διαπραγματεύσεις μέχρι που να κατέλήξουν να χρησιμοποιήσουν μία πτέρυγα του Εθνικού Μεγάρου Μουσικής – πρώην University College του Δουβλίνου και το Loreto Convent στο Νότια Δουβλίνο (και τα δύο αυτά κτίρια δεν χρησιμοποιούνταν), καθώς και το Collins Barracks, πρώην στρατιωτική ακαδημία που τώρα στεγάζει το Εθνικό Μουσείο της Ιρλανδίας.
Για να ξαναζωντανέψουν την περίοδο 1942, σε κάποια από τα κτίρια έπρεπε να ρίξουν τοίχους ή να αφαιρέσουν τα θερμαντικά σώματα, παρόλο που ο προυπολογισμός της ταινίας δεν ήταν υψηλός. Για την περίοδο του 1992 έβαψαν και ανακαίνισαν μία ολόκληρη πτέρυγα του παλαιού κτιρίου του University College του Δουβλίνου. Κατασκεύσαν ξανά όλα τα δάπεδα, τα παράθυρα, τα φώτα, τη θέρμανση, τα ξανάχτισαν όλα από το μηδέν. Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση για την παραγωγή ήταν το να στήσουν το χωριό Ballytivan, στην κομητεία Killkenny. Έβαψαν και διακόσμησαν όλα τα σπίτια σύμφωνα με το στιλ της εποχής, αλλάξαν τους εσωτερικούς χώρους στο ξενοδοχείο Prunty και κάθε τετραγωνικό μέτρο του δρόμου καλύφθηκε με τόνους χαλίκι και άμμο, επειδή το 1942 δεν υπήρχε άσφαλτος. Η δημοτική αρχή έβγαλε όλους τους στήλους που εμποδίζουν τη στάθμευση και αντικατέστησε όλους τους σηματοδότες κυκλοφορίας με φανάρια εποχής.
Ένα τελευταίο και βασικό στοιχείο για την αισθητική της ιστορίας υπήρξε η συμβολή του Ρώσου διευθυντή φωτογραφίας, Μίκαελ Κρίχμαν. Ο Τζιμ Σέρινταν ανακάλυψε τον Μίκαελ Κρίχμαν όταν είδε τη δουλειά του στην Miss Julia, που γυρίστηκε στην Ιρλανδία το 2014. Ο Σέρινταν αναφέρει, «Όταν έχεις έναν Ρώσο στην ομάδα, υπάρχει μία εντελώς διαφορετική αίσθηση του χρόνου. Οι Ιρλανδοί σκέφτονται σε βάθος δεκαετίας, οι Ρώσοι, σε βάθος αιώνα. Και εκτός αυτού, πατούν σε μια εξαιρετική οπτική παράδοση τόσο στη ζωγραφική, όσο και στον κινηματογράφο. Έτσι, ο Μίκαελ Κρίχμαν δημιούργησε μέσα από το φακό του έναν κόσμο που αντανακλά την ιστορικότητα της ταινίας. Επίσης, η συνεργασία μαζί του στο πλατό ήταν ενδιαφέρουσα, γιατί ως επί το πλείστον ήταν χωρίς λόγια – εν μέρει λόγω του εμποδίου της γλώσσας – αλλά και επειδή εν τέλει δεν ήταν απαραίτητο.»
Για το soundtrack της ταινίας ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ, ο Σέρινταν προσέγγισε τον υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα Μπράιαν Μπερν («Albert Nobbs»), Ιρλανδό συνθέτη που κατοικεί στο Λος Άντζελες, έχει στο ενεργητικό του πάνω από 15 OST και έχει κερδίσει μεγάλη διεθνή αναγνώριση τα τελευταία χρόνια. Όπως αναφέρει ο Μπράιαν, «Ο Τζιμ είχε αρχικά κάποιες ιδέες που επικεντρώνονταν σε παραδοσιακές ιρλανδικές μελωδίες (στις μελωδίες του Moore και ιδιαίτερα στο γνωστο του τραγούδι «The Minstrel boy», που αναφέρεται σε έναν νεαρό άνδρα που έχει πάει στον πόλεμο). Έχω την παραδοσιακή ιρλανδική μουσική στο πετσί μου, οπότε έθεσα ως προσωπικό μου στόχο να μην αναπαράγω τον Moore ή να συνθέσω μία μελωδία που να είναι μία φτηνή απομίμηση της ιρλανδικής μουσικής. Η μουσική του Moore ήταν η βάση, στην οποία προσέθεσα ακουστικό πιάνο για τις σκηνές που εκτυλίσσονται στη δεκαετία του 1940 και στη συνέχεια, κάποια ηλεκτρονικά στοιχεία για τις πιο εγκεφαλικές σκηνές που αναφέρονται στο παρόν.»