καύση
καύση

Καύση (2016)

Καύση (2016).

Σενάριο – Σκηνοθεσία: Στράτος Τζίτζης.

καύση
καύση

Σε μια «φλεγόμενη» από αναταραχές και οδομαχίες σύγχρονη Αθήνα, μια οικογένεια καλείται να συναντηθεί για να αντιμετωπίσει τον ξαφνικό, αλλά σαν αναμενόμενο από καιρό για εκείνους, θάνατο του δικού τους ανθρώπου. Το ζήτημα του τρόπου ταφής του νεκρού τους καθηλώνει μέσα στο σπίτι και ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου. Οι διαφορετικές πεποιθήσεις των πέντε ηρώων περί ταφής – εκκλησιαστική ταφή ή καύση – γίνονται η αφορμή για να ξεδιπλωθούν οι εκ δια μέτρου αντίθετες απόψεις και στάσεις ζωής, οι οποίες θα αναπτυχθούν μέσα από την εξέλιξη των ατέρμονων συζητήσεων ως έκφραση ιδεολογιών και πολιτικών θέσεων για την επικαιρότητα. Εν μέσω – κάποιες φορές πολύ εύστοχων – δηλώσεων, αντιπαραθέσεων και κρυψίνοιας οι ήρωες του Σταύρου Τζίτζη εκδηλώνουν υπό την πίεση της ταφής απωθημένα, κρυμμένες αλήθειες και – με πρόσχημα την κοινωνική κατάσταση – την καλυμμένη οργή τους για τους κοινωνικούς ρόλους στους οποίους ασφυκτιούν κι ας τους διάλεξαν οι ίδιοι με την ατομική επιλογή τους.

Το ομώνυμο θεατρικό έργο του Στράτου Τζίτζη παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2012 στην Αθήνα, στο θέατρο Olviο, με τους ίδιους ηθοποιούς τους οποίους επέλεξε και για την κινηματογραφική μεταγραφή του έργου του. Ο Τζίτζης επιχειρεί να μιλήσει για την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα με κινητήριο δύναμη το σημαντικό ζήτημα της ταφής που εξακολουθεί να διχάζει την ελληνική κοινωνία της εποχής μας.  Αξιοποιεί ως μέσο τη λειτουργία της, θεωρούμενης ως μικρογραφίας της κοινωνίας, οικογένειας, παρέας, τη λειτουργία των προσωπικών σχέσεων στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού. Και ενώ ο δημόσιος χώρος της κοινωνικής αναγνώρισης, των διαδηλώσεων, της διεκδίκησης, και της βίας απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται βρίσκει την έκφραση του σε αυτή την κλειστή οικογενειακή συγκέντρωση, την ίδια στιγμή υπονομεύεται από την υποκρισία, την αποστασιοποίηση, την προκατάληψη και τον φόβο της ανθρώπινης φύσης. Οι ήρωες του Τζίτζη μοιάζουν ποντίκια παγιδευμένα σε μια φάκα που τελικά οδηγούνται στην απελευθέρωση (;). Πως όμως παγιδεύτηκαν; Που είναι άραγε η δική τους ευθύνη για τον «εγκλεισμό» τους;

καύση
καύση

Σε αυτά τα ερωτήματα η Καυσή μάλλον δεν απαντά. Κι ας σχολιάζει εξαιρετικά την αντίστιξη της επικοινωνίας στη δημοκρατία, – ο πυρήνας της δράσης είναι μια συζήτηση, ο διάλογος παρά τις εκ δια μέτρου αντίθετες απόψεις –  σε σχέση με την βίαιη και χωρίς πολλά περιθώρια επιβολή του δυνατού στον φασισμό. Παρά τις πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών – με εξαίρεση κάποιες κινηματογραφικά άβολες στιγμές, όπου  η υποκριτική μοιάζει περισσότερο φωνακλάδικη και θεατρικά επιτηδευμένη απ’ όσο θα μπορούσε να φιλτράρει η κάμερα ως μέσο  – η Καύση καταλήγει στη σχηματοποίηση – ο νεκρός παρουσιάζεται μόνο ως ιδέα, κανένας απ’ τους πέντε δεν πενθεί γι’αυτόν, μόνο για τη ζωή τους – και την υπερβολή. Ο σκηνοθέτης στην προσπάθεια του να μιλήσει για τα δεινά της ελληνικής πραγματικότητας, τα βάζει σε ένα τσουβάλι όλα μαζί, φτάνοντας στο τέλος να ρέπει χωρίς λόγο προς τον σουρεαλισμό.

Μαρία Κυργιαφίνη.