Έχω δικαίωμα να ζήσω

… και δικαιοσύνη για όλους – and justice for all

(προδημοσίευση από το βιβλίο του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου «Στις ομίχλες του νουάρ»)

Ένα κείμενο με αφορμή την ταινία «Έχω δικαίωμα να ζήσω» του Φριτς Λανγκ.

Η αμφισβήτηση γίνεται εφ’ όλης της ύλης, με κέντρο την έννοια της δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει κανένα έλεος για τους υποπρονομιούχους, ενώ και ο θεσμός της ίδιας της δικαιοσύνης καταχωρείται ως προβληματικός.

Έχω δικαίωμα να ζήσω

Μέσα από τη σειρά των νουάρ που κρίνουν την Αμερική ξεχωρίζει το συγκεκριμένο. Οι απόψεις διίστανται για το πού πρέπει (ή οφείλεις) να κατατάξεις τη συγκεκριμένη ταινία. Κοινωνικό μελόδραμα, θρίλερ προβληματισμού (οι περίφημες «problem-pictures», που παρήγαγε η Warner το ’30), φιλμ καταδίωξης, ένα πρώιμο «Μπόνι και Κλάιντ», μια ματιά στο οικονομικό κραχ της εποχής ή νουάρ;
Επιλέγω την τελευταία ταξινόμηση, χωρίς να αποκλείω στοιχεία των άλλων. Τόσο ο βασικός ήρωας (Χένρι Φόντα) όσο και ο Λανγκ επιτίθενται εδώ ευθέως στο σύστημα, άρα στην ίδια την Αμερική, που μόλις ξεκολλάει από το κραχ του ’30. Η αμφισβήτηση γίνεται εφ’ όλης της ύλης, με κέντρο την έννοια της δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει κανένα έλεος για τους υποπρονομιούχους, ενώ και ο θεσμός της ίδιας της δικαιοσύνης καταχωρείται ως προβληματικός. Έτσι, εξαιτίας λαθών της, δραπετεύει από τη φυλακή ο ήρωας και στη συνέχεια εμπλέκεται συνεχώς στην παραβατικότητα, έχοντας μαζί και την αγαπημένη του σύζυγο.

Η ψύχραιμη ματιά του Λανγκ αποστασιοποιείται από το μελόδραμα που το «αποστεγνώνει», αφήνει μόνο το… σκελετό του για να εξελίξει τη δράση και την κριτική. Παράλληλα, εισέρχονται στοιχεία τραγωδίας, μέσα σ’ ένα υποβλητικό (από τα ντεκόρ) πλαίσιο μοναχικότητας.

Παρά τη δραπέτευσή του, ο αδικημένος ήρωας είναι ήδη ένας ζωντανός νεκρός και τις μετακινήσεις του φιλμάρει αμείλικτα ο Λανγκ. Λιτότητα, μινιμαλισμός, εξαιρετική αξιοποίηση των χώρων και βασικά η ματιά στην Αμερική του ’30, ιδίως την αγροτική.
Αν με το τέλος του φιλμ ο Λανγκ είχε εξασφαλισμένο το ok της Warner, κανένας δεν μπορεί να ευχαριστήθηκε από την οπτική του στη χώρα.

Βέβαια, υπήρχε γραμμή, ιδίως στη Warner, να γυρίζονται φιλμ κοινωνικής κριτικής: σίγουρα ήτανε μπλεγμένοι και προοδευτικοί άνθρωποι κι αυτές οι δημιουργίες ήταν μια μεγάλη όαση πριν από τη μεταπολεμική ξηρασία του μακαρθισμού. Παράλληλα, ήταν η κινηματογραφική αντίστιξη και απάντηση των ΗΠΑ στη μεγάλη κρίση του ’30.

Ο Λανγκ εστιάζεται στα σώματα των ηρώων και τους αντιμετωπίζει με μια πονεμένη ματιά. Μου θυμίζει τον τρόπο που φιλμάρει κάποιους «χαμένους» ήρωες (π.χ. την Ανί Ζιραρντό) ο Βισκόντι στον «Ρόκο και τ’ αδέλφια του». Και ο Λουκίνο αγαπούσε το νουάρ, αλλά και ο νεορεαλισμός στηρίχθηκε κάποιες φορές σε κινηματογραφήσεις αδρές και ντοκιμαντερίστικες, όπως π.χ. του «Έχω δικαίωμα να ζήσω», του «Δραπέτη της Σιέρα», του «Είμαι ένας δραπέτης».

Ωστόσο, το «Έχω δικαίωμα να ζήσω» διαθέτει μιαν εσωτερική γοητεία. Είναι η χαρά του κρυφτού, η ηδονή της καταδίωξης, η αδρεναλίνη και ο ερεθισμός από το παράτυπο. Ο Λανγκ αξιοποιεί τόσο πλαν-αμερικέν, μεσαία πλάνα, αλλά και κάποια γενικά. Είναι φανερό πως επιθυμεί να μας πει πως δεν αφηγείται μια μεμονωμένη και τυχαία ιστορία, αλλά εντάσσει τους ήρωές του σ’ ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο.

Ο Γερμανός μετρ, πρώτος απ’ όλους, γνώριζε πως στο σινεμά αξία έχει να σηματοδοτήσεις και να αξιοποιήσεις το χώρο ως κοινωνική οντότητα (δες και την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου). Με μια τέτοια αντίληψη, με αυτή την οπτική, ο χώρος δεν είναι το πλαίσιο, το κιβώτιο, το όχημα της μυθοπλασίας, αλλά πρωταγωνιστεί ο ίδιος (θυμίζω και το «Στην καρδιά του χειμώνα» ή το «Όταν ξέσπασε η βία»). Μ’ αυτή την αντίληψη, το υπέροχο, αναρχικό και αντιεξουσιαστικό «Έχω δικαίωμα να ζήσω» είναι από τα πιο «μαύρα» και εύστοχα νουάρ όλων των εποχών.

Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου