Σαν απόηχος του νοήματος της λέξης «ντουέντε», μιας βαθύτατα Λορκικής έννοιας που δεν μπορεί να μεταφραστεί μονολεκτικά και λεκτικά σε καμία άλλη γλώσσα εκτός από την ισπανική, έρχεται η καινούρια οπτικοποιημένη μεταφορά του «Ματωμένου Γάμου».
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ

Η γραμμική ιστορία λίγο ως πολύ γνωστή και εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα: Ο γάμος της νύφης με τον γαμπρό (χαρακτήρες χωρίς όνομα) θα επισφραγιστεί από μια φιέστα για τους νεόνυμφους. Ο Leonardo των Felix, άντρας της ξαδέλφης της νύφης και κρυφός της πόθος, δεν θα αντέξει άλλο τη σιωπή και θα την κλέψει, έτσι η παλιά βεντέτα των δύο οικογενειών θα ανάψει και πάλι. Το τέλος όπως και σε κάθε τραγωδία θέλει τους ζωντανούς –νεκρούς στα έσω- και τους νεκρού με μια ψυχή που δεν λέει να ηρεμήσει. Οι μεγάλοι έρωτες είναι οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, οι μεγαλύτεροι έρωτες είναι αυτοί που έσβησαν άδικα και όχι από δική τους επιλογή.
Ένα τέτοιο έρωτα σκιαγραφεί η Paula Ortiz. Με όπλο της τη συνολική ποίηση του Lorca, μεταπλάθει στοιχεία και σύμβολα επαναπροσδιορίζοντας τον γνωστό αξεπέραστο μύθο. Το φεγγάρι παρόν και απών κατευθύνει τις ζωές των ηρώων, η νύχτα σάρκινη και γερασμένη μοιρολογεί όσα θα ακολουθήσουν, τα όπλα φτιαγμένα από γυαλί, έτοιμα να ραγίσουν και τα κομμάτια τους ως νεότερα όπλα, ακόμα πιό αιχμηρά περιμένουν τη δεύτερη ευκαιρία τους, τη δεύτερη ζωή στον θάνατο που θα ακολουθήσει.

Η Ortiz εμπνευσμένα επανεγγράφει την ιστορία: Ο Leonardo, ο γαμπρός και η νύφη, δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Τους βλέπουμε σε παιδική ηλικία, με γυάλινα όπλα και μάσκες να κρύβουν τα πρόσωπα τους, να παλεύουν και να πέφτουν τα σώματα τους στο παιχνίδι το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτή η σκηνή, σαν προφητεία της κρίσιμης σκηνής, θα επαναλειφθεί όταν θα παραδοθούν στη μοίρα και τη διεστραυλωμένη επιθυμία τους. Η νύφη, χωρίς πρόθεση απολογίας, ξεπερνά το Λορκικό σύμπαν: Επιλέγει αντί της αγνότητας, τη φλόγα, επιλέγει αντί της σταγόνας, το ποτάμι και αυτό έχει κόστος.
H Inma Cuesta, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα. Κάποιοι παρατηρητικοί ίσως την έχετε αναγνωρίσει στον ρόλο της μητέρας της Χιονάτης στο «Blancanieves», κάποιοι λάτρεις της ελαφρότερης κωμωδίας ενδέχεται να την έχετε δει στο «Τρεις γάμοι σε ένα μήνα» στο ρόλο της άτυχης γεροντοκόρης. Η πορεία της όμως στον Ισπανικό κινηματογράφο είναι –για τα μέτρα της ηλικίας της- μεγαλύτερο της διεθνής της πορείας με χαρακτηριστικότερη στιγμή εκείνη στην ταινία «La Voz Dormida» (μτφρ: Η κοιμώμενη φωνή). Λίγο καιρό πριν επιλεγεί από τον Πέδρο Αλμοδόβαρ σε ένα κεντρικό ρόλο στην τελευταία του ταινία που θα δούμε σύντομα, υποδύθηκε τη νύφη. Με απελπισία και μέτρο, κατανόηση και άγνοια, ποίηση και ρεαλισμό επαναπροσδιορίζει τη χαρακτηρισμένη από τις περισσότερες θεατρικές αποδόσεις ηρωίδα. Εύθραυστη και διαχρονική, από την πρώτη σκηνή μας επιβάλλει τον κόσμο και τη δική της αλήθεια. Δεν θα στηριχτεί στιγμή στη αγνότητα που της επιβάλλει το θεατρικό κείμενο –πραγματικά, δεν το έχει ανάγκη γιατί είναι πέρα και πάνω από την ποίηση-. Σαν τραγούδι που κυλά σε μια φιέστα, πένθιμο και συνάμα γιορτινό, σκορπίζεται στον αέρα, διαπερνά την οθόνη και από τους πνεύμονες των θεατών τρυπά και θρυμματίζει την καρδιά τους. Πόσο όμορφος θάνατος σε μία «δρόντος και ου δια απαγγελίας, δι ελέου και φόβου παιρένουσα την τον τιούτων παθημάτων κάθαρση» εμπειρία.

Ο Leonardo δεν χρειάζεται να είναι γοητευτικός, είναι Felix και με βάση την υπάρχουσα βεντέτα αυτό αρκεί και περισσεύει. Δειλός, όπως και όλοι οι πραγματικοί άντρες που δεν ξέρουν να μετουσιώσουν τα φλεγόμενα αισθήματα τους σε διεκδίκηση, επιλέγει τη λάθος στιγμή για την υπέρβαση: Μια ανάσα μακριά από τη σύζυγο του, άθελα του ως εκκολαπτόμενος (σύζυγος Μήδειας) υπάρχει, όχι μόνο για να οδηγήσει τη θεία τιμωρία σαν κεραυνό σε εκείνον και τη νύφη αλλά επιπροσθέτως για να μεταμορφώσει την ξαδέλφη (εξαιρετικά ερμηνευμενη από την …….) σε Μήδεια.
Το περιβάλλον είναι αδηφάγο για ύβρη: υπό τους ήχους ενός παραδοσιακού τραγουδιού γεμάτο αντιφάσεις, La tarara si-La Tarara no (η Ταράρα ναι, η Ταράρα όχι), ο γάμος θα μεταμορφωθεί σε μια άλλη τελετή, περισσότερο πρωτόγονη, περισσότερο ενστικτώδη.

Η μεγαλύτερη ομορφιά όλων, το κάλλος της ταινίας είναι ότι υπερβαίνοντας το θεατρικό κείμενο, γίνεται ένα νέο κείμενο που μεταφράζει σε εικόνες όλα τα ατύπωτα που τόσο περίτεχνα μπορούν να κρύψουν οι λέξεις. Αν ο Lorca ζούσε σήμερα, αν ο Lorca ήταν σκηνοθέτης, αν οLorca είχε κληθεί να επανεγγράψει το αριστούργημα του, μάλλον το αποτέλεσμα του θα έμοιαζε με αυτόν το «Ματωμένο Γάμο». Η Κισλοφσκική σιωπή που υπογραμμίζει το ανύπωτο, η Ταρκοφσκική πυγμή που εξελίσσει την κινηματογραφική γλώσσα, η Αντονιονική πόλη που γίνεται χώρος αχαρτογράφητης ψυχής, τα πρόσωπα που χαράχτηκαν από το πινέλο του El Greco-του Goya και του Caravaggio, όλοι άγιοι, ανίεροι και φαντάσματα, όλα αυτά και άλλα πολλά, θα τα δείτε με τα μάτια της καρδιάς σας και θα αποκαταστήσουν τις χαμένες ελπίδες σας ότι ο κινηματογράφος, έχοντας πιά λιμνάσει, αναπαράγει τον εαυτό του. Βυθίστε τα χέρια σας στις πληγές του ματωμένου γάμου, ρουφήξτε με τα μάτια σας κάθε σκηνή και αφήστε την μαχαιριά που θα νιώσετε να σας θυμίσει ότι ο πόνος και το τραγικό, ο θάνατος και ο περισσότερος θάνατος, η καταστροφή και τα συντρίμμια είναι τα όπλα του ποιητή για να χτίσει ένα καλύτερο κόσμο, πέρα και πάνω από τον εαυτό του, πέρα και πάνω από την ύπαρξη του.
Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζαρδος
