(THE RUM DIARY)
Σκηνοθεσία: Μπρους Ρόμπινσον
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Άαρον Έκχαρτ, Άμπερ Χερντ, Μάικλ Ρισπόλι, Ρίτσαρντ Τζένκινς, Τζιοβάνι Ριμπίζι
Διάρκεια: 120′
Αξιολόγηση: ***
Ο Τζόνι Ντεπ υπήρξε φίλος του Χάντερ Σ. Τόμσον και μάλιστα είχε τον κεντρικό ρόλο στο «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας» του Τέρι Γκίλιαμ. Το «Μεθυσμένο ημερολόγιο» είναι μια σχεδόν αυτοβιογραφική ιστορία του Τόμσον, που, αν και γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εκδόθηκε το 1998. Ο Ντεπ ήταν η αφορμή της ανακάλυψης των καταχωνιασμένων χειρόγραφων και της έκδοσής του. Τα (από κοινού) σχέδια για μεταφορά στη μεγάλη οθόνη δεν τα πρόλαβε στην υλοποίησή τους ο Τόμσον, αφού το 2005 αυτοχειριάστηκε καρφώνοντας μια καραμπίνα στο κεφάλι του…
Ο Πολ Κεμπ αφήνει τη ΝΥ και πηγαίνει στο Πουέρτο Ρίκο, με ψεύτικο βιογραφικό για να εργαστεί ως δημοσιογράφος στην τοπική εφημερίδα The San Juan Star. Μπορεί η ΝΥ να είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πολύβουης πολιτείας και το Πουέρτο Ρίκο γαλήνιας ομορφιάς αντίστοιχα, ωστόσο οι άνθρωποι ποτέ δεν ταξιδεύουν, μονάχα οι μοναξιές τους . Ο Κεμπ κουβαλάει την προσωπική του μοναξιά, την οποία πνίγει στο ρούμι και στην αδιέξοδη προσπάθεια της συγγραφής – καταγραφής του κόσμου που τον περιβάλλει ασφυκτικά. Βέβαια, δεν έχει γράψει λέξη, παρότι δηλώνει συγγραφέας. Από την άλλη, το τοπίο στη νέα χώρα είναι η προσωποποίηση της κατάπτωσης. Μια εφημερίδα στα πρόθυρα του να κλείσει και ο διευθυντής της εγκαταλειμμένος ακόμη και από τον εαυτό του. Γύρω του, μερικοί δημοσιογράφοι σε ρυθμούς παραίτησης και ζωής με νωχελικούς ρυθμούς βαρεμάρας. Ανάμεσά τους ο Σάντερσον, ένας Αμερικανός επιχειρηματίας στα real estate, θέλει να φτιάξει στην περιοχή τον παραδεισένιο προορισμό των πλουσίων τουριστών. Μέσα σ’ αυτή την απόγνωση του τίποτα και την προοπτική στο πουθενά, ο Κεμπ θα αισθανθεί τη φλόγα της ζωής στο αντικείμενο του ερωτικού πόθου του, την όμορφη αρραβωνιαστικιά του Σάντερσον. Κι αφού όλα λιμνάζουν δίνεται εντολή γραφής ενός διεκπεραιωτικού άρθρου, προς εξύμνηση των δραστηριοτήτων του χορηγού επιχειρηματία Σάντερσον. Για τον Κεμπ έτσι κι αλλιώς ο Σάντερσον είναι αντίζηλος, «εχθρός», αφού κατέχει το αντικείμενο του ανεκπλήρωτου έρωτά του, την Σενόλτ. Ανάμεσα στο ποτό και τα ερωτικά σκιρτήματα του Πολ Κεμπ θα αναζητήσει θέση και έκφραση η επαγγελματική επιταγή του δημοσιογραφικού καθήκοντος. Πλέον έχει έναν λόγο παραπάνω: να κοντράρει την πουλημένη (ή τουλάχιστον ανούσια) δημοσιογραφία.
Η ιστορία αυτή του Τόμσον δείχνει να είναι περισσότερο στις νόρμες μιας αστικής ζωής και λιγότερο αυτής του διακριτικού περιθωρίου του «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας». Ο χαρακτήρας του Κεμπ δείχνει περισσότερο έναν συνηθισμένο άνθρωπο, που βρίσκεται σε αναζήτηση και λόγω νεότητας, ο οποίος τελικά φαίνεται να βρίσκει το δρόμο του δια του ερωτικού ντοπαρίσματος. Έχει οπωσδήποτε την καθαρότητα και την ειλικρίνεια του παρατηρητή και λιγότερο του εμπλεκόμενου στα γρανάζια τους συστήματος. Ωστόσο, η καθοριστική επιλογή του δεν φαίνεται να είναι απόρροια της ιδεολογικής του επάρκειας, αλλά κυρίως της συναισθηματικής του ανασφάλειας που μεταφράζεται σε αποφασιστικότητα. Και τελικά επιδιώκει το σχεδόν αδύνατο. Τι θα έκανε άραγε χωρίς το ερωτικό κίνητρο; Πάντως, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι λοιποί χαρακτήρες του κοινωνικού παζλ δείχνουν πιο αυθεντικοί, όπως του Μόμπεργκ, ενός περιθωριακού δημοσιογράφου με παραξενιά αλλά ιδεολογική ταυτότητα και του Ζίλμπεργκ, πρώην στρατιωτικού με αντικομουνιστική ρώτα. Αμφότεροι βγάζουν γέλιο. Ο Χάντερ είναι σαρκαστικός στα κείμενά του κα δεν ξεχνά να κάνει και πολιτικό σχόλιο σε ανύποπτο χρόνο. «Το καλύτερο που μπορεί να πετύχει ο Νίξον είναι να μας αφήσει», «Αν υπήρχε Βασίλειο του Σατανά, θα ήταν η Σοβιετική Ένωση», «Ο μόνος συμβιβασμός με τον κομουνισμό είναι να τον καταστρέψεις». Ο Χάντερ Σ. Τόμσον θεωρείται νονός της Gonzo δημοσιογραφίας, μια μίξη ρεπορτάζ, μυθοπλασίας και προσωπικής εμπλοκής. Πραγματικό και μυθοπλαστικό, συγγραφέας και πραγματευόμενο αντικείμενο μοιάζουν το ένα να εισέρχεται στο άλλο. Προσωπικά, μου θυμίζει μια μίξη της μπίτνικ γραφής (Κέρουακ) και της χαμένης γενιάς του 1930. Που ωστόσο όλοι εκφράζουν τη ματαίωση που αισθάνονται λίγο πολύ όλες οι γενιές, διαφοροποιούμενοι στον τρόπο αντίδρασης.
Σκηνοθετικά ο Μπρους Ρόμπινσον είναι αξιοπρεπής χωρίς κάποιον ιδιαίτερο χαρακτήρα. Καταγράφει με επάρκεια την ατμόσφαιρα της νουβέλας, διαφοροποιεί σ’ ένα βαθμό τους χαρακτήρες προς όφελος της πλοκής, αλλά τελικά η ταινία δεν έχει την επιθυμούμενη δυναμική στην αφηγηματική ροή. Πάντως, το επιτελείο των ηθοποιών είναι εξαιρετικό και ξεπερνάει την σκηνοθετική δεξιότητα.
Γιάννης Ν. Γκακίδης