Συνέντευξη στον Θοδωρή Μπακάλη.
Πίσω από τις εμπορικές τυμπανοκρουσίες, εξακολουθούν σε πείσμα των καιρών να υπάρχουν γόνιμες μουσικές από μύστες της τέχνης που δεν έχουν τις αγορές ως προτεραιότητα.
Ένας από αυτούς είναι ο Ντογκάν Σολμάζ. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, υπηρετώντας αθόρυβα την παράδοση και κάνοντας το σάζι γέφυρα που ενώνει λαούς και πολιτισμούς. Γεννήθηκε το 1969 στο Ντερσίμ (ανατολική Τουρκία) και σπούδασε πολιτικός μηχανικός στα Άδανα. Παίζει σάζι από δέκα χρονών και άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά στο πανεπιστήμιο , με ρεπερτόριο που περιελάμβανε έντεχνα, αλλά και επαναστατικά, τραγούδια. Το 1993 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και να έρθει πολιτικός πρόσφυγας στην Ελλάδα. Πέρασε από το στρατόπεδο προσφύγων του Λαυρίου, έμεινε πέντε χρόνια στην Αθήνα, ενώ μετά την πρώτη διετία ασχολήθηκε με την παραδοσιακή μουσική, παίζοντας τραγούδια τούρκικα, κουρδικά, αλεβίτικα (Ζαρζάικα), αρμένικα και της Μεσοποταμίας. Στη Θεσσαλονίκη ήρθε το 1998 κι έκτοτε μετράει πάμπολλες εμφανίσεις. Συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες, δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να δισκογραφήσει τις εξαίσιες μουσικές του, όμως υπάρχει σκέψη να γίνει κάτι…
Συνηθίζοντας να εναλλάσσει τη σοβαρότητα με το δηκτικό χιούμορ και το τρανταχτό γέλιο του, ο Σολμάζ μιλά με την ορμή του επαναστάτη και τη σοφία εκείνου που κυνηγήθηκε, πόνεσε, πάλεψε και ζυμώθηκε με τα πράγματα. «Η μουσική που παίζω με το σάζι έρχεται πριν από 1.100 χρόνια. Από εκεί ξεπηδούν και οι συγγενικές σχέσεις με το ρεμπέτικο στις αρχές του 20ου αιώνα. Άλλωστε “μπουζούκ” είναι το “χαλασμένο” και εν προκειμένω το… χαλασμένο σάζι»!
Ο χώρος που κινείται είναι από τους πρώτους που αισθάνθηκαν την κρίση, που είναι και πολιτική στην περίπτωση (και) της ανατολίτικης μουσικής: «Τα τελευταία χρόνια η τουρκική μουσική είναι νεκρή, αφού οι Έλληνες δεν ακούν παραδοσιακή μουσική και δεν βάζουν τούρκικη. Αφ’ ενός δεν υπάρχουν μαγαζιά με ανατολίτικη μουσική κι αφ’ ετέρου το μικρό υπάρχον κοινό δυστυχώς συρρικνώνεται κι άλλο, παρά το ρεύμα που παρατηρείται προς την Τουρκία». Σημειώνει ότι τόσο ο Σύριος Ζιάντ Ρατζάμπ όσο και η Τουρκάλα Ντιλέκ Κοτς -δυο καλλιτέχνες με δισκογραφία, γνωστοί και αγαπητοί στο ελληνικό κοινό- εμφανίζονται λιγότερο συχνά την τελευταία τριετία: «Δεν υπάρχει πρόσφορο έδαφος, τα μαγαζιά δεν δέχονται εύκολα εμφανίσεις σε σταθερή βάση, άλλωστε δεν υπάρχουν πια μαγαζιά… Παλιότερα υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη το “Αμάρειο”, το “Μπαμ Τερλελέ”, η “Αίγλη”… Μας πονάει αυτή η κατάσταση» λέει. «Το παρόν υπαγορεύει να ακούμε δυτική μουσική από ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ψηφιακούς δίσκους. Δεν υπάρχει περιβάλλον για την παραδοσιακή μουσική, να την ακούσουμε και να την αγαπήσουμε. Κι αν πάμε έτσι είμαστε χαμένοι…».
Οι συζητήσεις μας κρατάνε από παλιά, με τον Ντογκάν να μιλάει για καλλιτέχνες που τους φτιάχνουν τα Μ.Μ.Ε. και για άλλους που παλεύουν αθόρυβα: «Η μουσική πρέπει να ανοίγει την καρδιά, όταν την παίζεις ή την ακούς, να υπάρχει μέσα σου και να ορίζει τον χώρο σου όπως γίνεται μ’ έναν ταλαντούχο μάγειρα, μ’ ένα σκηνοθέτη. Δεν έχει γλώσσα, ανήκει παντού, σε όλους. Συνθέτει την καλύτερη επανάσταση: όπως κάθε τέχνη, αλλάζει τα πράγματα». Μιλάει με θαυμασμό για τον Ρος Ντέιλι, τον Χαΐγκ Γιαζντζιάν και λέει: «Ο καλλιτέχνης ανανεώνει τον κόσμο. Νέα πράγματα, ποιήματα, μουσικές, πίνακες, όλες οι τέχνες… Δεν είναι ξεκομμένος, καλλιτέχνης είναι κανείς όταν είναι κοντά και μέσα στον κόσμο».
Δεν τρέφει αυταπάτες για τα συμβαίνοντα, έχοντας διαμορφώσει τη συλλογιστική του από την απτή πραγματικότητα, αυτή που τον ξερίζωσε από την Τουρκία και τον κατατρύχει –μαζί με δεκάδες άλλους ευαίσθητους αγωνιστές- και στην Ελλάδα: «Το σύστημα μάς καταστρέφει από τη μικρή ηλικία μας, αφού έχει τη δύναμη στα χέρια του και τη χρησιμοποιεί. Πόσες φορές βλέπουμε παραδοσιακή μουσική στην τηλεόραση ή αλλού; Πόσα παιδιά ωθούνται να μάθουν παραδοσιακή μουσική και πόσα δυτική χωρίς ρίζες; Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε την αλήθεια από το ψέμα. Έχουν τη δύναμη και προάγουν ένα μοντέλο, αλλά μέχρι πού και πότε;» λέει και κοιτώντας βαθιά στα μάτια με το ανατολίτικο βλέμμα του προσθέτει: «Ελπίζω να μας δοθούν περισσότερες ευκαιρίες, να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι ώστε να προχωρήσουμε στη διάδοση της ιστορίας και της παράδοσής μας. Της ιστορίας των λαών και όχι των κρατών…». Και καταλήγει: «Ταιριάζουμε σε όλα και είμαστε τόσο κοντά με τους Έλληνες… Σαν ένας τόπος κι ένας κόσμος. Έχω πολύ μεγάλο σεβασμό και αγάπη γι’ αυτό τον τόπο. Πιστεύω ότι καθένας που αγαπά την παράδοση, πρέπει να ενώσει την αγάπη αυτή, την ιδεολογία και την τέχνη του, και να αναζητήσει χώρο για να την απλώσει…».
Θοδωρής Μπακάλης