Συνέντευξη του Γιάννη Καλατζόπουλου στο φιλμ νουάρ και τη Δελίνα Βασιλειάδη
Επειδή η συγκινητική πολύ προσωπική εξομολόγηση-παράσταση Τι να σου πω Σουλτάνα μου; του Γιάννη Καλατζόπουλου, του παιδιού-θαύματος της ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής, γοήτευσε και καθήλωσε το κοινό στην Αθήνα, ο σκηνοθέτης-συγγραφέας-ερμηνευτής αποφάσισε να την παρουσιάσει και στη Θεσσαλονίκη στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ για δύο μόνο παραστάσεις, στις 11 και 12 Ιανουαρίου.
Ο Γιάννης Καλατζόπουλος μιλάει από καρδιάς στο φιλμ νουάρ όχι μόνο για την παράσταση Τι να σου πω Σουλτάνα μου; και την εποχή που μικρός ανακάλυπτε τα μάγια της Σουλτάνας, αλλά και για το Θέατρο, τον Κινηματογράφο και τα μελλοντικά του σχέδια.
Δελίνα Βασιλειάδη: Καλησπέρα κ. Καλατζόπουλε. Τι να σου πω Σουλτάνα μου; Σκηνοθεσία, κείμενα και ερμηνεία Γιάννης Καλατζόπουλος. Μιλήστε μας για αυτό το εγχείρημα.
Γιάννης Καλατζόπουλος: Καλησπέρα σας. Μετά την επιτυχία που σημείωσε πριν από μερικά χρόνια το μυθιστόρημά μου «Γιαννάκης, το παιδί-θαύμα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, είχα αρχίσει να γράφω κι ένα δεύτερο, με τίτλο «Τα φιλιά της Σουλτάνας» και με περιεχόμενο κάπως πιο «τολμηρό» από το προηγούμενο. Προχωρώντας στην συγγραφή, ένιωσα πως θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον σαν προφορική αφήγηση-εξομολόγηση, παρά σαν ανάγνωσμα. Το ξανάπιασα από την αρχή, δίνοντας αυτή τη φορά μεγαλύτερη έμφαση στην “θεατρικότητα” και όχι στην λογοτεχνική του φόρμα. Όταν το τελείωσα και προσπάθησα να το διαβάσω όσο πιο αποστασιοποιημένα μπορούσα, σαν να μην ήταν δικό μου αλλά κάποιου άλλου, τρόμαξα! Μου φάνηκε πολύ δύσκολο και κάπως επικίνδυνο να εκτεθώ μπροστά σε κοινό μ’ ένα τόσο προσωπικό και βιωματικό κείμενο. Να αφηγηθώ την εντύπωση που έκαναν τα «ιερά τέρατα» του Θεάτρου μας σ’ ένα παιδί 11 χρονών. Σ’ ένα παιδί που την ίδια περίοδο ζούσε μια εντελώς παράνομη και «αμαρτωλή» ερωτική περιπέτεια με μια παράξενη γυναίκα -την Σουλτάνα.
Ζήτησα τη γνώμη 2-3 πολύ κοντινών μου ανθρώπων που με ενθάρρυναν να το τολμήσω. Με την καταλυτική συμβολή της μουσικής του Γιώργου Καζαντζή, την ευρηματικότατη σκηνογραφική ιδέα της Κατερίνας Παπαγεωργίου, τις σχεδόν «ομιλούσες» χορογραφίες της Κατερίνας Ανδριοπούλου και με την αισθαντικότατη σύμπραξη της πρωτοεμφανιζόμενης στο Θέατρο νεαρής Ηλιάνας Παρασκευοπούλου στο ρόλο της Σουλτάνας, θέλω να πιστεύω πως η παράσταση, εκτός από ιστορικό-πληροφοριακό-ψυχολογικό, έχει και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον.
Δ.Β.: Θέατρο. Από το Γιαννάκη το παιδί θαύμα στον Γιάννη του σήμερα.
Γ.Κ.: Νομίζω, χωρίς να το παίζω μετριόφρων, πως ο χαρακτηρισμός «παιδί-θαύμα» ήταν υπερβολικός και μου δόθηκε από τους κινηματογραφικούς παραγωγούς για διαφημιστικούς λόγους. Παιδί-θαύμα ήταν ο Μότσαρτ που έγραφε κοντσέρτα στα 11 χρόνια του. Εγώ ήμουν ένα χαριτωμένο και μάλλον έξυπνο αγοράκι, αλλά όχι και θαύμα! Είχα όμως την τύχη να έχω πολύ καλούς γονείς που με προστάτεψαν από τις παγίδες, και δασκάλους μου τον Μινωτή, τον Κουν, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο… Έτσι, η διαδρομή από τον «Γιαννάκη» μέχρι τον σημερινό Γιάννη ήταν μεν δύσκολη αλλά σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Στα 13 μου χρόνια ο Διαμαντόπουλος με φώναξε μια μέρα στο καμαρίνι του και μου έβαλε το δίλημμα «Τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις, ηθοποιός ή σταρ; Ο σταρ είναι κατοστάρης. Ο ηθοποιός, μαραθωνοδρόμος». Ε, ακόμα τρέχω.
Δ.Β.: Κινηματογράφος. Ακόμα ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στην καλλιτεχνική σας ζωή. Μιλήστε μας για αυτό και για τις σχέσεις σας με τα ιερά τέρατα του χώρου με τα οποία συνεργαστήκατε.
Γ.Κ.: Ήταν η εποχή όχι μόνο της δικής μου αθωότητας, αλλά και του κινηματογράφου και της κοινωνίας ολόκληρης. Πρόλαβα τον κινηματογράφο πριν γίνει βιομηχανία ιλουστρασιόν. Οι περισσότερες από τις ταινίες που έπαιξα έγιναν από «χειροτέχνες» παραγωγούς, όπως ο Μαυρίκιος Νόβακ της «Νόβακ φιλμς», που ήταν παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης των ταινιών του, ενώ ο ένας του γιος χειριζόταν την κάμερα, ο άλλος τον ήχο και η γυναίκα του τηγάνιζε τους κεφτέδες για να φάνε οι ηθοποιοί και το συνεργείο! Και όλοι νιώθαμε σαν μια οικογένεια, οι ανταγωνισμοί και τα βεντετιλίκια δεν είχαν ακόμα κάνει την εμφάνισή τους. Ο Σακελάριος, ο Αυλωνίτης, ο Φωτόπουλος, η Βασιλειάδου, η Χατζηαργύρη, ο Νέζερ, όλοι με είχαν σαν παιδί τους. Μόνο η Βουγιουκλάκη με είχε σαν… αδελφάκι της.
Δ.Β.: Θέατρο ή κινηματογράφος; Πού βρίσκεται τελικά η καρδιά σας; Σκηνοθεσία, ερμηνεία ή συγγραφή;
Γ.Κ.: Πρόκειται για δυο διαφορετικές τέχνες, η καθεμιά έχει τις δικές της ομορφιές και τις δικές της δυσκολίες. Η καρδιά κάθε ηθοποιού χτυπάει πιο δυνατά στο Θέατρο, ίσως επειδή συντονίζεται με τις καρδιές των θεατών που χτυπάνε κι αυτές εκεί, ταυτόχρονα. Στο σινεμά χρειάζεται πιο πολύ μυαλό. Για το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, θεωρώ τον εαυτό μου ηθοποιό. Δηλαδή αν κάποιος ηλίθιος νόμος μου επέβαλλε να διαλέξω, θα θυσίαζα το γράψιμο και την σκηνοθεσία, προκειμένου να κρατήσω το δικαίωμα να παίζω. Ελπίζω όμως να μην ψηφιστεί τέτοιος νόμος, γιατί μάλλον θα βγω στην παρανομία.
Δ.Β.: Σκέψεις και σχέδια για το μέλλον.
Γ.Κ.: Η «Σουλτάνα» συνεχίζεται στην Αθήνα για λίγες ακόμα Κυριακές στο θέατρο «ΟΛΒΙΟ», αλλά έχει ζήτηση και από άλλες πόλεις. Παίξαμε πριν λίγες μέρες στην Πάτρα και θα έρθουμε στην Θεσσαλονίκη στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ στις 11 και 12 Ιανουαρίου. Προγραμματίζουμε επίσης Λάρισα, Γιάννενα και άλλες πόλεις αργότερα. Παράλληλα, κάνω πρόβες στο θέατρο ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ για δύο παραστάσεις. Στα μέσα Ιανουαρίου θα αρχίσει να παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη το «8 τρόποι για να πεις αντίο» της Ιαπωνο-Καναδής Μιέκο Ούσι, όπου σκηνοθετώ και παίζω μαζί με την Κατερίνα Μάντζιου. Είναι μια αληθινή ιστορία από τη ζωή του Βιβάλντι, μια ιστορία αγάπης αλλά και εκπόρνευσης. Και στα τέλη του ίδιου μήνα ανεβαίνει στο ίδιο θέατρο αλλά τα Σαββατοκύριακα το έργο «Με κάρυ και κύμινο» του Ινδού Ρούντρα Αλβάρ, σε σκηνοθεσία του Αυγουστίνου Ρεμούνδου. Σ’ αυτό το έργο κάνω έναν αφοσιωμένο και μυστηριώδη υπηρέτη μιας αριστοκρατικής Ινδικής οικογένειας, που την αποτελούν η Βάνα Παρθενιάδου, η Στέλλα Δρογγίτη, η Σίσσυ Ιγνατίδου και ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, ενώ χορεύει στην παράσταση η Μάτα Μάρα που μας διδάσκει και τις πολύ ιδιαίτερες χορογραφίες, τύπου Bollywood!
Δ.Β.: Σας εύχομαι καλή επιτυχία σε όλα. Θα είμαστε όλοι στη Σουλτάνα στο θέατρο Αυλαία. Σας ευχαριστώ πολύ.
Γ.Κ.: Θα σας περιμένω. Ευχαριστώ.
Δελίνα Βασιλειάδη