Julieta
Σενάριο : Πέντρο Αλμαντόβαρ, Άλις Μούνρο
Σκηνοθεσία : Πέντρο Αλμαντόβαρ
Ηθοποιοί : Αντριάνα Ουγκάρτε, Έμμα Θουάρεθ, Ντάνιελ Γκράο, Ρόσι ντε Πάλμα, Ντάριο Γκραντινέτι
Ξεπερνώντας την ανούσια και μόνο κατ’ όνομα κωμωδία του «Δεν κρατιέμαι» του 2013, ο Πέντρο Αλμαντόβαρ στρέφεται σε 3 ιστορίες της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Καναδής Άλις Μούνρο για να γυρίσει την 34η ταινία του σαν Σκηνοθέτης, συμμετέχοντας στο φετινό Φεστιβάλ Καννών, όπου δέχτηκε μια μάλλον χλιαρή υποδοχή. Η «Χουλιέτα» του παρουσιάζει αρετές και αναμφίβολα είναι από τις πιο σοβαρές ταινίες του. Αρχίζοντας μ’ένα παλλόμενο κόκκινο (χρώμα που εισβάλλει σε πολλά πλάνα του) που θυμίζει καρδιά , η ταινία εξετάζει την σχέση της ώριμης αλλά γοητευτικής Χουλιέτας (πολύ καλή η Έμμα Θουάρεθ) με την ηθελημένα και χωρίς εξήγηση εξαφανισμένης, εδώ και 12 χρόνια κόρης της, Άντια. Γιατί εξαφανίστηκε; Πού βρίσκεται; Γιατί δεν επικοινωνεί μαζί της; Η Χουλιέτα έχει ήδη δεχθεί τρία σοβαρά θανατηφόρα πλήγματα στο παρελθόν. Για τα δύο απ’ αυτά αισθάνεται ενοχές. Το τρίτο θα την φέρει κοντά στον νέο της σύντροφο που την υπεραγαπά τον Λορέντζο (Ντάριο Γκραντινέτι) με τον οποίο νομίζει πως ξαναβρίσκει την δίψα της ζωής. Φευ. Το τραύμα της απολεσθείσης κόρης επανέρχεται τυχαία και την οδηγεί στην απομόνωση ξανά και σ’ ένα τεράστιο φλας μπακ της νεαρής Χουλιέτας (η εκθαμβωτική Αντριάνα Ουγκάρτε), όπου η μνήμη προσπαθεί ν’ απαντήσει σε βασανιστικά ερωτήματα. Το τέλος της ταινίας θα δοθεί ελλειπτικά μέσα στο καταπράσινο ήρεμο τοπίο της Ελβετίας. Άλλωστε και η ίδια η Μούνρο ομολογεί : Υπάρχει κάτι που μεγαλώνει μέσα μου καθώς γερνάω : να δίνω στα έργα μου ευτυχισμένο τέλος. Ο Αλμαντόβαρ από την άλλη, σ’αυτήν του την ταινία απομακρύνεται από το κιτς, το γκροτέσκο χιούμορ και το μελόδραμα (ακόμα και η Ρόσσι ντε Πάλμα, σαν Μαριάν παίζει δραματικό ρόλο) υιοθετεί κάποια Χιτσκοκικά στοιχεία και παρ’ όλους τους θανάτους και τις αρρώστιες που μαστίζουν το στόρι του κατορθώνει να κρατήσει τις ισορροπίες και να κάνει άλλη μια σπουδή πάνω στη γυναικεία ψυχολογία, στη ραγισμένη μητρική καρδιά και στη επίδραση που έχει ένα τραυματικό παρελθόν πάνω στο παρόν και γιατί όχι και στο μέλλον. Σίγουρα θα συγκινήσει.
Η Υπηρέτρια
Σενάριο : Τσαν-γουκ Παρκ, Σέο Κυούνγκ Τσανγκ , από το μυθιστόρημα της Σάρα Γουώτερς
Σκηνοθεσία : Τσαν-γουκ Παρκ
Ηθοποιοί : Μιν-χι Κιμ, Κιμ Ταε-ρι, Τζουνγκ-γου Χα
Ο Νοτιοκορεάτης Τσαν-γουκ Παρκ, κατέλαβε το διεθνές κοινό και τους κριτικούς εξαπίνης με το αριστουργηματικό του Oldboy, το 2005, μεσαία ταινία της Τριλογίας του της Εκδίκησης. Μετά το βαμπιρικό «Δίψα» και το αγγλόφωνό του ανορθόδοξο Stoker, επανήλθε στην Κορέα με την «Υπηρέτριά» του, σε μεγάλη στυλιστική φόρμα, και συμμετείχε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών. Ταινία εποχής που αναφέρεται στην δεκαετία του ’30, όταν η Κορέα βρισκόταν σε Γιαπωνέζικη κατοχή. Χρονικό μεγάλης απάτης όπου κομψευόμενος ψευδοΚόμης – στην πραγματικότητα έμπειρος απατεώνας – έχει βάλει στο μάτι πανέμορφη και πάμπλουτη κληρονόμο που τελεί υπό την προστασία του θείου της, με σκοπό να την παντρευτεί, να καρπωθεί την περιουσία της και μετά να την ξεφορτωθεί. Για τον σκοπό αυτό βάζει σαν προσωπική της υπηρέτρια (ή θεραπαινίδα, καλύτερα, όπως είναι και ο τίτλος της ταινίας) νεαρή, όμορφη κλέφτρα, με σκοπό να της πιπιλίζει το μυαλό για τον έρωτά του, ενώ ο ίδιος αναλαμβάνει χρέη Καθηγητού της, της Ζωγραφικής. Λογαριάζει, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο, που αυτός είναι ο έρωτας. Ταινία που κρύβει ζηλόφθονα τα μυστικά της και που χωρίζεται σε τρία μέρη, υιοθετώντας διαφορετικές οπτικές των γεγονότων, εκπλήσσοντας κάθε τόσο ευχάριστα τον θεατή που απολαμβάνει αυτό το συνεχές παιχνίδι του «είναι» και του «φαίνεσθαι». Με υψηλή αισθητική, αφθονία τολμηρών ερωτικών σκηνών, έξοχη διεύθυνση ηθοποιών και με μια «διεστραμμένη» αίσθηση του χιούμορ στην τελική και μοιραία σύγκρουση του ψευδοΚόμη με τον θείο. Η ερωτική σκηνή του φινάλε, μάλλον περιττή και άσκοπα αβανταδόρικη. Αρκετά φλύαρη και η σεκάνς της καταστροφής της πολύτιμης Βιβλιοθήκης. Παρ’ όλα αυτά θα διασκεδάσετε τα μάλα μ’ αυτό το χρονικό της πολλαπλής απάτης και των εκδικήσεων.
The Neon Demon
Σενάριο : Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν, Μαίρη Λος, Πόλλι Στένχαμ
Σκηνοθεσία : Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν
Ηθοποιοί : Ελ Φάνινγκ, Τζένα Μαλόουν, Κριστίνα Χέντρικς, Κιάνου Ριβς, Ντέσμοντ Χάρινγκτον, Μπέλλα Χιθκόουτ
Όταν η νεοτάτη (16χρονη), φαινομενικά ναίβ και φυσική αγγελικά όμορφη Τζέσσι ( η Ελ Φάνινινγκ είναι να την πιεις στο ποτήρι) φτάνει στο Λος Άντζελες, για να δοκιμάσει την τύχη της, αυτή σχεδόν αμέσως της χαμογελάει. Με την βοήθεια της λεσβίας Make Up Artist Ρούμπι (Τζένα Μαλόουν, στον καλύτερο ρόλο της μέχρι τώρα) και γοητεύοντας τον in φωτογράφο Τζακ (Ντέσμοντ Χάρινγκτον) θα βρεθεί σύντομα στην κορυφή του modelling, σ’ ένα άκρως ανταγωνιστικό χώρο, που λατρεύει το φτιαχτό και το ψεύτικο και περιφρονεί το φυσικό ή το αντιμετωπίζει σαν απειλή. Ο Δανέζικης καταγωγής, Αμερικάνος Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν εντυπωσίασε με την τριλογία του cult, Pusher, ακούστηκε διεθνώς με το δεξιοτεχνικό Bronson, επαινέθηκε υπερβολικά από κοινό και κριτικούς για το πιο mainstream, Drive και κατακεραυνώθηκε για το εξαιρετικό του «Μόνο ο Θεός συγχωρεί» όπου επέστρεφε στο δικό του προσωπικό και οραματικό στυλ: ένα συνδυασμό τελετουργίας, υπερβολικής βίας, σεξ, οπτικής-σχεδόν εξωπραγματικής- πανδαισίας (ο ίδιος πάσχει από αχρωματοψία), περιορισμού των διαλόγων και δραματουργικής χρήσης της μουσικής. Στο The Neon Demon, που προβλήθηκε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, προκαλώντας μεικτές ακραίες αντιδράσεις, φαινομενικά βρίσκεται στο στοιχείο του, καταγγέλλοντας τον κανιβαλιστικό (κυριολεκτικά) κόσμο της Μόδας. Και είναι αλήθεια πως μπορεί και δημιουργεί εκπληκτικές post modern εικόνες (ο ίδιος σχεδίασε την ταινία σαν Επιστημονικής Φαντασίας). Όμως αυτό που καταγγέλλει, φαίνεται τελικά να τον γοητεύει τρομερά, κι έτσι η ταινία χάνει κάτι από την δύναμή της, με αποτέλεσμα να παραμένει ένα φαντασμαγορικό παιχνίδι εικόνων, μακράν απέχοντας της καγχαστικής δύναμης ενός Prêt a porter του Άλτμαν ή του εσωτερικού δράματος Star 80 του Μπομπ Φόσσε, ας πούμε . Μένει μια ολίγον ηδονοβλεπτική οπτικοακουστική πανδαισία, που χάρισε στον σημαντικό κι έμπειρο μουσικοσυνθέτη Κλιφ Μαρτινέζ, επάξια, το Βραβείο Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης στις Κάννες.
ELLE
Σενάριο : Ντέϊβιντ Μπιρκ, Φιλίπ Ντζιγιάν από το μυθιστόρημά του «Ο»
Σκηνοθεσία : Πωλ Βερχόφεν
Ηθοποιοί : Ιζαμπέλ Ιπέρ, Λωράν Λαφίτ, Αν Κονσινί, Σαρλ Μπερλίνγκ, Βιρζινί Εφιρά.
Μαύρη αμόρσα για αρχή και στην ηχητική μπάντα αγκομαχητά και μικροκραυγές. Πόνου; Σεξουαλικής Ηδονής; Το πλάνο ανοίγει σε μια μαύρη γάτα και ύστερα η κάμερα αποκαλύπτει την Μισέλ (Ιζαμπέλ Ιπέρ) να βιάζεται από έναν μασκοφόρο άντρα ντυμένο στα μαύρα, εισβολέα στο μεγαλοαστικό σπιτικό της. Σοκ. Η Μισέλ , σιδερένια διευθύντρια επιτυχημένης Εταιρίας Video Games σεξουαλικού προσανατολισμού, διαζευγμένη και με γιο που έχει ανδρωθεί πια, θα προσπαθήσει ψύχραιμα να ανακαλύψει τον βιαστή της για να πάρει εκδίκηση. Κατά την γνώμη της είναι κάποιος από τους άντρες που την περιβάλλουν. Ποιος, όμως; Έτσι αρχίζει το πανέξυπνο παιχνίδι της γάτας (την προαναφέραμε) και του ποντικού. Μήπως όμως η γάτα που είναι μαύρη, είναι ο βιαστής και όχι ο ποντικός; Και κατά πόσον ο βιασμός δεν προκάλεσε ηδονή στην Μισέλ; Για να θυμηθούμε και τον δικό μας αρχαίο κωμωδιογράφο Μένανδρο ! Σοκ, σεξ, μυστήριο, κωμωδία, βία, δράμα, εκδίκηση, χιούμορ και φαντασίωση στην πρώτη Γαλλόφωνη ταινία του θαλερού και κατ’ εξακολούθηση προκλητικού 77χρονου, Ολλανδού, Πωλ Βερχόφεν. Ναι, του ίδιου που έγινε παγκοσμίως γνωστός με τον υπέροχο «4ο Άνθρωπο», και προκάλεσε διεθνώς τότε, με το κλασικό πια «Βασικό Ένστικτο». Ο ίδιος θέλησε για πρωταγωνίστριά του την Ιζαμπέλ Ιπέρ, γιατί πίστευε ακράδαντα πως μόνο αυτή μπορούσε να βγάλει σε πέρας ένα τέτοιον πολύπλοκο ψυχολογισμό, όπως αυτόν της Μισέλ. Και δικαιώθηκε πλήρως, γιατί η Ιπέρ μεγαλουργεί στον ρόλο της, σε μια από τις πιο «ένοχα» απολαυστικές ταινίες της χρονιάς, που μπήγει, δευτερευόντως, το μαχαίρι στον Ευρωπαϊκό Αστισμό και Καθωσπρεπισμό. Δικαίως η ταινία αποθεώθηκε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών.
Τόνι Έρντμαν
Σενάριο : Μάρεν Άντε
Σκηνοθεσία : Μάρεν Άντε
Ηθοποιοί : Πέτερ Σιμονίτσεκ, Σάντρα Χιούλερ, Μάικλ Γουίντερμπορν
Μια ξεκαρδιστική Κωμωδία από την Γερμανία; Με το ευαίσθητο θέμα τις επανασύνδεσης ενός Πατέρα με την αποξενωμένη ενήλικη Κόρη του; Είναι ποτέ δυνατόν; Κι όμως είναι ! Η Μάρεν Άντε, γνωστή κυρίως για τις παραγωγές της, με την 3η της μόλις ταινία μεγάλου μήκους σαν σκηνοθέτης, σπάει τα στεγανά, βρίσκεται ανέλπιστα, ακόμη και από την ίδια, στο Φεστιβάλ Καννών και γίνεται the talk of the town, όπου οι πάντες ποντάρουν στην επιβράβευσή της στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα. Τελικά έφυγε με άδεια χέρια. Βλέπετε οι καθαρόαιμες κωμωδίες, ακόμα κι αν έχουν αποχρώσεις μελαγχολίας, είναι γεμάτες τρυφερότητα και κτυπάνε το καμπανάκι για την απομόνωση όπου όλο και περισσότερο βυθίζεται ο σημερινός Ευρωπαίος πολίτης, δεν πολυγεμίζουν το μάτι μιας Κριτικής Επιτροπής του πιο διάσημου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του κόσμου. Κρίμα. Έτσι, λοιπόν ο Πατέρας Βίνφριντ Κονράντι, που αντιλαμβάνεται πως η εργαζόμενη κόρη του Ινέζ, κάθε άλλο παρά ευτυχισμένη είναι, κι ας ισχυρίζεται η ίδια το αντίθετο, αποφασίζει να επέμβει στην ζωή της μεταμορφωμένος σε πλακατζή Τόνι Έρντμαν, για να την χαλαρώσει λίγο από την απαιτητική της δουλειά και να της ξαναδώσει λίγη χαρά στην ζωή. Φτάνει μέχρι του σημείου να μεταμφιεστεί σε τρίμετρο απροσδιόριστο μαλλιαρό ζώο, που εισβάλλει απροειδοποίητα στο Πάρτι Γενεθλίων (από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας), που εντωμεταξύ έχει μετατραπεί σε Πάρτι Γυμνιστών. Η Άντε φαίνεται να έχει απόλυτο έλεγχο του υλικού της και χωρίς να καταφεύγει σε γλυκερότητες και άσκοπες συναισθηματολογίες, καταφέρνει να παραδώσει μια από τις πιο feel good ταινίες της χρονιάς. Θα βγείτε με άλλη διάθεση μέσα από την αίθουσα. Δίκαιο, λοιπόν, και το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών FIPRESCI στις Κάννες, που αποδείχθηκαν πιο τολμηροί από την Κριτική Επιτροπή.
Αχιλλέας Ψαλτόπουλος