Τι μπορεί να συμβεί όταν μια κυβέρνηση αποφασίζει να πουλήσει σε ιδιωτικές εταιρείες τον φυσικό πλούτο μιας περιοχής; Η τουρκική ταινία «Μια χούφτα γενναίοι άνθρωποι» αναφέρεται σε μια τέτοια περίπτωση και συγκεκριμένα στις κοιλάδες Σενόζ, Ικίζντερε και Φιντικλί της Μαύρης Θάλασσας, των οποίων τα ποτάμια αποφάσισε να νοικιάσει η τουρκική κυβέρνηση σε ιδιώτες που θα τα εκμεταλλεύονται για τα επόμενα 49 χρόνια. Σύμφωνα με τις αρχές πρόκειται για ένα αναγκαίο μέτρο που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη και την ενεργειακή αυτονομία της Τουρκίας. Οι κάτοικοι όμως του Φιντικλί, βλέποντας την περιβαλλοντική καταστροφή στις δυο άλλες περιοχές, αποφασίζουν να αντισταθούν και η ταινία παρακολουθεί για τρία χρόνια την εκστρατεία των κατοίκων του Φιντικλί ενάντια στο κράτος και τις επιχειρήσεις, τους αγώνες μιας χούφτας γενναίων ανθρώπων που υπερασπίζονται τόσο το δικό τους παρόν όσο και το μέλλον των παιδιών τους.
Αρκετές φορές, βέβαια, αντί για το κράτος και την ανάπτυξη της χώρας μπορεί να έρθει κανείς αντιμέτωπος με επιχειρηματίες ή εταιρείες που ενδιαφέρονται μόνο για το κέρδος. Έτσι οι κάτοικοι μιας ήρεμης και όμορφης περιοχής της Σκοτίας βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Αμερικανό εκατομμυριούχο Ντόναλντ Τραμπ, που θέλει να κατασκευάσει ένα πολυτελές γήπεδο γκολφ στην περιοχή τους. Ο Βρετανός σκηνοθέτης Άντονι Μπάξτερ καταγράφει το χάσμα ανάμεσα στον Τραμπ -ένα μέλος του διεθνούς «τζετ σετ», της ομάδας δηλαδή των πλουσίων εκείνων που μετακινούνται αεροπορικώς ανά τον πλανήτη παίζοντας γκολφ ή κάνοντας σκι σε κοσμικά θέρετρα- και στους Σκοτσέζους που αρνούνται να ξεπουλήσουν τον τόπο τους. Κι αυτό παρά τις συνεχείς νομικές απειλές, αλλά και τις παρενοχλήσεις από τις ομάδες ασφαλείας του υπό κατασκευή γηπέδου, οι οποίες φθάνουν ως και τη διακοπή της παροχής νερού και ηλεκτρικού ρεύματος. Όλα αυτά όχι σε κάποια τριτοκοσμική χώρα, αλλά σε μια -κατά τα άλλα- πολιτισμένη και ευνομούμενη Ευρώπη. Ο τίτλος της ταινίας «Σας έκαναν τράμπα» παίζει εμφανώς με το όνομα του εκατομμυριούχου, αλλά και τις λέξεις tramp και trump, που σημαίνουν μεταξύ άλλων πλάνης, αγύρτης και κατασκευασμένη δικαιολογία για εξαπάτηση.
Αν, όμως, οι δυο αυτές περιπτώσεις αφορούν σε μικρές κοινότητες, οι «Πικροί σπόροι» του Μιτς Πέλεντ αναφέρονται στο σύνολο σχεδόν των Ινδών χωρικών που βρίσκονται στο επίκεντρο της προσπάθειας εταιρειών, όπως η διαβόητη Monsanto, που επιδιώκουν να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων. Η Monsanto, η οποία κατέχει τις πατέντες γενετικά τροποποιμένων φυτών -και διαθέτει τους σπόρους της μαζί με τα απαραίτητα φυτοφάρμακα- υποστηρίζει ότι θα λύσει το επισιτιστικό πρόβλημα της ανθρωπότητας, αλλά οδηγεί τους αγρότες στην υπερχρέωση και στο θάνατο. Σήμερα, στην Ινδία κάθε μισή ώρα ένας αγρότης βυθισμένος στα χρέη και ανήμπορος να συντηρήσει την οικογένειά του αυτοκτονεί, ενώ κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι και οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες δεν θα έχουν το άδοξο τέλος των ποικιλιών της αλήστου μνήμης «πράσινης επανάστασης», που πριν από 30 περίπου χρόνια υποσχόταν να λύσει το επισιτιστικό πρόβλημα της ανθρωπότητας και ιδιαίτερα των υπό ανάπτυξη χωρών. Στην πραγματικότητα, η δημιουργία των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών αποτελεί ένα μονοπώλιο που, ενώ εκμεταλλεύεται τους φυτικούς πόρους του πλανήτη και ιδιαίτερα των φτωχών χωρών, υποχρεώνει τους φτωχούς να αγοράζουν κάθε χρόνο τους σπόρους που εν μέρει τους ανήκουν, καταδικάζοντάς τους στην υποτέλεια.
Ελένη Ανδρικοπούλου