Το έργο Ολεάννα, ίσως ένα από τα πιο προκλητικά κείμενα του Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Μάμετ, επέλεξε να ανεβάσει η ομάδα Passatempo στην ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΑΛΙΑ, Αμαλίας 71, τηλ. 2310 821483), σε μετάφραση και σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή.
Πρόκειται για έναν αγώνα, μια μάχη μέχρις εσχάτων, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, την Κάρολ και τον Τζον, μια γυναίκα κι έναν άνδρα, μια φοιτήτρια και τον καθηγητή της, με αφορμή το αμφιλεγόμενο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Ο συγγραφέας, όμως, δεν μένει μόνο στα γεγονότα. Δεν στοχεύει μόνο στην παρουσίαση των καταστάσεων ή των πράξεων των ηρώων του, αλλά προχωρά βαθύτερα, επιδιώκοντας να κάνει τους θεατές κοινωνούς των συναισθημάτων, των πιο μύχιων σκέψεων, αλλά και των απώτερων κινήτρων των δύο μονομάχων, εγείροντας το καίριο ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη ή όχι μιας μόνης αντικειμενικής και αληθινής πραγματικότητας. Ωστόσο, η σκηνοθέτιδα από την αρχή της παράστασης επιτρέπει στο κοινό να αντιληφθεί το τι θα επακολουθήσει, καθώς αμέσως, από τις πρώτες κιόλας ατάκες της Κάρολ, η ιδιοσυγκρασία της αποκαλύπτεται σε μεγάλο βαθμό.
Η Κάρολ, ένα άτομο μπερδεμένο, αμφιλεγόμενης σεξουαλικότητας, με πολλά συμπλέγματα λόγω καταγωγής και τάξης, χαμηλής κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης, από την αρχή επιδεικνύει την αδυναμία της να αντιληφθεί και να κατανοήσει οτιδήποτε απέχει έστω και ελάχιστα από αυτό που η ίδια θεωρεί, με βάση αυτά που έχει μάθει, γνωρίζει και πιστεύει, ως πολιτικά ορθό. Η επαναλαμβανόμενη φράση της «Δεν καταλαβαίνω» δε σημαίνει πως η Κάρολ είναι ένα χαμηλής ευφυΐας πρόσωπο, αλλά απλώς ένα άτομο στενόμυαλο, που απορρίπτει ως μη κατανοητό και δύσκολο οτιδήποτε δεν συμβαδίζει με τα όσα ήδη πιστεύει. Ουσιαστικά, η ίδια η πολιτική της ορθότητα είναι το εμπόδιο της Κάρολ για να προοδεύσει και να μάθει, κάτι που -με βάση τα λεγόμενά της- είναι ο μοναδικός της στόχος. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η φοιτήτρια κινείται ενάντια στον καθηγητή της. Επειδή, ενώ αυτός οφείλει –σύμφωνα με τη σκέψη της Κάρολ- να εμπίπτει στον ορισμό του «πολιτικά ορθού», τον οποίο η ίδια η Κάρολ (ή η τάξη ή το φύλο ή, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «η ομάδα» της) έχει θεσπίσει, τελικά ο καθηγητής (ο ασφαλής, ο εξασφαλισμένος, με κάποιο κοινωνικό status, με εξουσία και καλή δουλειά, αυτός που ετοιμάζεται να μονιμοποιηθεί και να αγοράσει ένα πολύ καλό, όμορφο σπίτι για την οικογένειά του) δεν το κάνει.
Ο Τζον είναι ένας αρκετά φιλελεύθερος και μορφωμένος εκπαιδευτικός, που προσπαθεί με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο να προσεγγίσει τους μαθητές του, είτε με το χαμόγελο κι έναν καλό λόγο αντιδρώντας στην πολιτικά ορθή κι επιβεβλημένη απόσταση μεταξύ καθηγητή – φοιτητή είτε σπάζοντας κάποιους κανόνες και δίνοντας δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες σε φοιτητές που δεν τα καταφέρνουν με την πρώτη. Αυτή η «άρνηση» των ήδη θεσπισμένων κανόνων είναι που αδυνατεί η Κάρολ να κατανοήσει, επειδή συνεπάγεται παρέκκλιση από την πολιτική ορθότητα που έχει στο μυαλό της. Και εξαιτίας αυτού δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική και ουσιαστική επικοινωνία ανάμεσα στους δύο ήρωες. Για τον ίδιο λόγο, επίσης, η Κάρολ, όταν αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται να αλλάξει ο Τζον συμπεριφορά, καταφεύγει στην επίθεση, στοχεύοντας να τον εξαναγκάσει σε μια αναθεώρηση της σκέψης και της δράσης του, να καταστρέψει, ουσιαστικά, τον τρόπο ζωής του, που η ίδια θεωρεί ότι ο καθηγητής της, εφόσον φέρεται και σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο, δεν πρέπει, δεν δικαιούται να έχει. Και οι δύο ήρωες πράττουν με γνώμονα το τι θεωρούν ορθό. Επειδή, όμως, οι δύο κόσμοι τους δεν έχουν κανένα κοινό τόπο, τελικά η κατάσταση καταλήγει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.
Ενδιαφέρουσα η ιδέα η Κάρολ (Νανά Παπαγαβριήλ) να βρίσκεται στη σκηνή και να περιμένει τον καθηγητή πριν από την έναρξη της παράστασης, από την ώρα που οι θεατές μπαίνουν στο θέατρο. Καλή η χημεία μεταξύ των δύο ηθοποιών, οι οποίοι έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, ενώ ο Γιάννης Μόχλας ερμήνευσε το ρόλο του Τζον με ειλικρίνεια και ένταση.
Δελίνα Βασιλειάδη