Paulos Paulidis

Παύλος Παυλίδης: Καμιά φορά όταν ξυπνάω, ακούω φωνές, παραμιλάω…

Συνέντευξη στον Κώστα Καρδερίνη

Paulos Paulidis

Αφορμή γι’ αυτήν την κουβέντα η επερχόμενη διπλή εμφάνιση στο CLUB ΜΥΛΟΥ, Παρασκευή 2 και Σάββατο 3 Μαρτίου. Το αποτέλεσμά της αναπάντεχο, όπως θα διαβάσετε. Περιβόλι συνειρμών, ιδεών και συναισθημάτων.

Γεννήθηκες στη Βέροια και έζησες στη Θεσσαλονίκη. Μίλησέ μας για τους ιδιαίτερους δεσμούς που έχεις με τις δυο αυτές πόλεις…
Γεννήθηκα στη Βρέμη της Γερμανίας. Δεν έχω αναμνήσεις από κει. Μόνο κάτι φωτογραφίες που με δείχνουν βρέφος να κοιτάω με απορία μια Γερμανίδα κυρία που δε γνώρισα ούτε θα γνωρίσω ποτέ. Μετά από λίγο βρέθηκα στη Βέροια με τον παππού μου και θυμάμαι στο φράχτη του μία δεκάρα (τρύπιο νόμισμα της εποχής) κάτι σαν το σημερινό ευρώ, μόνο που τότε η τρύπα φαινότανε.
Μέχρι την εφηβεία μου έζησα όπως τα παιδιά στην ταινία του Αβδελιώδη Το δέντρο που πληγώναμε (1986). Σίγουρα θα την ξέρεις. [Είμαι φαν του Αβδελιώδη, απαντώ]. Η Θεσσαλονίκη είναι η χώρα της περιπέτειας με την περιβόητη ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’80. Πολύ καινούργιες ξένες μουσικές και ατέλειωτες βραδιές στα προβάδικα. Πολύ απ’ όλα. Η Βέροια είναι κάτι σαν παιδικός έρωτας που δεν χάνεται ποτέ. Η Θεσσαλονίκη είναι ακόμη σα να μου λέει: αν δεν ξαναφύγεις θα με χάσεις για πάντα.

Ποια ήταν τα πρότυπά σου όταν ξεκίνησες το μουσικό σου ταξίδι;
Όταν ξεκίνησα υπήρχαν δισκοπωλεία στη Βέροια. Οι βιτρίνες τους είχαν από Τομ Γουέιτς έως και Άκη Πάνου. Μπορούσες να βρεις το Χαμόγελο της Τζοκόντας δίπλα στους Ramones. Μπερδεύονταν όλ’ αυτά στο κεφάλι μου. Αλλά έτσι κι αλλιώς οι στίχοι ήτανε η δική μου προτεραιότητα. Μετά, στη Θεσσαλονίκη, υπήρχαν τα πάντα. Ανακάλυπτα τη μουσική μέσα απ’ τις πολλές διασκευές που κάναμε με τα Μωρά στη Φωτιά. Από Dead Kennedys μέχρι Τζούλιαν Κόουπ.
Έπειτα, παραδόξως στο Παρίσι, παίζοντας στα ελληνικά εστιατόρια και αντικαθιστώντας άλλους φίλους μουσικούς, ανακάλυψα τα αριστουργήματα της λαϊκής μουσικής και τα ρεμπέτικα. Κι έμεινα άναυδος από τις συνθέσεις πολλών λαϊκών και “τουριστικών” -όπως τα έλεγαν υποτιμητικά- τραγουδιών. Αληθινά πανεπιστήμια της αρμονίας και των ρυθμών. Πού να προλάβεις να αποκτήσεις πρότυπα;

Paulos Paulidis

Τι μουσικές ακούει ο Παύλος Παυλίδης τώρα;
Εξακολουθώ ν’ ακούω πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους. Δεν είμαι φανατικός κάποιου είδους. Τα τελευταία χρόνια άκουσα πολλή μουσική που στηρίχτηκε σε ακουστικά όργανα. Είχα χορτάσει ηλεκτρονικό ήχο τη δεκαετία του ’90. Ο τελευταίος δίσκος που αγόρασα ήταν του Μπάρι Άνταμσον.

Οι στίχοι σου είναι κινηματογραφικοί, ενίοτε και οι τίτλοι (B-Movies, Νοσφεράτου, Super Star, Αυτό το πλοίο που όλο φτάνει). Γράφεις εικόνες θα έλεγα. Σ’ αρέσει το σινεμά;
…τη βλέπω κατεβαίνει στέκεται στο σκαλί και χάνεται για πάντα στου κόσμου τη βουή… Διονύσης Σαββόπουλος [Είδα την Άννα κάποτε]. Δεν είμαι και ο μόνος που γράφει κινηματογραφικά. Για τη γενιά μου, που έζησε την τηλεόραση πριν την ψευτοελευθερία της ιδιωτικής εκδοχής της, τα αφιερώματα του Μπακογιαννόπουλου -δεν έχω κουραστεί να το λέω- ήταν παράδεισος. Στη Βέροια δεν υπήρχε άλλος τρόπος να δεις Τριφό, Ταρκόφσκι ή τα άπαντα κάποιου σκηνοθέτη.

Αυτή η μελαγχολία που τραγουδάς και εκφράζεις από πού πηγάζει και πώς την προσδιορίζεις;
Εγώ τη ζω ως νοσταλγία. Δεν έχω αποφασίσει ποια απ’ τις δύο είναι χειρότερη. Εννοώ η νοσταλγία ή η μελαγχολία.

Έχεις κάποια ξεχωριστή σχέση με τη θάλασσα (Αυτό το πλοίο…, Κοραλλένιος βυθός, Πέλαγος II); Πες μια ιστορία προσωπική θαλασσινή.
Τον Σεφέρη δεν τον αγάπησα για τη θάλασσα, αλλά για την Άλλη Θάλασσα [Αντιγράφω από το Μυθιστόρημα: Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες]. Τον Καββαδία επίσης όχι για τη θάλασσα, αλλά για την πορεία του που λεγόταν Λι, ανάμεσα στο διάβολο και τη βαθιά γαλάζια θάλασσα (1995). Ωραία ταινία επίσης. [Το ξέρεις ότι ο Αγγελόπουλος την τελευταία ανολοκλήρωτη ταινία του την ονόμασε Η Άλλη Θάλασσα; τον ρωτώ.] Όχι εννοώ τον Σεφέρη, για τον Αγγελόπουλο δεν το ήξερα.

Paulos Paulidis

Πώς βλέπεις τα κύματα-κινήματα των αγαναχτισμένων και τους αντάρτες πόλεων; Υπάρχει διέξοδος; Η κρίση είναι πολιτική ή πολιτιστική και πνευματική;
Μια που μιλάμε για ταινίες θα σου θυμίσω την ταινία του Φασμπίντερ Η Τρίτη Γενιά (1979). Όπου σατιρίζοντας δείχνει πώς γίνονται, ακόμη κι άθελά τους, υποχείρια της εξουσίας ομάδες σαν την Μπάαντερ-Μάινχοφ του τρομοκρατικού παρελθόντος της Γερμανίας. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό που έγραφε η διαφημιστική αφίσα της ταινίας: Εγώ δε ρίχνω μπόμπες, φτιάχνω ταινίες. [Οι ταινίες του Ράινερ Βέρνερ είναι βόμβες.]
Λυπάμαι που ονομάζουμε κρίση τα σημερινά αποτελέσματά της. Τώρα που έπεσαν οι μάσκες που φοριόντουσαν επί τρεις δεκαετίες όχι μόνο σ’ αυτήν τη χώρα, η παγκοσμιοποίηση της τοκογλυφίας δεν έχει πια ανάγκη από προσωπείο, μια που η πρόσβαση στη γνώση είναι εφικτή από τους πάντες με ένα απλό enter. Και τώρα, πιασμένοι όλοι μας στη φάκα, ακούμε να αναλύουνε πάνω απ’ το κεφάλι μας το μηχανισμό της. Το χειρότερο (που θέλουν) είναι να πιστέψουμε πως όλα είναι μη αναστρέψιμα. Πνευματικός ήταν και είναι ο πόλεμος.

Πώς βλέπεις τη μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης; Γίνονται πράγματα;
Σ’ όλες τις πόλεις γίνονται πράγματα. Τα πιο ενδιαφέροντα, μάλιστα, από ομάδες που δεν ενδιαφέρονται για τη δημοσιότητα που θ’ αποκτήσουνε μέσω της μουσικής τους. Αν τα αγγλόφωνα ελληνικά συγκροτήματα αποφάσιζαν να τα πουν στα ελληνικά, θα ζούσαμε μία νέα χρυσή εποχή αυτού που αποκαλούμε “ελληνικό τραγούδι”.

Ποιοι είναι σήμερα οι B-Movies;
Είναι ο Αλέκος Σπανίδης στα τύμπανα, ο Τόλης Δεληγιάννης στο μπάσο, ο Θανάσης Τζίγκοβιτς στην ηλεκτρική κιθάρα και ο Ορέστης Μπενέκας στα πλήκτρα.

Υπάρχουν σχέδια για ένα επόμενο cd;
Με τους B-Movies φτιάχνουμε τώρα τον πιο ομαδικό μας δίσκο. Ελπίζω πως θα είναι έτοιμος αρχές του καλοκαιριού.

Αφιέρωσέ μας ένα στίχο από κάποιο επόμενο κομμάτι.
Καμιά φορά όταν ξυπνάω, ακούω φωνές, παραμιλάω…