“Πέρασαν χρόνια κι η καρδιά μου πια δεν κλαίει. Μόνο μεθάει και θυμάται και γελά”. Συμβαίνει στη ζωή. Ισχύει για να συνεχίσουν οι άνθρωποι το δρόμο τους. Χάνουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τους κοντινότερους συγγενείς τους, τους καλύτερους φίλους τους, αλλά δεν σταματούν. Δεν γίνεται να μην προχωρήσουν. Το κλάμα των πρώτων ημερών και ετών δίνει τη θέση του στην όμορφη μνήμη, στη μέθη των ευχάριστων στιγμιοτύπων από όσα πέρασε κανείς, ακόμα και στο γέλιο: “Ρε τον μπαγάσα, κάτι ήξερε κι έφυγε! Τουλάχιστον δεν έζησε το χάλι που ερχόταν, τη σήψη, τον εξευτελισμό, την εποχή των ασεβών έναντι της ιστορίας, της κοινωνίας, της ηθικής, της αισθητικής μας”. Ναι, το λέμε αυτό για τον Τάσο Μιχαηλίδη, που θυμόμαστε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες για όσα μας (και σας χάρισε) με το πρωτοπόρο κι ευρηματικό πνεύμα του ως και την 14η Ιουνίου του 2000…
“Πέρασαν χρόνια και κατάλαβα τι φταίει που όλοι δειλιάζουμε μπροστά στην ομορφιά”. Δεν αντέχουμε συχνά τόση ευτυχία, έστω μέσα από τα μικροπράγματα, που αυτά (και μόνο;) είναι που ομορφαίνουν την ύπαρξή μας. Γκρινιάζουμε, ζητάμε -φυσιολογικά- το καλύτερο, αλλά αρνούμαστε να αντιληφθούμε ότι συνήθως το σήμερα είναι καλύτερο από το αύριο, όπως και το χθες μάλλον υπερείχε του σήμερα κ.ο.κ. Η ομορφιά μπορεί να είναι πλάι μας, μπροστά μας, πίσω μας κι εμείς να μη στρέφουμε το κεφάλι για να τη δούμε, να μην εστιάζουμε πάνω της. “Πολύ όμορφη για σένα” λεγόταν μια εξαίρετη ταινία του Μπερτράν Μπλιέ, που γυρίστηκε καμιά 25αριά χρόνια πριν και επιβεβαιώνει τα παραπάνω…
“Πέρασαν χρόνια κι η ψυχή μου πια το ξέρει: Όσοι φτερούγισαν και πήγαν πιο ψηλά ήταν ανάξιοι ρηχοί και τιποτένιοι”. Η εξουσία έχει την ικανότητα να διαφθείρει, να αλλοτριώνει, να βγάζει το χειρότερο εαυτό. Μήπως όμως και να διαλέγει πού δίνεται; Άραγε είναι τυχαίο ότι οι πλέον ελλιποβαρείς την κατακτούν πια ολοένα και πιο τακτικά; Αναζητείστε και αναρωτηθείτε. Δεν είναι και μαθηματική εξίσωση! Ποιοι αναρριχώνται στην κορυφή, με τι τρόπο και ποιες συμπεριφορές; Με πόσους φραγμούς στα μακιαβελικά τους πιστεύω; Με τι αντιμετώπιση των ζωών των άλλων; Πού δίνοντας λογαριασμό και σκύβοντας το κεφάλι; Υπάρχουν πάντα οι ίδιοι αφεντάδες…
“Αχ, πόσο γρήγορα αυτή η ζωή διαβαίνει! Όλοι επιστρέφουμε μια μέρα στη σιωπή. Μόνο η βλακεία μας αιώνια παραμένει”. Δεν νομίζω ότι απαιτείται οποιοσδήποτε συμπληρωματικός σχολιασμός από τον γράφοντα για μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες που έχουν ειπωθεί ποτέ τραγουδιστά! Το κείμενο που διαβάζετε γράφτηκε με σπονδυλωτή μορφή, αρπάζοντας αφορμή για κάθε του παράγραφο από τους στίχους (που ποτέ δεν ήταν τρύπιοι, δεν είχαν μισόλογα και δεν σαλιάριζαν) του μεγαλύτερου ρόκερ που γνώρισε αυτός ο τόπος και αυτή η χώρα, του Γιάννη Αγγελάκα. Πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα του τελευταίου του βιβλίου / δίσκου: η αναφορά έχει να κάνει με το κομμάτι Πόθοι που εμπεριέχεται στη Γελαστή ανηφόρα. Από μας αρκεί μια βαθιά υπόκλιση…
Δημοσθένης Ξιφιλίνος
Υ.Γ. “Έχω βαρεθεί τον Αγγελάκα να βγάζει τόσο καλή μουσική. Βγάλε ρε Γιάννη κάτι μέτριο, έτσι για αλλαγή”: είναι ένα σχόλιο κάποιου χρήστη στο διαδίκτυο μετά το άκουσμα ενός άλλου τραγουδιού του Αγγελάκα, που έχει τίτλο Ευγνωμοσύνη. Εκεί ο δημιουργός χρησιμοποιεί σατιρικά, σουρεαλιστικά, μπουνιουελικά, σαρκαστικά τη λέξη και το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης. Όσοι πάντως μεγαλώσαμε με ένα γκρουπ που ξεκίνησε μια τριακονταετία πίσω σε τούτη την Παράξενη πόλη να μοιράζεται μαζί μας την Ταξιδιάρα ψυχή των μελών του τη νιώθουμε στ’αλήθεια. Ευγνωμοσύνη που κάποιος τολμά να ουρλιάζει μέσα από τα στήθια και τα σωθικά του “Στείλε μου αν θέλεις λίγη, μόνο λίγη, τόση δα δικαιοσύνη και για μένα”…