Η εξαφάνιση της τυχερόπιτας είναι το δεύτερο παιδικό μυθιστόρημα της πολυσχιδούς Πέρσας Σούκα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gema και από τις αρχές του χρόνου βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Πίσω του βρίσκεται η γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα Πέρσα Σούκα, που κατάγεται από την Άρτα και είναι κόρη του μουσικοσυνθέτη Τάκη Σούκα. Σπούδασε πιάνο και φωνητική στο Ελληνικό Ωδείο και είναι απόφοιτη της δραματικής σχολής του Γιώργου Θεοδοσιάδη, με σημαντικούς δασκάλους, όπως η Ελένη Χατζηαργύρη και ο Δάνης Κατρανίδης. Εργάστηκε στην τηλεόραση παρουσιάζοντας τις Μουσικές συναντήσεις (ΝΕΤ) και παίζοντας σε δραματικές σειρές (ANT1 και ET1). Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου. Τραγούδησε σε μουσικές σκηνές και κυκλοφόρησε το πρώτο της CD (Μ’ ένα ονειροπλάνο), γράφοντας η ίδια στα περισσότερα τραγούδια μουσική και στίχους. Στον τελευταίο δίσκο του Στέλιου Καζαντζίδη Τραγουδώ, συμμετείχε γράφοντας στίχους στο τραγούδι Σήμερα, ενώ το 2005 ερμήνευσε δύο τραγούδια στο CD Αψέντι, σε στίχους Κώστα Μπαλαχούτη και μουσική Τάκη Σούκα. Είναι παντρεμένη με τον μουσικό Γιάννη Διώχνο και έχουν μια κόρη πεντέμισι ετών. Το 2006 εξέδωσε το νεανικό μυθιστόρημα Musicarton – Ο Ρωμανός και το μυστήριο της Ονειρίας (εκδόσεις Ηλιοτρόπιο), ενώ αρθρογραφεί στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο για μουσικά θέματα.
Οι καταβολές της εξηγούν την πορεία που καταγράφεται παραπάνω. Πατέρας της είναι ο 73χρονος αεικίνητος, σεμνός και σπουδαίος Τάκης Σούκας, μέλος της ομώνυμης μεγάλης ηπειρώτικης μουσικής οικογένειας (γιος του Φώτη και εξάδελφος των Βαγγέλη, Βασίλη και Κώστα Σούκα). Γνωστή είναι η δήλωση του Στέλιου Καζαντζίδη ότι η αναγέννησή του στο τραγούδι «οφείλεται στον Τάκη Σούκα, που τον θεωρώ ό,τι καλύτερο υπάρχει σήμερα στο ελληνικό τραγούδι».
«Αφάνταστα πολλές οι επιρροές από τις μουσικές ρίζες του πατέρα μου»
Βαριά η κληρονομιά για την Πέρσα Σούκα, μοιραία κάνει τη συζήτησή μας να ξεκινά από εκεί. «Είναι απλό και δύσκολο ταυτόχρονα. Οι επιρροές από τις δημοτικές και λαϊκές μουσικές ρίζες του πατέρα μου είναι αφάνταστα πολλές» λέει χαμογελώντας αμήχανα. «Ο πατέρας μου είναι ένας παραδοσιακός πατέρας και οικογενειάρχης, με τα φτερά μονίμως απλωμένα, μια στέγη που λατρεύει την οικογένεια, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η μουσική είναι μια μεγάλη αγάπη του, δεν παύει να ασχολείται μαζί της, δεν εφησυχάζει και είναι ενεργός, έχοντας πάντα τις φιλοδοξίες του». Απόδειξη στα παραπάνω αποτελεί το γεγονός ότι εργάζεται σε Αθηναϊκή μουσική σκηνή, ενώ η κόρη δίνει και την είδηση: «Ο Σπύρος Παπαδόπουλος έφτιαξε ένα αφιέρωμα στη Σώτια Τσώτου, όπου συμμετέχει και ο πατέρας μου. Είναι μέσα σε όλα και για όλους» λέει και συνεχίζει: «Έτσι, θέλουμε / δεν θέλουμε στρεφόμαστε προς τη μουσική… Όταν έχεις τόσα μουσικά όργανα στο σπίτι, αποκλείεται να μην ασχοληθείς έστω κι από περιέργεια. Ακούγοντάς τον να συνθέτει, σου εξάπτεται η φαντασία. Οι γονείς μου με έβαλαν από έξι χρονών στη μουσική και το ίδιο θέλω να κάνω με την κόρη μου, να έχει μια μουσική γνώση, άσχετα αν θα ακολουθήσει επαγγελματική πορεία. Όταν η ρίζα είναι τόσο βαθιά, από παππούδες και προπάππους, είναι για μας επιβεβλημένο το να ξέρουμε κάποια βασικά πράγματα. Άλλωστε είναι και ο άντρας μου μουσικός και ηχολήπτης και πάντα θέλουμε δίπλα και γύρω ανθρώπους με μουσική και πολιτιστική γνώση».
«Καμία σύγκριση με το… έτοιμο φαγητό των οπτικών μέσων»
Περνώντας στα του δεύτερου βιβλίου που κυκλοφορεί εδώ και λίγους μήνες, η συγγραφέας λέει: «Είναι πρώτιστα αστυνομικό, καθώς από παιδί λάτρευα τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Μέσα από τις σπουδές θεάτρου διάβασα πάρα πολλούς θεατρικούς συγγραφείς, αλλά η παιδική ψυχή μου σε συνδυασμό με τη γέννηση της κόρης μου, μου άνοιξε νέους ορίζοντες. Χαρακτηριστικό είναι το ότι δεν είχα ιδέα από μαγειρική, αλλά με τη γέννησή της έμαθα να μαγειρεύω σχεδόν τόσο καλά όσο και ο καταπληκτικός μάγειρας άντρας μου. Αυτό υπεισέρχεται στο βιβλίο και νομίζω ότι μαγειρική και αστυνομικό έδεσαν πολύ καλά. Είναι αστυνομικό μυθιστόρημα με μάγους της μαγειρικής –και με κεντρικό ήρωα έναν μικρό Πουαρό -που εξάπτει την παιδική φαντασία, αφού η μαγειρική είναι πεδίο που αρέσει στα παιδιά».
Δύσκολοι καιροί για το βιβλίο, ωστόσο η συγγραφέας εκτιμά ότι “ο κόσμος γυρίζει σ’ αυτό» και παραθέτει ενδιαφέρουσες σκέψεις: «Προσφέρει πολλά, ειδικά σε σχέση με το… έτοιμο φαγητό των οπτικών μέσων δεν υπάρχει καμία σύγκριση. Μπορούμε να αγοράσουμε ένα παιχνίδι λιγότερο για το παιδί και με τα χρήματα που θα μείνουν να του πάρουμε βιβλίο. Θα του δώσει πνευματική τροφή, μηνύματα, συμπεριφορές, προσανατολισμούς, ιδέες. Το παιχνίδι σύντομα θα το έχει βαρεθεί, ενώ το βιβλίο θα του ανοίξει δρόμους και θα το στείλει λίγο παραπέρα. Να μάθουν οι γονείς ότι το βιβλίο είναι βασική ανάγκη και μέσα από αυτό εξελίσσεται το παιδί».
Κλείσαμε τη συνομιλία μας ανιχνεύοντας το ζοφερό σκηνικό γύρω. «Τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα, ο τρόπος ζωής που ξέραμε δεν υπάρχει πια, όλοι δυσκολευόμαστε και κόβουμε τα περιττά. Ειδικότερα στην Αθήνα η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην, τα πράγματα είναι πια τραγικά» λέει η Πέρσα Σούκα, προσθέτοντας: «Ωστόσο θέλω να πιστεύω ότι θα καλυτερέψει το πράγμα, αν και έχουμε να διανύσουμε δρόμο ακόμη. Πρέπει να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, να έχουμε μάτια και αυτιά ορθάνοιχτα και να μην παρασυρόμαστε από ψεύτικα και μεγάλα λόγια. Ζούσαμε σε μια φούσκα και ξυπνήσαμε πολύ απότομα, ήταν μια… ολική επαναφορά στην πραγματικότητα». Και καταλήγει υπογραμμίζοντας: «Να μην ξεχνάμε τις ρίζες και την παράδοσή μας, είμαστε Έλληνες και δεν θα σκύψουμε το κεφάλι σε κανένα».
Συνέντευξη στον Θοδωρή Μπακάλη