PIETA
Σκηνοθεσία: Κιμ Κι-ντουκ
Παίζουν: Τζο Μιν-σόο, Εουντζίν Κανγκ, Κιμ Τζάε-ροκ
Διάρκεια: 104′
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ
Είναι δύσκολο να γράψει κανείς για μια ταινία, που φιλοδοξεί να αποτελέσει τον καθρέφτη της σύγχρονης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, που με μεθοδικά βήματα και μόνη πυξίδα την ανθρώπινη ματαιοδοξία, οδηγήθηκε στη σημερινή της κατάσταση. Ο καπιταλισμός θέριεψε, έχτισε τις δομές του, απέκτησε την τεχνητή μήτρα αναπαραγωγής του και θεσμοθέτησε τους φρουρούς του. Καταδικαστέα, λοιπόν, κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να ξεφύγει από τα άπληστα δίχτυα του συστήματος και τη διαστροφική τάση των θεματοφυλάκων του να ασκήσουν εξουσία στις ψυχές και τα σώματα των υπηκόων του. Το χρήμα απαιτεί θυσίες και στον αγώνα για την απόκτησή του, κανείς δεν βγαίνει αρτιμελής. Σε αυτό το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε όλοι βρέθηκε και ο Κορεάτης Κιμ Κι-ντουκ, πριν σκηνοθετήσει τη νέα του δουλειά.
Ο Κιμ Κι-ντουκ δεν ξεκίνησε την «Πιετά» όταν ανακάλυψε πως η κρίση έγινε μόδα. Δεν θέλησε να προσθέσει μια ακόμη κινηματογραφική κριτική του καπιταλισμού σε αυτές που ήδη υπάρχουν. Ο ίδιος, πριν επιστρέψει δυναμικά στο προσκήνιο, κοίταξε βαθιά μέσα του. Απομονώθηκε από αυτό που σιχάθηκε – την καπιταλιστική κουλτούρα, τον καταναλωτισμό και μια παραστρατημένη εγκοσμιότητα – και μέσα από μια περίοδο βαθύτατου στοχασμού, αποτύπωσε με την τέχνη του τα συμπεράσματα που έβγαλε. Για αυτό και στο «Πιετά» δεν εστιάζει στο χρήμα και τη διαφθορά μέσα από οικουμενικές προσεγγίσεις, που αποπροσωποποιούν το θύμα και τον θύτη αντικαθιστώντας τους με προσδιορισμούς όπως «λαός» και «ολιγαρχία» αντίστοιχα. Αντίθετα, προχωρά σε ένα κοινωνικό ζουμ ξεγυμνώνοντας τη μαύρη αλήθεια και καταδεικνύοντας όχι μόνο τη βαρβαρότητα του εκμεταλλευτή αλλά και την αθλιότητα στην οποία οδηγεί το χρήμα ακόμη και έναν καθημερινό, κατά βάση φτωχό, άνθρωπο.
Η ικανοποίηση εξουσιαστικών ονειρώξεων δεν προϋποθέτει κυβερνητικές θέσεις. Οι αδυναμίες και οι φόβοι είναι που δίνουν τα πατήματα σε κάθε λογής τυχοδιώκτες. Σε αυτήν τη μερίδα ανθρώπων ανήκουν και οι τοκογλύφοι. Ο Κανγκ-ντο, βέβαια, δεν είναι καν τοκογλύφος. Είναι απλά το τσιράκι τους, που ανέλαβε το βρώμικο κομμάτι του εκβιασμού των πελατών τους. Διακριτικό του στοιχείο, η βία με την οποία αντιμετωπίζει τους οφειλέτες, που καθυστερούν να αποπληρώσουν εμπρόθεσμα το δάνειο και τους εξωφρενικούς τόκους, προκειμένου να υφαρπάξει τα χρήματα της ασφάλισής τους. Κάποια στιγμή, όμως, έρχεται αντιμέτωπος με μια γυναίκα, η οποία επιμένει πως είναι η μητέρα που εκείνος δεν γνώρισε ποτέ. Η επακόλουθη εσωτερική σύγκρουση τον οδηγεί σε μια κρίση μετάνοιας και την ανάγκη να ξαναρχίσει τη ζωή του, μέχρι που η γυναίκα απάγεται και ο ίδιος προσπαθεί απεγνωσμένος να την ξαναβρεί, ερχόμενος αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα.
Αναμφίβολα, ο καθένας μπορεί να περάσει από το μικροσκοπικό επίπεδο της πλοκής στο μακροσκοπικό κι έτσι να αναγνωρίσει και μια συνολική κριτική που γίνεται στον καπιταλισμό και τη δικτατορία του χρήματος. Μπορεί οι δικές μας οφειλές στο δημόσιο, στις τράπεζες, στους δανειστές μας, να μην έχουν ως αποτέλεσμα κάποιο σπασμένο χέρι ή πόδι, αλλά αναμφίβολα το τίμημα που πληρώνουμε παραμένει βαρύ. Οι υποθήκες, ο αποκλεισμός από τη δημόσια υγεία και παιδεία, η φτώχεια, η πείνα, οι εξώσεις, η ένταση στις σχέσεις μας, το άγχος και ο φόβος, δεν υστερούν σε τίποτα από τις πιο επώδυνες σωματικές κακώσεις. Ακόμη και ο θάνατος φάνταζε για ορισμένους ανθρώπους μεγαλύτερη λύτρωση από μια ζωή πνιγμένη στο άγχος και στα χρέη. Έτσι, το σύστημα ευλόγησε και τις αυτοκτονίες, με την προϋπόθεση τα κέρδη των επιχειρήσεων να παραμένουν στο απυρόβλητο και η κυβέρνηση στη θέση της.
Σε συνέντευξή του, ο Κιμ Κι-ντουκ δικαίωσε τη βία που διαπνέει το σενάριο, εκφράζοντας την ελπίδα «ο κόσμος να μη γίνει βάρβαρος και στενάχωρος όπως η ταινία» του. Επιβεβαιώνει, λοιπόν, τη φύση της δημιουργίας του ως καθρέφτη της κοινωνικής πραγματικότητας και των αδιεξόδων στα οποία έχουμε περιέλθει εξαιτίας του χρήματος. Μένει, όμως, να συνειδητοποιήσουμε ως θεατές, πως και η ίδια μας η ζωή, δεν είναι παρά καθρέφτης που αντικατοπτρίζει το ίδιο το ιδεολογικό οικοδόμημα που μας περιβάλει. Ας τον «σπάσουμε» λοιπόν και ας ελευθερωθούμε.
Αξιολόγηση: ***** (5)
Πέτρος Θεοδωρίδης