Ο ερευνητής ασφαλιστικής εταιρίας Τζον Φορμπς (Ντικ Πάουελ) συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί πλέον να αντέξει τη ρουτίνα της καθημερινότητας και την ανιαρή οικογενειακή του ζωή, όταν συναντά τη σαγηνευτική Μόνα (Λίζαμπεθ Σκοτ), την οποία οφείλει να ερευνήσει αναφορικά με τα ακριβά δώρα που έχει δεχθεί από τον – φυλακισμένο πια ως καταχραστή – εραστή της. Χωρίς να της πει ότι είναι παντρεμένος, ο Φορμπς αρχίζει μαζί της μια ερωτική σχέση που θα έχει εκρηκτικές συνέπειες.
Το σπουδαίο αυτό νουάρ διαθέτει ρεαλιστικούς, ανθρώπινους και πολυδιάστατους χαρακτήρες (ιδιαίτερα αξιοσημείωτος αυτός της «femme fatale» Μόνα, που σπάει το συνηθισμένο, κλισέ καλούπι της «μοιραίας γυναίκας που οδηγεί τον ήρωα στην καταστροφή», αποκαλύπτοντας αντ’αυτού μια κατά βάση ειλικρινή γυναίκα που διαθέτει τόλμη και καρδιά).
Η ταινία διαθέτει περαιτέρω ένα έξοχο καστ (εκτός από τους Πάουελ και Σκοτ, την Τζέιν Γουάιατ στο ρόλο της υπομονετικής συζύγου και τον «συνήθη ύποπτο» του νουάρ, Ρέιμοντ Μπερ, ως τον ιδιωτικό ντετέκτιβ που παρακολουθεί τη Μόνα και μετατρέπει τη ζωή της σε εφιάλτη, όταν μονομερώς αποφασίζει πως θα γίνει δική του), καθώς επίσης και την άκρως διεισδυτική σκηνοθετική ματιά του Ούγγρου εμιγκρέ Αντρέ ντε Τοθ (στο απόγειο της καριέρας του).
Η ταινία είναι ένα από τα πιο άρτια μεταπολεμικά νουάρ που τολμούν και θίγουν σε βάθος το ψυχολογικό βάρος και το αίσθημα αυταπάτης κι αδιεξόδου που μπορεί να επιφέρει το «Αμερικανικό Όνειρο». Παρ’όλα αυτά, η λογοκρισία της εποχής επέβαλε ένα φινάλε όπου το «κακό κορίτσι» (αν και ουσιαστικά θύμα όλων των αντρών στο φιλμ!) έπρεπε να τιμωρηθεί, αν μη τι άλλο γιατί έβαλε σε πειρασμό τον «καλό οικογενειάρχη». Όσο για τον τελευταίο, εξαρτάται από το θεατή αν η επιστροφή στην – τραυματισμένη πια – οικογένειά του αποτελεί λύτρωση ή τιμωρία.
Δέσποινα Βενέτη