Ο Ophüls γύρισε την ταινία με πολύ μικρό προϋπολογισμό για την Columbia, η οποία ειδικευόταν σε μεσαίους προϋπολογισμούς. Η ταινία είναι γεμάτη με παράξενους διαλόγους, αφύσικα επιφωνήματα, μονόπλευρες τηλεφωνικές επαφές, γρήγορες ατάκες και άλλες συμβάσεις συνηθισμένες για ταινίες που είχαν γυριστεί σε στούντιο. Ο Ophüls τα διαμόρφωσε όλα αριστοτεχνικά σε ένα πορτρέτο όχι μόνο της μεσαίας τάξης που κινείται στον προαστιακό, μέσα στο χάος, συγκρούεται με τη μεγάλη διαφθορά της πόλης, αλλά και της κοινωνικής επιφυλακής της μικροαστικής οικογένειας.
Η κάμερα του Ophüls κινείται με τη συνήθη χάρη της, παρακολουθώντας, καταγράφοντας και σχολιάζοντας τη δράση, αυτός δεν είναι ο συνηθισμένος τρόπος των ευρωπαϊκών ταινιών του, κινείται λες και είναι μέσα από τελετουργίες και μέσα απ’τη βιτρίνα της υψηλής κοινωνίας. Βρίσκεται μετά στο πολύβουο πλήθος και στη φασαρία της αμερικανικής ζωής: το φτερούγισμα των παιδιών στο σπίτι, οι τσέπες των χαμηλόμισθων, αυτών που κρέμονται στο λόμπι ενός ξενοδοχείου και στα μπαρ, το πλήθος στο δρόμο…
Εμείς μπορεί να πιάσουμε λίγα στοιχεία απ’αυτές τις ζωές στο πέρασμα πριν απ’τη μετάβαση, λες και έχουν όλοι τον εαυτό τους μέσα σ’αυτές τις ιστορίες, ποτέ δεν υπάρχει η παύση για να εξετάσουμε αυτά τα στοιχεία, γιατί η κάμερα είναι πλήρως προσκολλημένη στην Λουσία και την κίνηση της τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο χώρο. Αυτή είναι μόνη της είτε είναι μέσα στο πλήθος είτε μεταξύ των γειτόνων της.
Ο Ophüls επίσης γνωρίζει πότε πρέπει να συνεχίζει την κίνηση της κάμερας, ιδίως όταν η Λουσία βρίσκει τον εαυτό της, με όλο και αυστηρότερους περιορισμούς και παγιδεύεται απ’το περιβάλλον της. Όταν πηγαίνει για ένα δάνειο, το γραφείο γίνεται ένα πραγματικό ζωντανό κύτταρο, και ο Ophüls την πλαισιώνει διαρκώς πίσω απ’τα κάγκελα, όπως σ’ένα μπαρ ή σε μία φυλακή. Μέσα απ’όλα αυτά, σε μερικές βασικές σκηνές, βλέπουμε ότι η Λουσία είναι εγκλωβισμένη στις εμπειρίες της ζωής της.
Η ταινία κάνει τις σχέσεις λιγότερο οδυνηρές και στην πραγματικότητα ρίχνει ένα νέο συμπονετικό φως στα εξιδανικευμένα ειδύλλια, όπως τα έχουμε δει στις ταινίες. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πρόσωπα που έχουν βγει από κάποια ρομάντζα, αλλά είναι στοχαστικά, με γνώμονα, με αίσθημα ανθρώπων που εμπλέκονται στο κουβάρι των διλημμάτων και των απειλών, ρίχνονται τυχαία εκεί, αλλά έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν συναισθηματική βοήθεια απ’την ίδια την παρουσία τους. Δε βρίσκονται εκεί λόγω της επιθυμίας τους, αλλά λόγω της απελπισίας, της ανάγκης, της επιθυμίας για συντροφικότητα, του σεβασμού και της ευκαιρίας για λύτρωση.
Στις σκοτεινές ημέρες που βαδίζουμε προς την ηλιόλουστη ζωή, καθώς ο κόσμος κλείνεται μέσα σ’αυτά τα «κλουβιά», αυτός ο τρόπος ζωής μπορεί να είναι ένα είδος αγάπης που μας στηρίζει και σώζει τις ζωές μας.
«Ψυχές Χωρίς Μάσκα» – «The Reckless Moment»
Σκηνοθεσία: Max Ophuls
Σενάριο: Henry Garson, Robert Soderberg, Mel Dinelli, Robert Kent, Elisabeth Sanxay Holding (βασισμένο στην ιδέα της)
Παίζουν: James Mason, Joan Bennett, Geraldine Brooks, Henry O’Neill, Shepperd Strudwick.
Γιάννης Φραγκούλης