Συνέντευξη στον Κώστα Καρδερίνη
Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς… λέει το άσμα Film Noir, από τον πρόσφατο δίσκο Musica Lontana (Leon Records 2011) και τη συλλογή Στο Ακρωτήρι (Οδός Πανός 2012). Τέτοιον καιρό έκανε έξω, την ώρα που λέγαμε με τον Σάκη Παπαδημητρίου όσα θα διαβάσετε παρακάτω…
Μουσική από μακριά, Musica Lontana. Πώς προέκυψε ο τίτλος;
Από την ομώνυμη σύνθεση του φίλου μας Βιτσέντσο Μαστροπίρο, ο οποίος είναι φλαουτίστας, συνθέτης, ενορχηστρωτής, διευθυντής και καθηγητής. Γνωριστήκαμε απρόοπτα στο Φεστιβάλ Μεντιτερανέο, παίξαμε ως τρίο και του αρέσαμε. Κυρίως γοητεύτηκε από τη φωνή της Γεωργίας Συλλαίου, όντας κατά βάση ένας σύγχρονος κλασικός μουσικός. Του άρεσε που η φωνή της ξεφεύγει από το κλασικό και ξανοίγεται σε πιο ελεύθερα μονοπάτια, αυτοσχεδιαστικά μεν, αλλά στo πλαίσιo μιας ελεύθερης τεχνικής. Βασισμένος στη φωνή της έγραψε 7-8 κομμάτια και μαζί διαλέξαμε τα 4. Έτσι όταν ξαναπήγαμε στο Μεντιτερανέο τα παρουσιάσαμε στο κοινό.
Δεν είναι πολύ συνηθισμένο να μελοποιείται ποίηση σε τζαζ φόρμες…
Στο δίσκο μάς συνδέουν κάποια πράγματα τα οποία είναι περισσότερα από την τζαζ. Είναι η κλασική μουσική, ο αυτοσχεδιασμός και η σχέση με μια νέα μορφή ευρωπαϊκής μουσικής που συνυπάρχει με ιστορίες, εικόνες, κινηματογράφο, χορό. Σε αντίθεση με όλα αυτά τα σημερινά που συμβαίνουν γύρω μας, διαπληκτισμοί και αντιθέσεις, οι μουσικοί ψάχνουν κοινά πεδία σύγκλισης. Αυτά μας συνέδεσαν λοιπόν και βέβαια η αγάπη για την ποίηση.
Καλός ποιητής και καλός μουσικός δεν είναι κάτι συχνό, ούτε αυτονόητο!
Κι όμως. Και ο Βιτσέντσο γράφει και ο Βιτορίνο που είναι απίθανος τύπος. Στην Ιταλία κάνει πολλά σόλο, ίσως και 40 το χρόνο, όπως εδώ εμείς κάνουμε τις παρουσιάσεις βιβλίων. Ανεβαίνει σε μια μίνι σκηνή, διαβάζει ποιήματα σημειωμένα σε χαρτάκια, εκεί που διαβάζει παίζει σαξόφωνο, αλλάζει λέξεις, φυσάει, διηγείται κάτι άλλο, ξεφεύγει ακόμη κι απ’ το σημειωμένο κείμενό του. Οπότε αυτή η συνεύρεση μουσικής και ποίησης δεν είναι ακριβώς μελοποίηση (με την οποία έχουμε φρακάρει στην Ελλάδα, να γίνουν οι ποιητές τραγούδια, δεν είναι μόνο η λαϊκή πλευρά). Μπορεί να διαβάζεις ποίηση κι από πίσω να γίνεται ένας μουσικός χαμός. Να αποδιοργανώνει η μουσική όλες τις λέξεις.
Παρεμπιπτόντως, ακούγονται τέσσερα γλωσσικά ιδιώματα στο cd.
Δεν είναι απλά μια συνεργασία Ιταλών και Ελλήνων. Τα τέσσερα πρώτα ποιήματα είναι στη διάλεκτο της Απουλίας, επειδή ο Κούρτσι λατρεύει τον Παζολίνι. Τα άλλα δύο είναι σε μοντέρνα ιταλικά, με την τολμητή ποιητική γραφή του. Εμείς έχουμε ένα αρχαιοελληνικό (Επιτάφιος του Σείκιλου) και αυτό της Γεωργίας στα νέα ελληνικά (Film Noir). Ο λόγος μας, δηλαδή, έχει τουλάχιστον τέσσερις πλευρές.
Να έρθουμε στο κομμάτι που μ’ αρέσει πολύ και λέγεται Film Noir. “Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς…” έτσι ξεκινάει! Είναι μουσικό νουάρ αφήγημα με γυναίκα ηρωίδα!
Η Γεωργία είναι τρομερή. Έχει πολλά κείμενα που πλησιάζουν το νουάρ χωρίς να είναι αυτοσκοπός. Είτε μέσα από τον κινηματογράφο είτε από τον τρόπο που βλέπουμε γύρω μας, το σκοτεινό του ανθρώπου, των κινήτρων και της συμπεριφοράς του, την κεντρίζει. Παίζει με τις έννοιες της απώλειας, του τυχαίου, της συνάντησης, της καθημερινότητας. Βρέχει, κάποιος/α ταξιδεύει, κάποιος/α θέλει να φύγει, υπάρχει αντίδραση, και… ένας φόνος, όπως σε κάθε φιλμ νουάρ!
Αυτό το κείμενο θέλει και το κάτι άλλο του: κλασικό μπάσο (Μαρδάς) και ντραμς (Γερμένογλου), που είναι απαραίτητα στο φιλμ νουάρ. Επηρεασμένος από το κλίμα, ήθελα να δώσω αυτές τις δύο διαστάσεις του. Το πρώτο μισό είναι ένα δικό μου θέμα, γραμμένο στα νιάτα μου, το 1962 που ήμουν φοιτητής. Το θυμήθηκα αυτό το θέμα και το κράτησα για πρώτο μέρος. Μετά, σκεπτόμενοι τον Μάιλς Ντέιβις και το Ασανσέρ για δολοφόνους του Λουί Μαλ, θυμηθήκαμε ότι εκεί που αρχίζει το κυνηγητό με τα αυτοκίνητα ο ρυθμός πολλαπλασιάζεται. Το δοκιμάσαμε με τον Γερμένογλου που τα τινάζει στον αέρα και δώσαμε την ευκαιρία στον Κούρτσι με το σαξόφωνο να “φύγει” και να τρέξει σε πιο free τζαζ λεωφόρους, όπου φυσικά υπάρχει και η φωνή της Γεωργίας σε μια δύσκολη ισορροπία. Έγινε όμως.
Όλο αυτό το υλικό είναι από μία και μόνη ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας που κάναμε το Σεπτέμβριο του 2010 στον ΑΛEΞΑΝΔΡΟ. Ειλικρινά ήτανε επίτευγμα και έκπληξη μαζί, γιατί είχαμε μόνο δυόμισι μέρες προετοιμασία πριν τη συναυλία. Την 3η μέρα παίξαμε. Δευτέρα βράδυ ήρθε ο ένας, Τρίτη βράδυ ο άλλος… και Παρασκευή παίξαμε. Αυτό ήταν όλο, αλλά είχε τη χάρη του.
Τη τζαζ στη Θεσσαλονίκη -ή στην Ελλάδα γενικότερα- πώς την βλέπεις; Πού πάει;
Υπάρχει μια άνθηση, αλλά δεν υπάρχει ανάλογη κριτική αντιμετώπιση ή αξιολόγηση ή σωστή παρουσίαση των τάσεων. Δεν υπάρχουν κριτικοί κι όλοι “ανεβάζουν” δελτία τύπου. Αυτό γίνεται και σε πολλούς άλλους τομείς, με εξαίρεση τον κινηματογράφο και το θέατρο, που υπάρχει ακόμα μια κάποια κριτική. Στη μουσική μου δεν το βλέπω πια.
Εδώ κυριαρχεί η αντίληψη του τζαζ κλαμπ. Παίζουνε τα παιδιά και παίζουνε καλά, καλύτερα από ποτέ. Αλλά πιστεύω πως δεν οδηγείται κάπου αυτό αν δεν μπούνε άλλες ιδέες, είτε από την προσωπικότητα του ενός ή του γκρουπ είτε από την ανάμειξη στοιχείων. Ποίηση, παράδοση, τεχνολογία, άλλες μορφές κτλ. Γνωστά είναι όλα αυτά αλλά δεν τα έχουμε βάλει στο τραπέζι.
Το κείμενο του κομματιού Film Noir θα εκδοθεί;
Ναι! Μαζί με άλλα “περιπλανητικά” θα είναι στο βιβλίο της Γεωργίας Συλλαίου Στο ακρωτήρι, που τώρα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός.
Στο Ακρωτήρι του φόβου παραπέμπει;
Έχει ένα διπλό νόημα. Είναι νουάρ, υπάρχει ο κίνδυνος, αλλά ταυτόχρονα είναι ένα μεταίχμιο ένα ακραίο σημείο και συνδυάζεται με ακραίες καταστάσεις -είτε εσωτερικές είτε συμπεριφοράς. Το βιβλίο θα παρουσιαστεί κι εδώ και λέμε να κάνουμε κι ένα μικρό live στην παρουσίασή του, η Γεωργία με τον Στέργιο Βαλιούλη στο πιάνο.