Eat drink man woman (1994)
Σκηνοθεσία: Ang Lee.
Σενάριο: Ang Lee, James Schamus, Hui-Ling Wang.
Πρωταγωνιστούν: Sihung Lung, Yu-Wen Wang, Chien-Lien Wu, Kuei-Mei Yang.
“Οι βασικές ανθρώπινες επιθυμίες”, μέσα από τη δεξιοτεχνία του κυρίου Τσου, του αφοσιωμένου σεφ κινεζικής κουζίνας στην Τάι-Πέι, προσφέρουν το θέμα και το πλαίσιο στον Ανγκ Λι, για να ανατρέψει την φαινομενικά αναπόφευκτη πορεία της οικογενειακής ζωής.
Η κάμερα κάνει κοντράστ, από τα πλάνα των μαζικοποιημένων ατομικοτήτων της ταϊβανικής πρωτεύουσας, στην άρτια οργάνωση της κουζίνας που της αφιερώθηκε μια ολόκληρη ζωή, στη σύγχρονη πραγματικότητα του κινεζικού καπιταλισμού των ουρανοξυστών και των φαστ-φουντ, στις αίθουσες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για να επικεντρώσει στο τραπέζι μιας οικογένειας, τον ρυθμιστικό πυρήνα των σχέσεων δύο γενεών.
Ο κύριος Τσου, μετά το θάνατο της συζύγου του, φαίνεται να έχει εκπληρώσει επάξια το καθήκον του να αναθρέψει τις τρεις κόρες του που εξακολουθούν να συγκεντρώνονται γύρω από το κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι, για να εκτιμήσουν τις παραδοσιακά εκλεπτυσμένα πιάτα του πατέρα τους και να εξαλείψουν τις εντάσεις μεταξύ τους, στην τυπικότητα της οικογενειακής ευγένειας που καλύπτει το βάθος των διαπροσωπικών οικογενειακών δεσμών. Ο ηλικιωμένος σεφ διατηρεί τις υψηλές γαστρονομικές ικανότητες, ωστόσο, αυτές πλέον επιβεβαιώνονται όχι τόσο από την δική του αίσθηση της γεύσης, αλλά κυρίως μέσα από την αντίληψη των ματιών και τις αντιδράσεις των ανθρώπων που δοκιμάζουν τα πιάτα του. Την ίδια στιγμή, οι κόρες του, κάθε μία δημιουργός της δικής της προσωπικής πραγματικότητας, σύντομα θα ακολουθήσουν τη μοναδική και αδόκητη εξέλιξη της ζωής τους, ικανοποιώντας “τις βασικές ανθρώπινες επιθυμίες” τους. Η πιο εκπληκτική, ωστόσο, εκπλήρωση επιθυμίας θα είναι αυτή του κυρίου Τσου, που, αντί να αποσυρθεί από τις κατσαρόλες και τα τηγάνια του για να περατώσει ήσυχα τη ζωή του, θα ανοίξει, απροσδόκητα για το θεατή, ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή του και τελικά θα ξαναβρεί την αίσθηση της γεύσης.
Η ανατροπή γίνεται ο καλύτερος σύμμαχος του Ανγκ Λι, για την απροσδόκητη σύνθεση της παράδοσης με τη μοντερνικότητα, από τον κομφουκιανισμό μέχρι τις επικεφαλής εκτελεστικές αξιωματούχους των ασιατικών “τίγρεων”, και η μαγειρική, στο απόγειο της δεξιοτεχνίας και της καθημερινής ανθρώπινης δημιουργίας, το αφιερωματικό μέσο της ανθρώπινης ατομικής και συλλογικής αυτοπραγμάτωσης.
[wp_ad_camp_1]
Julie & Julia (2009)
Σκηνοθεσία: Nora Ephron
Σενάριο: Nora Ephron (Julie Powel, Julia Child, Alex Prud´homme)
Πρωταγωνιστούν: Meryl Streep, Amy Adams, Stanley Tucci, Chris Messina.
Η μαθητεία στη μαγειρική, από απόσταση, τόσο γεωγραφική όσο και χρονική, είναι το κύριο θέμα της Nora Ephron, σε αυτήν την ταινία δύο παράλληλων διηγήσεων, που λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικές ηπείρους.
Στη μεταπολεμική Rouen της γαλλικής Νορμανδίας, η Αμερικανίδα Julia Child θα βιώσει την γαστρονομική αποκάλυψη μέσα από ένα πιάτο sole meunière, που θα δοκιμάσει μαζί με τον σύζυγό της Paul, διπλωματικό υπάλληλο, τον οποίο θα ακολουθήσει σύντομα στο Παρίσι, όπου και με την υποστήριξή του θα εγγραφεί στην υψηλού κύρους σχολή γαστρονομίας Le Cordon Bleu, καθώς αυτό που πραγματικά της αρέσει να κάνει είναι να… τρώει. Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, στη Νέα Υόρκη, η Julia Powel, τηλεφωνήτρια σε κυβερνητικό οργανισμό, βιώνει το αδιέξοδο της επαγγελματικής της ζωής και αποφασίζει, επίσης με την υποστήριξη του συζύγου της Eric, να ασχοληθεί με κάτι ενδιαφέρον: μέσα από την τελευταία διαδικτυακή εφεύρεση της εποχής, ένα μπλογκ, να εκτελέσει τις 524 συνταγές του διάσημου βιβλίου της Julia Child “Η Τέχνη της Γαλλικής Μαγειρικής”, σε 365 μέρες.
Από το “ένα βουνό κρεμμύδια” των μαθημάτων “προχωρημένης μαγειρικής” της Julia, μέχρι τη “δολοφόνο αστακών” Julie με μουσική υπόκρουση Psycho killer/Lobster killer, μεσολαβεί ένα ενθαρρυντικό μαργαριταρένιο κολιέ – αυθεντικό στην περίπτωση της Julia, ό,τι μπορεί να επιτρέψει το πορτοφόλι του νεαρού ζευγαριού στην περίπτωση της Julie – και παραμένει ένα boeuf bourguignon ως πρόκληση. Η εφαρμογή της πολιτικής του γερουσιαστή Joseph McCarthy θα αποτελέσει το βασικό εμπόδιο για τη Julia, ενώ, αντίστοιχα, η Julie θα ξεπεράσει μια έντονη κρίση γάμου, με την κατανόηση του Eric, πιστού συμπαραστάτη στην προσπάθειά της.
Οι δύο γυναίκες δεν θα συναντηθούν ποτέ. Ωστόσο, και οι δύο, θα αποδειχτούν πρωτοπόρες των καιρών τους – η Julia με τα μαθήματα μαγειρικής στην αμερικανική τηλεόραση θα εισάγει τη γαλλική κουζίνα στα αμερικανικά νοικοκυριά και η Julie με το μπλογκ της θα κάνει διάσημη μια νέα μορφή διαδικτυακής επικοινωνίας. Κοινό όχημα των δύο γυναικών θα είναι η γαστρονομία ως αυτοπραγμάτωση, ως νόημα ζωής· κοινή εκπλήρωση η αναγνώριση μέσα από την περιπέτεια της συγγραφής.
[wp_ad_camp_1]
The cook, the thief, his wife and her lover (1989)
Σκηνοθεσία: Peter Greenaway
Σενάριο: Peter Greenaway
Πρωταγωνιστούν: Richard Bohringer, Michael Gambon, Helen Mirren, Alan Howard, Paul Russell.
Οργισμένη, σκληρή, τραγικά δυνατή ταινία ενός πολυσχιδή σκηνοθέτη, όπου τα πολυδιάστατα νοήματα συνυπάρχουν και εναλλάσσονται όπως τα χρώματα στα κοστούμια του Jean Paul Gaultier και οι μινιμαλιστικές εντάσεις της μουσικής του Michael Nyman, σε έναν απίθανο συμβολισμό χρωμάτων και εικόνων, που προσφέρονται, όχι ανώδυνα, στον θεατή, μέσα από το μάτι της Sasha Vierny. Αναρωτιέται, ωστόσο, κανείς τι θα ήταν η ταινία αυτή χωρίς την υπερβατική αφοσίωση των ηθοποιών στους χαρακτήρες του έργου.
Η αγέλη σκύλων και τα ωμά κρέατα, καθώς πέφτουν οι τίτλοι, αποτελούν απλά το πρελούδιο, για να ακολουθήσει, αφού ανοίξει η αυλαία, η γυμνή αγριότητα με την οποία θα παρουσιαστούν οι πρωταγωνιστές και η ταυτότητά τους. Πρόκειται για τον Albert Spica, έναν διεστραμμένο γκάνγκστερ που “προσφέρει ποιότητα και προστασία” και τη σύζυγό του Georgina Spica, το κατεξοχήν θύμα της αβάστακτης χυδαιότητας και της απάνθρωπης αλαζονείας του. Θα εισέλθουν στη σμαραγδιά κουζίνα του σεφ Richard Boarst, στον ήχο του 51:2 Ψαλμού που τραγουδάει ένα υψίφωνο αγόρι που πλένει τα πιάτα, όπως θα έπλενε τις αμαρτίες της οικουμένης. Από εκεί, περνούν στη σάλα του εστιατορίου Le Hollandais, όπου, από το φόντο, δεσπόζει ο πίνακας του Frans Hals “Το συμπόσιο των αξιωματικών της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου”. Στην αίθουσα αυτή, η Georgina θα συναντήσει τον άνθρωπο των βιβλίων, τον Michael, έναν απεγνωσμένο έρωτα που περιθάλπεται από τους ανθρώπους της κουζίνας και από τα βιβλία που “δεν αλλάζουν άποψη όταν πάψεις να κοιτάς”. Σύντομα ο Albert θα το μάθει από τη σήψη του περιβάλλοντός του και θα ξεκινήσει τη λυσσαλέα καταδίωξη των εραστών, προς επιβεβαίωση της σαδιστικής του εξουσίας. Η Μεγάλη Τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης δεν είναι ικανή να προσεγγίσει τη διαστροφή του Albert. Μα η άγρια ποιητική δικαιοσύνη της Georgina θα βρει καθαρτική συνενοχή σε όλους αυτούς που βίωσαν τη φρικαλεότητα του Albert, σε “επικήδεια” τελετή.
Σίγουρα μια “δύσκολη” ταινία του ανορθόδοξου Greenaway που, ωστόσο, επιμένει, με τον πιο καταγγελτικό τρόπο, να υπενθυμίζει ότι ο κινηματογράφος εξακολουθεί να δημιουργεί έργα τέχνης.
Soul kitchen (2009)
Σκηνοθεσία: Fatih Akin.
Σενάριο: Fatih Akin, Adam Bousdoukos.
Πρωταγωνιστούν: Adam Bousdoukos, Pheline Roggan, Dorka Gryllus, Moritz Bleibtreu, Anna Bedertke, Birol Ünel, Wotan Wilke Möhring, Monica Bleibtreu.
Το πλαίσιο της ευαίσθητης κωμωδίας είναι το διαπολιτισμικό underground Αμβούργο, συγκεκριμένα το Wilhelmsburg, όπου ο Ζήνος Καζαντζάκης, γιος Ελλήνων μεταναστών, έχει μετατρέψει με προσωπική δουλειά έναν παλιό βιομηχανικό χώρο σε εστιατόριο, το Soul Kitchen.
Η ξεκαρδιστικά παρακμιακή κουζίνα του Soul Kitchen καθρεφτίζει το τέλμα της ζωής του Ζήνου και έρχεται σε σαρκαστική αντιδιαστολή με το πολυτελές εστιατόριο όπου παρίσταται για να αποχαιρετίσει την ευκατάστατη Ναντίν, ενώ, παράλληλα, απολύεται ο μάγειρας Shayn, που αρνείται να ενδώσει στις ορέξεις πελάτη για ζεστό… γκαθπάτσο.
Καθώς ο κόσμος του underground είναι δύσκολος, κάποιοι “φίλοι” εποφθαλμιούν και η εφορία έρχεται “καρφωτή”, ο Ζήνος αποφασίζει να αναμορφώσει το εστιατόριο, με τη βοήθεια της συναντίληψης της παρέας του Soul Kitchen, όπου δεν αργεί να ξυπνήσει ο έρωτας, και καταφέρνει να κάνει το χώρο όχι μόνο ελκυστικό για την “ανεξάρτητη σκηνή” της πόλης, αλλά και διάσημο για τα ανορθόδοξα πάρτι του. Η επιχειρηματική μαφία της ευνομούμενης Γερμανίας θα εκδηλώσει τις προθέσεις της για το Soul Kitchen, ο αδερφός του Ζήνου Ηλίας θα πέσει στην παγίδα και ο ταλαιπωρημένος από τη μέση του Ζήνος θα ξεκινήσει μια παράδοξη επιχείρηση ανάκτησής του. Η
φυλακή είναι το αποτέλεσμα μιας κλοπής εγγράφων, και κάθε κατεργάρης πάει στον πάγκο του, στον πάγκο όμως του “Κεμάλ του Κοκκαλοθραύστη” θα πάει και ο Ζήνος, αποκλεισμένος από τη δημόσια ασφάλιση υγείας, για να του θεραπεύσει με τις “προκρούστειες” μεθόδους του μια κήλη δίσκου οσφύος, ενώ ο έρωτας θα τον επισκεφτεί και πάλι και για χάρη του θα μπει στην “κουζίνα της ψυχής” του για να την καταθέσει σε αποκλειστικό δείπνο.
Από την ταγγίλα της ερωτευμένης κουζίνας της επιβίωσης, στην κουζίνα του αγώνα για αυτό που ο άνθρωπος δημιουργεί από το τίποτα, μέσα από την κουζίνα της φιλίας, της προδοσίας, της συγγνώμης, της τιμωρίας, του έρωτα, είναι μια Soul Kitchen δρόμος. Και όλα αυτά, στην πιο underground ταυτότητα του Αμβούργου, όπου κοινωνικές τάξεις και ποιότητες ανθρώπων εμπλέκονται με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο, αυτόν της ευρωπαϊκής μεγαλούπολης του εικοστού πρώτου αιώνα.
[wp_ad_camp_1]
Πολίτικη κουζίνα (2003)
Σκηνοθεσία: Τάσος Μπουλμέτης.
Σενάριο:Τάσος Μπουλμέτης.
Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Χωραφάς, Τάσος Μπαντής, Ρένια Λουιζίδου, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Basak Köklükaya.
Καθώς “η πολίτικη κουζίνα είναι πολιτική κουζίνα, γιατί είναι φτιαγμένη από ανθρώπους που άφησαν το φαΐ τους στη μέση”, αλλά και ο γαστρονόμος σχετίζεται με τον αστρονόμο, ο Φάνης Ιακωβίδης ακολουθεί τη συμβουλή του παππού του που τον παρότρυνε “να κοιτά τα αστέρια, γιατί εκεί υπάρχουν πράγματα που βλέπουμε και πράγματα που δεν βλέπουμε”. Αυτός, λοιπόν, ως καθηγητής αστροφυσικής, μιλάει κυρίως για πράγματα που δεν βλέπουμε και εξακολουθεί να “κρύβει” τα μπαχαρικά στα φαγητά που ετοιμάζει, ενώ το σερβίρισμα εξακολουθεί να αποτελεί απαραίτητη τελετουργία, τόσο για τις ιστορίες, όσο και για το φαγητό. Έτσι, η βαθιά ευαισθησία προσφέρεται με χιούμορ.
Πρόκειται για την εξιστόρηση μιας συγκεκριμένης περιόδου της ελληνικής ιστορίας, από την Κωνσταντινούπολη, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τα γεγονότα στην Κύπρο, με αναφορές ζωής στο 1922, έως και τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα που ανατέλλει στην Ακρόπολη. Η εξιστόρηση είναι βιωματική και ακολουθεί την πορεία του μικρού Φάνη και της ευρύτερης οικογένειάς του, αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, με κέντρο το παντοπωλείο του παππού του, στην ανατολική πλευρά της Πόλης, και τα γαστρονομικά μυστικά του που αποτελούν φιλοσοφία ζωής μέσα από την παράδοση της οικογενειακής κουζίνας – “το γράφουν όλα τα βιβλία”, άλλωστε – για να συνεχίσει, μετά την απέλαση της οικογένειάς του, στην Αθήνα, όπου ο Φάνης φτάνει με το αποχαιρετιστήριο δώρο του πρώτου του έρωτα, της Σαϊμέ, αφήνοντας πίσω τον αγαπημένο του παππού, για να ενηλικιωθεί εκεί, πάντα με επίκεντρο την πολίτικη γαστρονομία και ένα οικογενειακό τραπέζι.
Η ταινία είναι χωρισμένη σε ενότητες, οι μεζέδες, τα κύρια πιάτα, τα γλυκά, μα, καθώς “εκτός από το φαγητό, υπάρχουν και άλλα πράγματα που μαγειρεύονται” και η λέξη επιστροφή κλείνει μέσα της τη στροφή αλλά και την τροφή, ο Φάνης θα συναντήσει τα τανκς και θα μάθει να μην φοβάται τους ανθρώπους με στολή, πάντα περιμένοντας την επίσκεψη του παππού του από την Πόλη. Τελικά, θα δει να σβήνει ένα κερί στην ορθόδοξη εκκλησία, αλλά και την κόκκινη ομπρέλα που θα περιπλανιέται για πάντα στο σύμπαν του, στην αστερόσκονη του παταριού του παππού του, όπου “απαγορευόταν η είσοδος σε στρατιωτικούς και σε γιατρούς”.
Αθηνά Χαραλαμπόγλου