Ο μοναδικός Γιάννης Ρήγας, Διευθυντής της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ, ηθοποιός και σκηνοθέτης, παραχώρησε συνέντευξη στο «φιλμ νουάρ» και τη Δελίνα Βασιλειάδη.
Δελίνα Βασιλειάδη: Καλησπέρα σας κ. Ρήγα. Σκηνοθετείτε τώρα στο Θέατρο Ολύμπιον «Τα ψηλά βουνά».
Γιάννης Ρήγας: Ναι. Το έργο «Τα ψηλά βουνά» παίζεται τώρα στο Θέατρο Ολύμπιον. Είναι ένα κείμενο που μεγάλωσε πολλές γενιές νέο-Ελλήνων, είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε για να διδάσκεται στα σχολεία, αρχής γενομένης της δεκαετίας του ’20. Οι παππούδες μας, οι πατεράδες μας, αλλά και νεότεροι μεγάλωσαν διαβάζοντας Τα «Τα ψηλά βουνά» στο σχολείο ή ως ένα βιβλίο, ως ένα έργο που έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Και το ενδιαφέρον του συνίσταται στο εξής: ότι μιλά με έναν περίεργο τρόπο για κάτι το οποίο σήμερα είναι άμεση προτεραιότητα, ενώ τότε δεν ήτανε έτσι ευδιάκριτο και ορατό, τουλάχιστον στο βαθμό που είναι σήμερα. Δηλαδή, μιλά για την κοινωνικότητα, για το πώς τα παιδιά πρέπει να μεγαλώσουνε μέσα σε μια κοινωνία όπου θα αποκτήσουν τις δεξιότητες ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν μέσα σε αυτήν την ίδια την κοινωνία. Επίσης, πολύ σημαντικό στοιχείο είναι η ατέλειωτη αγάπη για τη Φύση που έχει ο συγγραφέας του βιβλίου Ζαχαρίας Παπαντωνίου, μια προφητική – ας την αποκαλέσω έτσι – ανάγκη στις αρχές του 20ου αιώνα αυτή η φύση να προστατευθεί. Δηλαδή υπάρχουν κεφάλαια μέσα στο βιβλίο τα οποία μιλούν για το πώς οι άνθρωποι πρέπει να προστατέψουν τη Φύση, όχι μόνο επειδή ζουν μέσα σ’ αυτή, αλλά κυρίως επειδή αυτή είναι που στα δύσκολα θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τα εμπόδια ή τη στενοχώρια. Δηλαδή επιστροφή στη Φύση. Κάποια παιδιά φεύγουν από μια πόλη και πηγαίνουν επάνω στο βουνό, όπου θα φτιάξουνε τη δικιά τους κοινότητα, θα ανοίξουνε δρόμους, θα μαγειρεύουν μόνα τους, θα εξερευνούν… Τα παιδιά θα πρέπει να αντιμετωπίσουν μόνα τους όλες τις δυσκολίες που γεννιούνται όταν κάποιοι άνθρωποι ζουν μακριά από όλες τις ευκολίες που ο σύγχρονος άνθρωπος έχει κατακτήσει. Εκπληκτικό.
Δ.Β.: Αυτό είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε με το έργο στα παιδιά που έρχονται να δουν την παράσταση;
Γ.Ρ.: Ναι. Αυτό. Στήσαμε μια παράσταση η οποία εστιάζει στο πώς τα μικρά παιδιά θα συναντήσουν τα άλλα μικρά παιδιά, και πως θα μπορέσουν όλα τα παιδιά αυτά να αντιμετωπίσουν τους δικούς τους φόβους. Το κάθε ένα παιδί ξεχωριστά, αλλά και όλα μαζί. Ο κάθε ένας από εμάς έχει έναν φόβο…
Δ.Β.: Έναν μόνο;
Γ.Ρ.: Λέμε τώρα. Έχουμε όλοι έναν φόβο, κάτι κρυμμένο βαθιά μέσα μας, που το κουβαλάμε από την παιδική μας ηλικία. Πώς αντιμετωπίζεται όλο αυτό; Και μάλιστα πώς αντιμετωπίζεται κοντά στη φύση; Είναι συναρπαστικό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το βιβλίο περνά έναν αιώνα, διδάσκεται στα σχολεία κατά διαστήματα, φεύγει έρχεται και ξανά το ίδιο. Και σήμερα ακόμα αποσπάσματά του διδάσκονται στα σχολεία, στα δημοτικά.
Δ.Β.: Είναι κλασικό και επίκαιρο.
Γ.Ρ.: Και βέβαια είναι επίκαιρο. Είναι γραμμένο με έναν τρόπο καταπληκτικό. Το πρώτο κεφάλαιο, επειδή διδασκότανε σε όλες τις τάξεις του δημοτικού, εξελίσσεται. Το βιβλίο εξελίσσεται.
Δ.Β.: Καταλαβαίνω απ’ όσα λέτε πως σας ενδιαφέρει και η σχέση του συγκεκριμένου έργου με τις γενεές που μεγάλωσαν διαβάζοντάς το. Εμείς σήμερα διδασκόμαστε από το ίδιο ακριβώς κείμενο, απ’ το οποίο διδάσκονταν και οι γονείς μας.
Γ.Ρ.: Με ενδιαφέρει πολύ. Επιπλέον, είμαι από εκείνους που δεν πάσχουν από ψευδοπροβλήματα και φόβους του τύπου μην αγαπάς τη χώρα σου, μην αγαπάς το παρελθόν σου, μην αγαπάς τη φουστανέλα. Μην τρελαθούμε τώρα. Προς Θεού. Εδώ είναι όλα. Είμαστε όλα αυτά. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δε θα γίνουμε περισσότερο Ευρώπη ή ότι δε θα πάμε στο αύριο. Αλλά κάπου εκεί πέρα πίσω είναι και ο Καραϊσκάκης, είναι και ο Κολοκοτρώνης. Είναι και ο τσέλιγκας με τη φουστανέλα και τη γκλίτσα του. Είμαστε όλα αυτά. Είναι ωραία όλα αυτά. Είναι ωραίο να συνθηκολογήσεις με όλα αυτά. Γιατί τότε πας με ήσυχη ψυχή, καρδιά και βλέμμα στο μέλλον.
Δ.Β.: Το θέατρο σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης. Σε σχέση με το παρελθόν της Ελλάδας, όπως πολύ εύγλωττα το τοποθετήσατε, που πολλές φορές το ξεχνάμε.
Γ.Ρ.: Ήμουνα πιτσιρικάς και είχα διαβάσει ένα λόγο του Φρανσουά Μιττεράν, του τότε προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, που είχε εκφωνήσει, νομίζω, στο Σεράγιεβο. Μου είχε κάνει πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση η φράση του ότι η Ευρώπη έχει πρόβλημα μνήμης. Η Ευρώπη ξεχνά. Είμαστε αμνήμονες. Είμαστε αγράμματοι. Σαν να είναι αμαρτία το να γνωρίζεις ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να προστατευτούμε, ώστε να μην ξαναγίνει σε αυτή την ήπειρο ακόμα ένας πόλεμος, και μάλιστα για τον ίδιο λόγο που έγινε ο προηγούμενος. Είναι σχεδόν φαιδρό αυτό. Το ίδιο, λοιπόν, πράγμα μπορούμε να το δούμε στην προοπτική του σε όλους τους τομείς. Στο θέατρο. Πρέπει να πάμε παραπέρα. Πρέπει να βρούμε νέους τρόπους έκφρασης, που λέει και ο Τσέχωφ. Όλα αυτά είναι απαραίτητα. Αλίμονό μας αν δεν το κάνουμε. Αλλά αλίμονό μας αν τα κάνουμε εν αγνοία της σκούφιας μας, του παρελθόντος μας. Δε γίνεται αλλιώς. Είναι η νομοτέλεια της φύσης. Ένας γονιός έχει ένα παιδί αλλά ταυτόχρονα είναι και το παιδί κάποιου. Έτσι είναι.
Δ.Β.: Πώς πάει λοιπόν σήμερα το θέατρο στη χώρα μας;
Γ.Ρ.: Περνά άλλη μια κρίση μιμητισμού μιας κεντροευρωπαϊκής και δυτικοευρωπαϊκής αντίληψης του θεάτρου της περασμένης δεκαετίας. Θα την περάσει όμως. Τίποτα. Ασθένειες είναι αυτά. Υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες στην Ελλάδα, πολύ σπουδαίοι. Υπάρχουν εξαιρετικοί ηθοποιοί στην Ελλάδα, εξαιρετικοί σκηνοθέτες και μουσικοί. Δηλαδή σε όλους τους τομείς της Τέχνης έχουμε στην Ελλάδα ανθρώπους που μπορούν να δημιουργήσουν καλλιτεχνικά, που έχουν…βλέμμα. Γυρίσματα είναι αυτά. Περάσματα. Θα έρθει η ώρα που οι καλλιτέχνες στη χώρα μας θα διατυπώσουν το δικό τους προσωπικό βλέμμα. Κι αυτό θα γίνει σύντομα. Το σύντομα, βέβαια, εξαρτάται από τη σχέση που έχει κανείς με το χρόνο, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό.
Δ.Β.: Εσείς τι σχέση έχετε με το χρόνο;
Γ.Ρ.: Πολύ καλή. Αν δε μπορείς να περιμένεις στη γωνία ενός δρόμου, έχεις χάσει από χέρι. Αν όμως μπορείς να περιμένεις και ξέρεις τι είναι αυτό που περιμένεις, θα το δεις να έρχεται. Δεν εννοώ να είσαι άβουλος και ακίνητος και να περιμένεις από τους άλλους. Όχι. Σε καμία περίπτωση. Εννοώ να είσαι ενεργητικός και δημιουργικός και να περιμένεις. Τα πράγματα θα γίνουν.
Δ.Β.: Μιλήστε μας και για το ΚΘΒΕ. Είστε Διευθυντής στη Δραματική Σχολή του Κρατικού πολλά χρόνια.
Γ.Ρ.: Μου έχουν κάνει την τιμή να είμαι Διευθυντής στη σχολή του ΚΘΒΕ.
Δ.Β.: Διδάσκετε τη νέα γενιά των ηθοποιών.
Γ.Ρ.: Είναι κάτι που το κάνω εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το έκανα από τότε που ο Κάρολος Κουν θεώρησε ότι εγώ ήμουν ικανός να πω την ιστορία στους άλλους.
Δ.Β.: Είστε απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Κουν.
Γ.Ρ.: Σωστά. Και ενώ ήμουν πιτσιρικάς, ήμουνα άγουρος, άσχετος, σχεδόν βλαξ, αποφάσισε ο Κουν και μου είπε «Εσύ θα κάνεις μάθημα στα παιδιά». Και είπα…Δηλαδή δεν είπα. Τι να πω; Άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου. Και πήγα σε μια τάξη εκεί όπου με βάλανε και μου είπαν «τώρα θα πεις την ιστορία.» Ήταν εφιαλτικό. Εκείνη η πρώτη φορά ήταν εφιαλτική. Αλλά έκτοτε, και το έκτοτε είναι από το 1977, είμαι με τους νέους ανθρώπους και προσπαθώ να τους καταλάβω, προσπαθώ να τους πω κάποια πράγματα, ώστε να μη χρειάζεται να κάνουν και αυτοί για να τα μάθουν τον κόπο που έκανα εγώ και η δικιά μου η γενιά να τα να τα κατακτήσουμε, ώστε να κερδίσουν χρόνο και να πάνε παραπέρα και να κονταροχτυπηθούν με τα άγνωστα που έρχονται, με τα άλλα άγνωστα που έρχονται, αν φυσικά αυτά υπάρχουν.
Δ.Β.: Τι θα θέλατε να πείτε στους νέους καλλιτέχνες;
Γ.Ρ.: Να εμπιστεύονται τους εαυτούς τους, να μη φοβούνται το χρόνο, να δουλεύουν όσο γίνεται περισσότερο. Να μην έχουν σαν αρχική τους σκέψη αυτό που τα περιοδικά ποικίλης ύλης ονομάζουν επιτυχία. Αυτό δεν ξέρω τι είναι.
Δ.Β.: Αυτή είναι η φιλοσοφία ζωής σας;
Γ.Ρ.: Ναι, βέβαια. Σκοπός είναι να πηγαίνεις μπροστά. Μπροστά για τον καθένα είναι κάπου αλλού. Αλλά πρέπει να πηγαίνεις μπροστά.
Δ.Β.: Υπέροχο αυτό. Σας ευχαριστώ πολύ.