Για το Τέξας και το Όστιν, το SXSW είναι μια πλήρης πολιτισμική πρόταση που εκπολιτίζει τη δημόσια φολκ εικόνα του Τέξας στον υπόλοιπο κόσμο. Για την Αμερική γενικότερα αυτή η φεστιβαλική εορτή είναι περισσότερο ένας τόπος εμπορικών συναντήσεων τεχνολογίας και εφευρετικότητας παρά ένα φεστιβάλ Κινηματογράφου ή μουσικής και gaming. Για ποιό λόγο όμως ένα τόσο ιδιαίτερο φεστιβάλ που διανύει 30 χρόνια συνεχούς πορείας δεν είναι γνωστό στο Ευρωπαικό κινηματογραφόφιλο κοινό; Η απάντηση είναι απλή: γιατί ΔΕΝ είναι κινηματογραφικό φεστιβάλ!
Επισκέφτηκα το SXSW (συντομογραφία του South by Southwest που προσδιορίζει τις γεωγραφικές συντεταγμένες του φεστιβάλ) έχοντας στο μυαλό μου ότι ίσως θα είχα την ευκαιρία να βρεθώ στο νέο Sundance, όπως συχνά το αποκαλεί ο διεθνής τύπος. Μετα από 7 ημέρες παραμονής είμαι πιά πεπεισμένος ότι η μοναδική ομοιότητα που έχουν αυτά τα φεστιβάλ είναι πως λειτουργούν σαν μέσο προβολής ανεξάρτητου κινηματογράφου που ίσως είχε μια τύχη στην εμπορική διανομή, εμποτισμένο με μεγάλες Αμερικανικές πρεμιέρες βραχύας ημερομηνίας εξόδου στην τοπική Αμερικανική αγορά (miles ahaid, Keanu κλπ).
οι ταινίες αναλυτικότερα:
Γεύση από Τέξας
Τέξας το 80:
Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ: ο τοπικός θρύλος.
Σε εμάς είναι περισσότερο γνωστός από την ταινία που γύρισε στην Ελλάδα, το Before Midnight. Ο πολυβραβευμένος δημιουργός Richard Linklater όμως είναι ένας τοπικός θρύλος του Τέξας, και όχι αδικαιολόγητα. Σπουδάζει κινηματογράφο στο Τέξας *(μαζί με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη) και με την επιτυχία του Slacker ξεχωρίζει σε μικρό χρονικό διάστημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αντί να εγκαταλείψει το Τέξας και το Όστιν, παραμένει συνήθως εντός Τεξανών συνόρων παράγοντας ταινίες που άπτονται της Τεξανής κουλτούρας. Φέτος η παρουσία του ήταν διπλή καθώς ήταν το κεντρικό πρόσωπο που ερευνά ένα ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε ένας από τους ιδρυτές του sxsw αλλά και ο σκηνοθέτης που με τη νέα ταινία του Everybody Wants Some άνοιξε το φεστιβάλ.
Στο Everybody Wants Some ταξιδεύουμε χρονικά στα τέλη του 70 και αρχές του 80. Μεσα από μια προσδιορισμένου χρόνου διαδρομή *(σχεδόν 3 ημερών) βλέπουμε τα τελευταία 24ωρα μιας ομάδας φοιτητών πριν επιστρέψουν στην εκπαιδευτική/φοιτητική τους πραγματικότητα. Με ελάχιστά οικουμενικό χιούμορ κάνει μια προσεγμένη καταγραφή της φοιτιτικής ζωής στο Τέξας τη δεκαετία του 80. Άψογα προσδιορισμένη στην αισθητική της εποχής, η ταινία παρουσιάζει ολοκληρωμένα πορτραίτα ανθρώπων, δίνοτνας λογικές εξηγήσεις στις απερίσκεπτες ή προσδιορισμένες σκέψεις και πράξεις τους. Η ταινία κάνει την πρόσφατη -για τη γενιά μου- εποχή του 80 να θυμίζει “πειραγμένο” ρετρό που σε συνάρτηση με τις ρομαντικές αδυναμίες των ηρώων ίσως οδηγήσει κάποιους μοιρολάτρες μυρμίρηδες να ψελίσουν: ήταν αθώα και ωραία χρόνια τότε.
Retro αλά 70:
Με αέρα Καουμπόικης ελευθερίας και η επόμενη ταινία. Στο ντοκιμαντέρ The Banditπαρουσιάζεται το χρονικό των 30 ημερών γυρισμάτων της ταινίας “Ο ατσίδας και το λαγωνικό“, αυτής της cult δημιουργίας που έσπασε
κάθε ρεκόρ εισιτηρίων εκείνης της εποχής προσφέροντας στο φιλοθεάμων κοινό μερικές από τις πιό εντυπωσιακές σκηνές καταδίωξης που γυρίστηκαν ποτέ από κασκαντέρ. Ο τότε γόης Burt Raynolds υποστήριξε ένθερμα όλο το πρότζεκτ προσφέροντας τον εαυτό του *(τότε ήταν από τους πιό ακριβοθόρητους ηθοποιούς/αστέρες) αλλά ακόμα και το σπίτι του για 11 χρόνια στον μέχρι τότε προσωπικό του κασκαντέρ και στη συνέχεια σκηνοθέτη της επιτυχημένης ταινίας Hal Needham. Το ενδιαφέρον στην προσέγγυση του ντοκυμαντέρ είναι η απουσία καταγραφής “by the book”, αφού τελικά η ταινία στην οποία αναφέρεται το The Bandit (το Smokey and the Bandit) γίνεται μια αφορμή σκληρής κριτικής στις ταμπέλες, είτε αυτές έχουν να κάνουν με την ποιότητα μιας ταινίας (ποιοτικό/εμπορικό), είτε με την κατηγοριοποίηση ενός ταλέντου (ταλαντούχου/star). Στην παρουσίαση της ταινίας παρεβρέθηκε εκτός από τον ιδιαίτερα ταλαιπωρημένο πρωταγωνιστή, και το αμάξι της ταινίας (σαφέστατα καλύτερα συντηρημένο από τον πρώτο).
Στο κοντινό μέλλον:
Συνεχίζουμε με μία ακόμα ταινία που η δράση της λαμβάνει χώρα σε Τεξανό έδαφος: Το Midnight Special, μετά την επιτυχημένη του προβολή στο φεστιβάλ Βερολίνου, φτάνει στο SXSW. Η ταινία περιγράφει την ιστορία ενός αγοριού που ανήκει σε μια αίρεση εξαιτίας των εξωφυσικών ιδιοτήτων και ικανοτήτων του. Παρακολουθόντας τα τελευταία κρίσημα 24ωρα της περιπέτειας του, βιώνουμε δια μέσω αντιπροσώπου την εσωτερική πάλη ενός νεαρού παιδιού που είναι καταδικασμένο από τη φύση του να μην ακήκει στο πλήθος. Όμορφη κινηματογράφηση με εσκεμμένα επιμελώς ατιμέλητα εφέ, το μελλοντολογικό μεταφυσικό θρίλερ δεν έχει κάτι σημαντικό να προσθέσει στο είδος, ξεχωρίζει όμως για τη σκηνοθετική ικανότητα να παρουσιάζονται ακραίες καταστάσεις με ευαισθησία και ανθρωπιά.
Οι κραυγαλαίες ομοιότητες της ταινίας με τα βίντεοκλιπ των M83 midnight city, reunion, wait σε σκηνοθεσία των Fleur and Manu, και το “Η Πόλη των καταραμένων” αποδυναμώνουν την πρωτοτυπία της υπόθεσης αλλά και της αισθητικής.
Work In Progress:
Τί είπατε “γατάκια”;
Με πλήρως κλειδωμένο μοντάζ *(και ελάχιστες πιθανότητες αλλαγών σε τίτλους) έρχεται το Keanu, η ιστορία του ψιψίνου που φέρει και το όνομα της ταινίας. Προσφάτως χωρισμένος ο πρωταγωνιστής της ταινίας κλαίει τη μοίρα του μέχρι να εμφανιστεί στην πόρτα του ο Keanu. Ο μικρός τριχωτός φίλος του έχει μόλις περάσει ένα δύσκολο 24ωρο αφού τη γλίτωσε φθηνά από το μακελειό που έγινε στον χώρο παραγωγής ναρκωτικών ουσιών που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ξενιτεμένος αλλά τόσο χαριτωμένος θα εμπνεύσει το νέο κινηματογραφόφιλο αφεντικό του να τον φωτογραφήσει σε επαναπροσδιορισμένες σεκάνς γνωστών κινηματογραφικών ταινιών. Ο γάτος όμως θα εξαφανιστεί -μαζί και η έμπνευση του αφεντικού του-. Ακολουθόντας τα ίχνη από τα πατουσάκια του θα ανακαλύψουμε ότι ο Keanu έχει απαχθεί από ανθρώπους του υποκόσμου.
Στην πραγματικότητα όμως καμία γάτα δεν ενδιαφέρεται για το που ανήκει αφού συνήθως τα αφεντικά ανήκουν στις γάτες. Με πρόθεση να σχολιάσει την ιντερνετική μανία που θέλει και τον πιό τζόρα να λυγίζει σε ένα μιάου, η κωμωδία αναλώνεται σε ανόητα εφηβικής κατανάλωσης αστεία. Ας ομολογήσουμε πάντως ότι στις σκηνές που εμφανίζεται ο Keanu, όλοι κάνουμε σαν χαζοχαρούμενοι με το πόσο χαριτωμένος είναι…
Ψωμάκι, να βάλω το λουκανικό μου στην ψύχα σου;
Την επόμενη ταινία με τίτλο “Sausage Party” την είδαμε σε μη τελική μορφή με μερικές σκηνές ακόμα σε μορφή animatic αλλά με τελικό ήχο και διάλογο. Ο μετρ της κακογουστιάς Σεθ Ρόγκεν δημιουργεί ένα κινούμενο σχέδιο στο στυλ του Shrek κερδίζοντας (με χοντροκοπιά) το ανόριμο κοινό χωρίς πάλι να αφήσει άσκαστο το χειλάκι των πιο σοφιστικέ. Με αρκετή φαντασία, μεταπροσαρμωσμένα κλισέ των κλασσικών animation (musical νούμερα) αλλά και τις φωνές πολύ ταλαντούχων ηθοποιών καθιερωμένων στο είδος της κωμωδίας, παρουσιάζει το μικρόκοσμο των προιόντων ενός σουπερμάρκετ. Εκεί ζουν στα ράφια μυριάδες προιόντα με την ελπιδα να αγοραστούν πριν φτάσει η ημερομηνία λήξης τους. Όταν μια μουστάρδα με μέλι επιστρέψει στο ράφι της και επιμορφώσει τα προιόντα για την πραγματικότητα του έξω κόσμου, ένα λουκάνικο και ένα ψωμάκι θα ψάξουν τρόπους να γλιτώσουν από τον βάναυσο ετούτο κόσμο του εμπορίου, του καταναλλωτισμού αλλά και των ανθρώπων.
Χωρίς να δίνω spoilers στην ταινία θα δείτε μεταξύ άλλων: χρησιμοποιημένα προφυλακτικά να μιλάνε, σεξουαλικό όργιο προιόντων σύντομης ημερομηνίας κατανάλλωσης, ινδιάνικη κοινότητα οικοπνευματούχων και άλλες παλαβωμάρες που ή θα σας διασκεδάσουν ή θα σας εξοργήσουν. Η φωνή της Κρίστεν Γουίγκ πάντως στο ρόλο του συσκευασμένου ψωμιού τα σπάει big time.
Φεστιβαλικά λουκούμια για μύστες:
Η ταινία που δεν εμφανίζει τον πρωταγωνιστή της:
Πριν αρκετούς μήνες ένα παράξενο trailer έκανε την εμφάνιση του στο διαδίκτυο προκαλώντας τον ενθουσιασμό της παγκόσμιας κοινότητας των gamers αλλά και την απορία σε όλους τους υπόλοιπους. Θα μπορούσε μια ταινία δράσης γυρισμένη εξολοκλήρου ως POV να λειτουργήσει;
Στον χώρο των video games, η προπτική από τα μάτια του χαρακτήρα είναι ένα ολόκληρο είδος, τα first person παιχνίδια που μάλιστα έχουν φανατικό κοινό και έχουν προσφέρει αριστουργήματα όπως το Doom, την σειρά Quake, αλλά και πιο πρόσφατα όπως το Gears of War και το Bioshock.
Στηριζόμενος λοιπόν πάνω στην αισθητική και την φιλοσοφία του συγκεκριμένου είδους, το Hardcore Henry τοποθετεί τη ιστορία σε ένα δυστοπικό μέλλον όπου τα cyborgs είναι πραγματικότητα και ο πόλεμος μεταξύ πολυεθνικών εταιρειών έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Μέσα σε όλα αυτά, ο Herny ξυπνά έχοντας χάσει την μνήμη του σε ένα εργαστήριο για να διαπιστώσει ότι το μισό του σώμα είναι πλέον τεχνητό και ότι κουβαλά ένα μυστικό που τον κάνει στόχο για ότι κινείται και αναπνέει γύρω του.
Το Hardcore Henry είναι ένα εντυπωσιακό τεχνικό εγχείρημα το οποίο αποτελεί από μόνο του ένα καινούριο είδος ταινιών. Η ερώτηση όμως παραμένει, μπορεί να λειτουργήσει μια τέτοια ταινία;
Η POV προοπτική έχει γίνει αρκετά δημοφιλής την τελευταία δεκαετία μέσω των action cameras. Χιλιάδες videos στο youtube διηγούνται μικρές καθημερινές ιστορίες ή απλώς δείχνουν τον κόσμο από τα μάτια του χειριστή της κάμερα. Στον κινηματογράφο είναι ένα αφηγηματικό εργαλείο το οποίο προσδίδει στην υποκειμενικότητα του χαρακτήρα. Στα first person games, η pov σου δίνει την δυνατότητα να εξερευνήσεις τον κόσμο, προσθέτοντας ακόμα ένα επίπεδο αλληλεπίδρασης.Όμως την ταχύτητα, την δράση και τον ρυθμό, τον καθορίζει ο παίκτης. Το Hardcore Herny είναι η οπτική όχι πια του παίκτη αλλά του gamer-σκηνοθέτη που επιλέγει να μας δείξει στιγμιότυπα από το παιχνίδι του.
Η επηρροές του σκηνοθέτη από συγκεκριμένους τίτλους είναι εμφανής, όπως το τεχνολογικό background της ιστορίας από το Deus Ex: Human Revolution, τις σκηνές απόδρασης με parkour, από το Mirror’s Edge ή οι ρετρό επηρροές από το Bioshock.