ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΗΘΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΔΑ ΒΑΡΒΑΡΑ ΔΟΥΜΑΝΙΔΟΥ.
Η ηθοποιός και σκηνοθέτιδα Βαρβάρα Δουμανίδου που αυτή την περίοδο σκηνοθετεί στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ την παράσταση Τα κόκκινα φανάρια, όπου και πρωταγωνιστεί, μίλησε στη Δελίνα Βασιλειάδη και στο ΦΙΛΜ ΝΟΥΑΡ.
ΔΕΛΙΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ: Καλημέρα σας κ. Δουμανίδου. Σκηνοθετείτε και πρωταγωνιστείτε στην παράσταση του Θεάτρου του Άλλοτε Τα κόκκινα φανάρια που παίζεται στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ. Μιλήστε μας για αυτό.
[wp_ad_camp_1]
ΒΑΡΒΑΡΑ ΔΟΥΜΑΝΙΔΟΥ: Τα κόκκινα φανάρια είναι η γνωστή ταινία που γυρίστηκε το 1963 με ένα καταπληκτικό καστ ηθοποιών, Καρέζη, Λαδικού, Χρονοπούλου, Διαμαντίδου, Ανουσάκη… Είναι, όμως, πρωτίστως ένα θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού. Ο Γαλανός ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ενώ έκανε τρομερές σπουδές στο Εθνικό, στο Θέατρο Τέχνης, στο Λονδίνο, είχε δηλαδή αρκετές περγαμηνές, κατέληξε κάποια στιγμή, μετά από τη συγγραφή του έργου Τα κόκκινα φανάρια, μοναχός στο Άγιο Όρος. Κι αφού υπήρξε μοναχός για αρκετά χρόνια –μάλιστα όταν με τους IN VITRO είχαμε ανεβάσει Τα κόκκινα φανάρια ο Αλέκος Γαλανός ακόμα ζούσε- πέθανε μόνος, φτωχός, μακριά απ’ όλους σε ένα υπόγειο της Αθήνας, ξεχασμένος… Δεν ξέρω βέβαια αν όντως ήταν ξεχασμένος ή αυτό ήταν τελικά δική του επιλογή. Ανεξάρτητα, μπορούμε να πούμε πως είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωή. Για μας. Για αυτόν δεν ξέρω πως ήταν. Το σημαντικό είναι πως ο Αλέκος Γαλανός έγραψε ένα αριστούργημα το οποίο μετά από την εκτίμηση των σκηνοθετών εκείνης της εποχής, έγινε και η περίφημη ταινία. Από ότι γνωρίζω κι ο ίδιος είχε ενστάσεις στο ανέβασμά της γιατί είχε πολύ μεγάλη εκτίμηση στις γυναίκες εκείνες και η ένστασή του αφορούσε στο πως παρουσιάστηκαν οι γυναίκες αυτές τελικά. Ωραιοποιημένες. Αυτός ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε μέσα στα σπίτια. Δηλαδή, όλοι ξέρουμε πλέον ότι αυτές οι γυναίκες είναι μέσα στα σπίτια όχι απόλυτα με τη θέλησή τους. Νομίζουμε, και ενδεχομένως και οι ίδιες να το νομίζουν, πως είναι επιλογή δική τους, αλλά αυτό που εγώ θεωρώ ότι συμβαίνει είναι πως καμία γυναίκα δε θα άντεχε να έχει μέσα στο σώμα της καθημερινά 50 και 100 άνδρες κάθε λογής. Δε μιλάμε για ωραίους, έξυπνους, καλοσχηματισμένους… Μιλάμε για βρώμικους… για κάθε λογής τέλος πάντων. Πραγματικά πιστεύω, λοιπόν, πως μια τέτοια επιλογή έρχεται από το παρελθόν. Γυναίκες κακοποιημένες σεξουαλικά στην παιδική ηλικία, είτε μεγαλωμένες στη φτώχια, οπότε δεν είχαν άλλον τρόπο να βιοποριστούν, είτε η κλασική ιστορία όπου ένας αγαπητικός μάζευε κοπέλες από τα χωριά τους, όπου αν ήταν και λίγο ομορφούλες τις εκμεταλλευόντουσαν τα αφεντικά τους και μετά τις έφερναν στις πόλεις με το πρόσχημα ότι θα τις κάνουν βασίλισσες. Και τις έβαζαν στα σπίτια. Όλες αυτές οι ιστορίες υπάρχουν στο κείμενο του Γαλανού. Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια πολύ ωραία γκάμα χαρακτήρων, γυναικών και ανδρών, που δυστυχώς στην ταινία του ’63 δε μπόρεσαν να φανούν. Εμείς έχουμε πιάσει πιο συναισθηματικά το θέμα. Τι θέλω να πω… Λόγω της ωραιοποιημένης –θα το ξαναπώ- εικόνας που παρουσίαζε τότε ο κινηματογράφος για τις γυναίκες στα συγκεκριμένα σπίτια, λόγω και της εποχής που δε μπορούσαν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους, αλλά και επειδή, όπως φαντάζομαι, ότι ούτε η Λαδικού, ούτε η Καρέζη, ούτε καμία άλλη από εκείνες τις ηθοποιούς θα δεχόντουσαν να κάνουν αυτά που κάνουν σήμερα εδώ οι δικοί μου ηθοποιοί, κάποια πράγματα δε φωτίστηκαν αρκετά. Εμείς προσπαθούμε να αναπτύξουμε την ωμή ρεαλιστική εικόνα των σπιτιών αυτών, αλλά συγχρόνως να δώσουμε κι ένα στίγμα ως προς το τι συμβαίνει σήμερα. Κι αυτό το κατορθώνουμε με το να υπάρχει πάντα μια παράλληλη δράση στο έργο, ένα δωμάτιο, που είναι ένα δωμάτιο αυτού του σπιτιού βεβαίως, αλλά είναι ταυτόχρονα κι ένα δωμάτιο του σύγχρονου trafficking, όπου βλέπουμε μια γυναίκα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης να δέχεται άνδρες σε συνεχή ροή. Αυτό είναι κάτι που μόλις χτες που έγινε η πρεμιέρα μας κατάλαβα πως λειτουργεί. Οι περισσότεροι θεατές μου είπαν πως, ενώ, φυσικά, η πρώτη εικόνα, η ιστορία που διαδραματιζόταν τους τραβούσε, μόλις γύριζαν το κεφάλι έβλεπαν διαρκώς την εικόνα του δωματίου και της ροής των ανδρών και αυτό τους έδινε να καταλάβουν τι περνούν αυτές οι γυναίκες. Και νομίζω πως τελικά αυτό που θέλαμε να πετύχουμε το πετύχαμε.
Δ.Β.: Στο Θέατρο του Άλλοτε παρουσιάζετε τα πράγματα ωμά, ρεαλιστικά. Όπως είναι.
Β.Δ.: Ακριβώς. Νομίζω πως αυτό έχουμε ανάγκη. Έφτιαξα το Θέατρο του Άλλοτε το 2011 επειδή ήταν ανάγκη μου να προσφέρω στον θεατή, επειδή κι εγώ από θεατής ξεκίνησα, αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Είτε στοχεύοντας να ενεργοποιήσουμε με κάποιον τρόπο το συναίσθημα του θεατή, είτε παρουσιάζοντας τη σκληρότητα που υπάρχει στη ζωή μας. Και φυσικά καταπιανόμαστε με θέματα όπως είναι ο θάνατος, όπως είναι ο έρωτας… Πράγματα που σε βασανίζουν.
Δ.Β.: Κι έχετε συσπειρώσει γύρω σας συνεργάτες πρόθυμους να σας ακολουθήσουν και να ανταποκριθούν στις δυσκολίες και στις προκλήσεις που θέτετε.
Β.Δ.: Ακριβώς. Κάθε έργο μας είναι μια πρόκληση. Και σε αυτό το έργο είχαμε μια πρόκληση, επειδή νομίζαμε πως το ρεαλιστικό θέατρο είναι εύκολο. Αλλά η αλήθεια είναι πως είναι πολύ δύσκολο, επειδή μπορείς να πέσεις σε παγίδες που δεν τις είχες προνοήσει. Οπότε δυσκολευτήκαμε αρκετά. Παρόλα αυτά ήτανε για όλους μας άσκηση αυτό. Το πως μπορούμε να βγούμε φυσικοί και ρεαλιστικοί σε μια τόσο σκληρή πραγματικότητα, την οποία δεν έχουμε βιώσει. Γιατί και αυτό είναι πολύ βασικό. Οι άνδρες που έχουμε στην ομάδα είναι όλοι εξαιρετικοί χαρακτήρες. Κι έπρεπε να κάνουν τους μαστροπούς, τους κακούς… με απόλυτα φυσικό τρόπο, βγάζοντας μια άγρια, τραχιά πλευρά, που δεν την έχουν.
Δ.Β.: Και τους τη διδάξατε εσείς ως σκηνοθέτιδα της παράστασης.
Β.Δ.: Ναι, φυσικά, έδωσα οδηγίες, αλλά κι εκείνοι έκαναν την έρευνά τους και τη δουλειά τους.
Δ.Β.: Πόσο καιρό κάνατε πρόβες;
Β.Δ.: Ξεκινήσαμε τις πρώτες αναγνώσεις τον Αύγουστο και τελειώσαμε χτες στην πρεμιέρα. Από τον Σεπτέμβρη ξεκινήσαμε τις εντατικές πρόβες. Είναι μεγάλο το διάστημα, αλλά είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο έργο, είμαστε 15 ηθοποιοί επί σκηνής, υπάρχει επίσης και ένας μουσικός, ο Πέτρος Σατραζάνης, που έχει γράψει μια καταπληκτική μουσική, και υπάρχει και η Νατάσα Κοψαχείλη που τραγουδά ζωντανά στην παράσταση. Οπότε καταλαβαίνετε ότι ήταν πολύ δύσκολο όλοι αυτοί οι άνθρωποι να ενορχηστρωθούν και να συντονιστούν. Έπρεπε να γίνει πολλή δουλειά.
[wp_ad_camp_1]
Δ.Β.: Τι ετοιμάζετε μετά;
Β.Δ.: Ο προγραμματισμός μας είναι να ανεβάσουμε αρχές Μαρτίου στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ πάλι το έργο Η κόρη και ο ξένος. Είναι μια υπέροχη παραλογή δημοτικού που δε μας έρχεται από το παρελθόν, αλλά την έχει γράψει η Μαρία Ράπτη. Είναι αριστουργηματικό έργο, όπως και ο Κάτω Κόσμος, πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο, πάλι με εκείνες τις παλιακές αναφορές στην αγάπη, το θάνατο και τη ζωή. Παίζω εγώ και ο Δημήτρης Βασιλειάδης και ζωντανά τραγουδά η Νατάσα Κοψαχείλη που είναι και η αφηγήτρια της ιστορίας, ενώ ο Ακριβός Ζερβός παίζει μουσική με παραδοσιακά όργανα. Μετά από αυτό φιλοδοξούμε να ξαναανεβάσουμε, γιατί μας το ζητάνε πάρα πολλοί θεατές, Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα στο Μπενσουσάν Χαν. Το θέλουμε κι εμείς πολύ. Να το ανεβάσουμε έτσι, για λίγες μέρες. Και το μεγάλο μας έργο είναι οι Βάκχες που θέλουμε να ανεβάσουμε το καλοκαίρι πρωτίστως στη Θεσσαλονίκη και μετά να πάει περιοδεία.
Δ.Β.: Τέλεια. Μας έχετε συστήσει και μια μπάλα. Μια ειδική μπάλα που βγάζει ήχο για παιδιά με προβλήματα όρασης. Μιλήστε μας για αυτό.
Β.Δ.: Όλο αυτό το θέμα μου ήταν εντελώς άγνωστο, αλλά όταν γνώρισα τον Ηλία Μάστορα μου παρουσίασε αυτή τη μπάλα ως το μεγάλο του όνειρο. Ο Ηλίας ασχολείται με το ποδόσφαιρο τυφλών εδώ και 20 χρόνια και του πήρε ουσιαστικά 20 χρόνια για να ανακαλύψει ότι τα τυφλά παιδιά δεν είχαν μια μπάλα να παίζουν, ενώ οι ενήλικες ποδοσφαιριστές με προβλήματα όρασης είχαν μπάλα και παίζανε, προπονούνταν. Κι αυτό το αντιλήφθηκε σε μια παρουσίαση ενός παιδικού βιβλίου του όπου έκανε δώρο σε ένα τυφλό τρίχρονο παιδάκι μια μπάλα για τυφλούς αλλά ενηλίκων. Και το παιδί δε μπορούσε να παίξει με αυτή τη μπάλα. Και τότε ο Ηλίας αναρωτήθηκε «γιατί δε φτιάχνουμε μια μπάλα για τα μικρά παιδιά» κι έτσι έκανε έργο ζωής αυτή τη μπάλα που είναι ίδια με των ενηλίκων, αλλά είναι πιο μικρή και πιο ελαφριά. Και το σπουδαίο είναι ότι όλα τα παιδιά, όχι μόνο τα τυφλά, μπορούν να παίξουν με αυτή τη μπάλα. Δηλαδή να παίξουν ΜΑΖΙ, όλα τα παιδιά σε μια παρέα. Είναι θέμα ένταξης. Το πώς μπορεί ένα παιδί τυφλό να παίξει ΜΑΖΙ με παιδιά που βλέπουν στο πάρκο, στο σχολείο.
Δ.Β.: Μιλήστε μας για την Ελλάδα της κρίσης σε σχέση με την Τέχνη.
Β.Δ.: Θα πω το κλισέ. Ότι η τέχνη πάντα ανθίζει όταν υπάρχουν δυσκολίες. Νομίζω ότι ο άνθρωπος ανθίζει στις δυσκολίες, κι όχι μόνο η τέχνη. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στο υπόγειο αρχίζει και ανεβαίνει. Όταν είναι ψηλά δεν τον ενδιαφέρει. Οι περισσότεροι είμαστε λίγο νωχελικοί, λίγο βαριεστημένοι, λίγο βολεμένοι, τα ψιλο-έχουμε και όλα… οπότε κάθε φορά που κάτι ταρακουνά την ισορροπία μας και την άνεσή μας αρχίζουμε και κινούμαστε. Και η κίνηση είναι κάτι καλό. Πιστεύω πως πρέπει πάντα να κινούμαστε και να δημιουργούμε ανεξάρτητα από την κρίση, αλλά σε περιόδους κρίσης εμείς οι καλλιτέχνες –αν μπορούμε να λεγόμαστε καλλιτέχνες, στο θάνατο ή μετά θάνατον θα το ξέρουμε αυτό- πρέπει να εφευρίσκουμε νέους τρόπους για να ξαναδημιουργούμε τη ζωή.
Δ.Β.: Το έργο σας Τα κόκκινα φανάρια σχετίζεται θεματικά και με το σύγχρονο πρόσφατο κίνημα για τη σεξουαλική παρενόχληση. Επειδή έχουν ακουστεί πολλές απόψεις για το θέμα, εσείς που στέκεστε;
Β.Δ.: Εγώ θα πω αυτό που έλεγε ο Μπρεχτ, ότι κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά. Δε μπορούμε να τα τσουβαλιάζουμε όλα, δε μπορούμε να γενικεύουμε. Πάντα η γενίκευση είναι φασισμός. Δεν ξέρω, δεν ήμουν μπροστά, δεν βρέθηκα ποτέ σε τέτοιες καταστάσεις. Σαφώς και όταν ήμουν νεώτερη υπήρξαν άνθρωποι που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τη συντροφιά μου, να το πω έτσι, μιλώ για άντρες μεγαλύτερους, που έτυχε να δουλεύω για αυτούς ή οτιδήποτε άλλο, αλλά εγώ έβρισκα πάντα τον τρόπο να ξεφεύγω από κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν όλες οι γυναίκες έχουν την ίδια ψυχική δύναμη, την ίδια ισορροπία μέσα τους για να μπορέσουν να κάνουν κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι ανά τους αιώνες η γυναίκα θεωρείται αδύναμο πλάσμα και μας έχουν μάθει να είμαστε κατώτερες αυτό είναι μια αλήθεια που δυστυχώς μεγαλώνοντας την ανακαλύπτω συνεχώς. Θεωρώ ότι οι γυναίκες κουβαλάμε κάτι από την εποχή των σπηλαίων μάλλον, που ακόμα δε μπορούμε να το αποβάλουμε γιατί δε μας αφήνουν. Το Κράτος, η Εκκλησία, η κοινωνία γενικώς. Μας έχουν τοποθετήσει σε ένα σημείο από το οποίο δε μπορούμε να φύγουμε εύκολα. Νομίζω πως αν η κάθε μια από μας κάνει μια υπέρβαση, ένα βήμα προς την απελευθέρωση θα κάνουμε λίγο καλύτερο τον κόσμο για τις επόμενες γενιές, για τα παιδιά μας.
Δ.Β.: Σας ευχαριστώ πολύ. Καλή επιτυχία σε όλα.
Β.Δ.: Εγώ ευχαριστώ.