ΔΕΛΙΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ: Καλησπέρα σας κ. Κιμούλη. Αυτήν την περίοδο βρίσκεστε στη Θεσσαλονίκη μας με την παράσταση Θείος Βάνιας του Άντον Τσέχωφ, όπου όχι μόνο ερμηνεύετε την ομώνυμο ρόλο, αλλά υπογράφετε μετάφραση και σκηνοθεσία. Χαρακτηριστικό είναι πως το έργο το αντιμετωπίζετε πιο σύγχρονα, διαδραματίζεται δηλαδή σε μια εποχή πιο κοντά στη δική μας, σε σχέση με την εποχή κατά την οποία γράφτηκε. Για ποιο λόγο να έρθει σήμερα στην Ελλάδα κάποιος να παρακολουθήσει την παράστασή σας;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ: Καλησπέρα. Καταρχάς δεν έφερα το έργο στο σήμερα. Το έργο ούτως ή άλλως παίζεται σήμερα. Κι όταν μια παράσταση παρουσιάζεται στο τώρα, δεν μπορεί να μην είναι στο τώρα. Ένα έργο δεν το μεταφέρεις σε μια άλλη εποχή επειδή απλώς του αλλάζεις κοστούμια. Ένα έργο παίζεται από ηθοποιούς του τώρα σε θεατές του τώρα. Άρα η έννοια της παροντοποίησης μιας παράστασης συμβαίνει. Γίνεται.
Δ.Β.: Πολλά ανεβάσματα έχουν κρατήσει την εποχή που γράφτηκε το έργο.
Γ.Κ.: Έχουν κρατήσει τα κοστούμια της εποχής, θέλετε να πείτε. Όχι τη συμπεριφορά. Γιατί αυτή δεν την ξέρουμε. Άρα τι σημαίνει όταν λέμε «ανεβαίνει κάτι κλασικά» ή “όπως παιζόταν τότε”; Σημαίνει απλώς πως αυτό που βλέπουμε θέλουμε να μας θυμίζει μια παράσταση που έχουμε δει σε κάποιες φωτογραφίες. Για παράδειγμα, όταν ρωτούν γιατί δεν παρουσιάζετε την αρχαία ελληνική τραγωδία όπως ήταν, νομίζουν ότι εννοούν όπως παιζόταν στην αρχαία Ελλάδα. Αλλά στην πραγματικότητα δεν εννοούν αυτό. Κανένας δεν ξέρει με ποιον τρόπο παιζόταν η αρχαία ελληνική τραγωδία τότε. Εννοούν, στην καλύτερη περίπτωση, τον τρόπο που ανέβαζε την τραγωδία ο αείμνηστος Ροντήρης ή Φώτος Πολίτης. Το ίδιο ισχύει για τον Σαίξπηρ. Ούτε ο ίδιος δεν ανέβαζε τα έργα του με τα κοστούμια της εποχής του έργου. Τίτος Ανδρόνικος για παράδειγμα. Διαδραματίζεται την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Υπάρχει όμως μια γκραβούρα της εποχής του Σαίξπηρ, από μία παράσταση αυτού του έργου, όπου βλέπουμε όλους τους ηθοποιούς με κοστούμια όχι ρωμαϊκής περιόδου, αλλά της Αναγέννησης. Κοστούμια της εποχής του Σαίξπηρ, δηλαδή. Είναι, λοιπόν, ένας μύθος αν εκσυγχρονίζεις ή αν εκμοντερνίζεις τα πράγματα. Το ίδιο συμβαίνει στον Τσέχωφ. Ένα έργο είναι κλασικό επειδή όταν παρουσιάζεται, είναι σαν να έχει γραφτεί στην εποχή που παρουσιάζεται. Και ο Θείος Βάνιας είναι ένα κλασικό έργο. Ποιο είναι το βασικό του θέμα; Η γελοιότητα της παραίτησης. Η γελοιότητα του παραιτημένου ανθρώπου. Αυτό που συμβαίνει, στη δική μας χώρα, αυτήν την εποχή. Δίπλα στις σημειώσεις του Τσέχωφ για τον Θείο Βάνια βρέθηκε ο Εκκλησιαστής. Το γνωστό “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης.” Η οπτική όμως του Τσέχωφ, ο τρόπος που “κοίταξε” την έννοια της ματαιότητας, ανατρέπει τα πάντα. Πότε επικάθεται μέσα μας η ματαιότητα; Όταν υπάρχει μια συσσώρευση αποτυχιών, ηττών και βυθίζεται ο άνθρωπος στον χώρο του απέλπιδου. Ο Τσέχωφ κάνει, λοιπόν, μια περίεργη στροφή. Βλέπει και παρουσιάζει μεγεθυμένα, όχι τόσο το δραματικό, αλλά το γελοίο στοιχείο που υπάρχει στη ματαιότητα.
Δ.Β.: Έχει σημασία αν οι ήττες αυτές συμβαίνουν εξαιτίας των συγκυριών, μιας ατυχίας κλπ ή αν συμβαίνουν απλώς επειδή κάποιος είναι άχρηστος, ανίκανος, ατάλαντος σε κάτι που επιχειρεί;
Γ.Κ.: Όχι. Δεν υπάρχει άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του άχρηστο. Επίσης, κάποιος που ίσως φαίνεται σε κάτι άχρηστος, σε κάτι άλλο μπορεί να μην είναι. Πολλοί άνθρωποι έχουν παρακινηθεί να ασχοληθούν με κάτι από κάποιους άλλους ή από τις ίδιες τις συγκυρίες, και σε αυτό το κάτι δεν είναι ταλαντούχοι. Όταν λέω ταλαντούχος να σας εξηγήσω τι εννοώ.
Δ.Β.: Αναφέρεται η έννοια αυτή και στο έργο σας. Από την Ελένα.
Γ.Κ.: Ναι. Το ταλέντο βγαίνει από τη λέξη τάλαντο. Δεν είναι όμως αυτό που μας έχει δωρίσει η φύση και με το οποίο πληρωνόμαστε. Είναι αντιθέτως αυτό που πληρώνουμε εμείς. Διότι αποφασίζουμε να δώσουμε κομμάτι από την ψυχή μας στον χώρο της αγοράς. Το να δίνεις στο αγοραίο τμήμα της αγοράς την ψυχή σου, έχει ένα είδος έπαρσης. Θα το πληρώσεις λοιπόν.
Δ.Β.: Η Τέχνη δηλαδή έχει μια έπαρση;
Γ.Κ.: Ναι. Έπαρση, αλλά και αντοχή. Αυτό είναι το ταλέντο. Η αντοχή και η δύναμη που μπορεί να διαθέτεις, όταν έχεις την έπαρση να καταθέτεις όλον τον ψυχονοητικό σου χώρο στην αγορά. Είτε στο αγοραίο είτε στο μη αγοραίο τμήμα της αγοράς. Κάποιοι αναγκάζονται να ασχοληθούν με κάτι στο οποίο δεν μπορούν να αφοσιωθούν απόλυτα. Δεν έχουν τη δύναμη, δεν αντέχουν να παραμένουν εμμονικά σ’ αυτό. Δεν σημαίνει όμως πως είναι άχρηστοι ή ανίκανοι γενικώς.
Δ.Β.: Αυτό έπαθε ο Θείος Βάνιας;
Γ.Κ.: Αυτό. Πίστεψε πως, αν ζούσε στην πρωτεύουσα, θα μπορούσε να ήταν ο Ντοστογιέφσκι ή ο Σοπενχάουερ. Όχι, δεν θα ήταν. Είτε έμενε στη Μόσχα, είτε στην επαρχία που ζει. Η επαρχία αρκετές φορές δημιουργεί πνιγμονή. Ιδίως σε ομφαλοκεντρικές χώρες. Όπως είναι κι η δική μας. Είναι αλήθεια, αλλά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, που χρησιμοποιείται ως δικαιολογία της απραξίας μερικών. Με κάτι άλλο ίσως θα έπρεπε να είχε ασχοληθεί ο Βάνιας.
Δ.Β.: Με τι;
Γ.Κ.: Πρώτ’ απ’ όλα με την ενηλικίωσή του. Συμπεριφέρεται σαν να είναι ορφανός. Μιλάει απαξιωτικά για τη μητέρα του και δεν αναφέρει σχεδόν πουθενά μέσα στο έργο κάτι για τον πατέρα του. Ο Τσέχωφ σε πολλά έργα του ασχολείται με την απηραιότητα, την ορφάνια από πατέρα. Μην ξεχνάμε πως το πρώτο του έργο, ο Πλατόνωφ, μπορεί να είχε κι αυτόν τον τίτλο.
Δ.Β.: Κι αν δεν ήταν δικός του πατέρας;
Γ.Κ.: Δεν λέγεται κάτι τέτοιο. Στο θέατρο ερμηνεύουμε αυτά που λέει ο συγγραφέας. Όχι αυτά που φανταζόμαστε εμείς.
Δ.Β.: Υπηρετείτε εσείς τον συγγραφέα ή μέσω του λόγου του εκφράζετε εσείς το δικό σας όραμα;
Γ.Κ.: Ούτε υπηρετώ, ούτε μιλώ εκ μέρους του συγγραφέα. Ερμηνεύω τον συγγραφέα κι η ερμηνεία είναι δική μου. Τι σημαίνει αυτό; Ερμηνεύω εμένα μέσω του συγγραφέα και ερμηνεύω τον συγγραφέα μέσω εμού. Δεν γίνεται αλλιώς. Τον εαυτό μου παρουσιάζω μέσω των ερμηνειών μου.
Δ.Β.: Σε κάθε τέχνη συμβαίνει αυτό.
Γ.Κ.: Παντού. Στη ζωή μας. Ερμηνεύουμε τα πάντα εν διαλόγω. Όταν συμφωνώ με κάποιον που συνομιλώ, δεν σημαίνει μόνο ότι συμφωνώ μ’ αυτόν. Σημαίνει ότι ο απέναντί μου αναγνωρίζει εμένα και μέσω αυτής της αναγνώρισης, αναγνωρίζω για άλλη μία φορά τον εαυτό μου. Αυτό γίνεται σε κάθε διάλογο. Και το θέατρο είναι ένας διαρκής διάλογος. Όλοι αυτοετεροπροσδιοριζόμαστε μέσω του ερμηνευτικού διαλόγου με τους άλλους. Για να επανέλθουμε όμως στο έργο. Το τραγικό του Βάνια κατά τη γνώμη μου είναι ότι δεν μπόρεσε ποτέ να βρει αυτό το κάτι στο οποίο θα μπορούσε να αφοσιωθεί και χρησιμοποιεί την παραμονή του στην επαρχία ως δικαιολογία.
Δ.Β.: Ο Βάνιας, όμως, σύμφωνα με όσα μας λέει στο έργο για το κτήμα που ξεχρέωσε για λογαριασμό της αδερφής του, για τη δουλειά του κλπ… μας δείχνει πως ο ίδιος επέλεξε να μείνει στην επαρχία. Ο ίδιος επέλεξε αυτήν τη ζωή. Θα μπορούσε να πει «Εγώ φεύγω.» αλλά δεν το έκανε, όπως, για παράδειγμα συνέβη στο Τίμημα του Μίλλερ, όπου ο ένας αδερφός είπε «Μένω» τη στιγμή που ο άλλος είπε «Φεύγω».
Γ.Κ.: Σωστά.
Δ.Β.: Πού καταλήγουμε, λοιπόν, με όλα αυτά;
Γ.Κ.: Στο ότι η ζωή είναι μια. Μοναδική. Όπως λέει ο Νίτσε, είναι ένα πέρασμα. Κανείς δεν πρέπει να παραιτείται απ’ αυτό το φως που μας δωρίζεται.
Δ.Β.: Θα επιμείνω. Ο Βάνιας επέλεξε αυτήν τη ζωή. Επέλεξε να βοηθήσει την αδερφή του με όποιον τρόπο και με προσωπικό κόστος. Επέλεξε την ανώτερη επιλογή. Και μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν και πολύ ευτυχισμένος με τις επιλογές του. Ο ίδιος λέει πως μεταφράζαμε τα έργα του καθηγητή και καμαρώναμε, τον θαυμάζαμε… Όλα αυτά είναι ψέματα;
Γ.Κ.: Ναι.
Δ.Β.: Σε ποιον; Στον εαυτό του;
Γ.Κ.: Σε όλους.
Δ.Β.: Όμως, ο Βάνιας ζούσε με τις αυταπάτες του. Κι εκείνη την ώρα που τις πίστευε ήταν ευτυχισμένος. Δεν είναι έτσι;
Γ.Κ.: Όχι. Γιατί άλλο πράγμα είναι να είναι κάποιος ευτυχισμένος κι άλλο να έχει αυταπάτες. Στο βάθος αυτός που έχει αυταπάτες ξέρει ότι είναι αυταπάτες. Το γνωρίζει. Ο Βάνιας το γνώριζε. Άλλο αν δεν το παραδεχόταν, ούτε στον εαυτό του. Ο συναισθηματικός του χώρος όμως δεν ήταν πλήρης. Το ένιωθε και το ήξερε.
Δ.Β.: Είναι ανώριμος;
Γ.Κ.: Εντελώς. Το όνομα Βάνιας είναι το υποκοριστικό του Ιβάν, Γιάννης στα ελληνικά. Γιαννάκη, τον λένε. Ο Βάνιας δεν αντιμετώπισε τις αποτυχίες του ως σημάδια που θα τον οδηγούσαν στο σωστό μονοπάτι. Γιατί έτσι πρέπει οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουν τις αποτυχίες τους. Απέθεσε όλη του τη δημιουργία πάνω σε αυτά τα οποία έχει χάσει. Επένδυσε δηλαδή στην ήττα του. Κι επειδή δεν υπάρχει χειρότερη ασθένεια από τη συνήθεια, συνήθισε. Κάποια στιγμή λέει «Γιατί δεν της είχα πει τότε πως είμαι ερωτευμένος μαζί της (με την Ελένα)». Ο Βάνιας δεν είναι ερωτευμένος με την Έλενα τώρα. Είναι ερωτευμένος με την τότε Έλενα. Ο Βάνιας ξέρει χρόνια για την ήττα του. Ξέρει καιρό πως ο καθηγητής τον εκμεταλλεύεται. Όταν του λέει «Ένα ευχαριστώ δεν μου έχεις πει», νομίζετε πως αυτή η σκέψη του γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή; Προφανώς όχι.
Δ.Β.: Εφόσον τα είχε σκεφτεί όλα αυτά, για ποιον λόγο δεν τα είπε παλιότερα; Ήθελε επίτηδες να αποτύχει;
Γ.Κ.: Δυστυχώς η αλήθεια είναι πως πολλοί άνθρωποι νιώθουμε ένα γλυκό μαγνητισμό στην αποτυχία. Εκεί μέσα δικαιολογούμε πολλά πράγματα. Φανταστείτε τα όνειρα που κάνουμε στον ξύπνιο μας. Πάντα βάζουμε στο οπτικό μας πεδίο την αποτυχία. Αυτό δεν γίνεται μόνο για να ησυχάσουμε σε περίπτωση αποτυχίας, αλλά και επειδή η ίδια η αποτυχία έχει ένα είδος γοητείας. Επομένως, αν κάποιος, όπως ο Βάνιας, κουρδίσει πάνω σε αυτό, δεν εκλαμβάνει τις αποτυχίες ως σημάδια για να αλλάξει μονοπάτι, αλλά αντιθέτως τις αντιμετωπίζει ως σημάδια για να επιμείνει να ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι.
Δ.Β.: Το ίδιο κάνει κι η Σόνια;
Γ.Κ.: Περίπου. Αν και η Σόνια, ως νέα που είναι, στην αρχή ελπίζει. Στη συνέχεια όμως, λόγω της συσσώρευσης τόσων αποτυχιών, αποφασίζει να πιστέψει πως αυτό που ελπίζει δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Για αυτό και γίνεται νύμφη θανάτου στο τέλος. Ο τελευταίος μονόλογός της, που απ’ τις δραματικές σχολές μαθαίνουν λανθασμένα, να τον αντιμετωπίζουν ως κάτι το αισιόδοξο, στην πραγματικότητα είναι ένας ύμνος στον θάνατο. Δεν υπάρχει πιο τραγικό πράγμα από έναν νέο άνθρωπο που υμνεί τον θάνατο. Και να λέει «θα αναπνεύσουμε όταν πεθάνουμε» ή “το κακό υπάρχει στη ζωή”. Με αυτήν την απαισιόδοξη δήλωση κλείνει ο Τσέχωφ το έργο του. Πως η νέα γενιά έχει κληρονομήσει από την προηγούμενη γενιά τη ματαιότητα. Η οποία της την κληροδότησε λόγω της δικής της ήττας. Κάτι που συμβαίνει κατά κόρον στην εποχή μας. Για αυτό και στο φινάλε του έργου υπάρχει αυτό το εκκρεμές της κούνιας. Η κούνια μαζί με όλα τα άλλα έχει και τη συμβολική προσπάθεια κάποιου μεγάλου που σπρώχνει κάποιον νεότερο, να φύγει μακριά, αλλά αυτός επιστρέφει πάντα πίσω. Κι αυτό επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Ο Βάνιας δεν μπορεί να ακούει τη Σόνια να υμνεί την άρνηση της ζωής. Δεν το αντέχει.
Δ.Β.: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση και εύχομαι καλή επιτυχία.
Δελίνα Βασιλειάδη