ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΗΘΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΝΙΚΟΡΕΣΤΗ ΧΑΝΙΩΤΑΚΗ – Δ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ

[siteorigin_widget class=”SiteOrigin_Widget_Image_Widget”][/siteorigin_widget]

Ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής, δημοφιλής, εξαιρετικά ταλαντούχος, πολύ δραστήριος, νέος και ιδιαίτερα σεμνός. Πρόσφατα σκηνοθέτησε την πολύ μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια; Ο Νικορέστης Χανιωτάκης μίλησε στο φιλμ νουάρ και απάντησε στα ερωτήσεις μας.

ΔΕΛΙΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ: Καλησπέρα σας. Πριν λίγο καιρό απολαύσαμε στη Θεσσαλονίκη το έργο του Άλμπι Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια; που σκηνοθετήσατε. Μιλήστε μας για αυτό.

ΝΙΚΟΡΕΣΤΗΣ ΧΑΝΙΩΤΑΚΗΣ: Καλησπέρα. Η γίδα του Άλμπι είναι ένα έργο που το γνώρισα όταν ήμουν στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Μου το είχε προτείνει μια συμμαθήτριά μου να το διαβάσω επειδή θεώρησε ότι μου ταιριάζει. Ότι ταιριάζει στον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία μου, σε αυτό που θέλω να κάνω καλλιτεχνικά…

Δ.Β.: Το οποίο είναι…;

Ν.Χ.: Είναι να κάνω έργα που δεν είναι εύκολα, με την έννοια του προφανούς. Θέλω το έργο να έχει κάτι το ακραίο, να έχει ένα μαύρο χιούμορ -που με ενδιαφέρει πολύ-, οι χαρακτήρες να δοκιμάζουν τα όριά τους και ταυτοχρόνως και τα όρια του θεατή. Τέτοιο έργο είναι η Γίδα. Αποφάσισα, λοιπόν, να το κάνω για τις εξαγωγικές εξετάσεις στο τρίτο έτος στη σχολή. Μόλις το διάβασα ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Τρελάθηκα με το κείμενο και, αφού η καθηγήτριά μου το δέχτηκε, το έπαιξα σε δική μου μετάφραση. Τη μετάφραση, δηλαδή, του έργου την είχα από το 2011. Βέβαια, για το πιο πρόσφατο ανέβασμα την επεξεργάστηκα ξανά. Ερμήνευσα τον ρόλο του Μάρτιν, που στο τωρινό ανέβασμα ερμηνεύει ο Νίκος Κουρής. Τελειώνω, λοιπόν, τη δραματική σχολή και δυο χρόνια μετά αρχίζω να ασχολούμαι με τη σκηνοθεσία και ήθελα να το ανεβάσω αυτό το έργο, να το σκηνοθετήσω. Όχι, όμως, να παίξω. Ήθελα να συνεργαστώ με άλλους ηθοποιούς. Αλλά, καθώς τότε ο Άλμπι τότε ήταν εν ζωή, η απόκτηση των δικαιωμάτων των έργων του, και συγκεκριμένα της Γίδας, ήταν κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Οι οικονομικές απαιτήσεις ήταν εξωπραγματικές. Για αυτό είναι μόλις η δεύτερη φορά που αυτό το έργο ανεβαίνει στην Ελλάδα. Τώρα πλέον που ο συγγραφέας δεν ζει, είναι κάπως πιο εύκολα τα πράγματα. Οπότε, ήθελα να το κάνω τότε (δυο χρόνια μετά από τη σχολή). Δεν τελεσφόρησε. Το άφησα σε μια άνω τελεία. Και πέρσι, ενώ δούλευα με τον Νίκο Κουρή στο έργο Γυναίκα με τα μαύρα, ένα θρίλερ που ανεβάσαμε στην Αθήνα, του είπα την ιδέα να κάνουμε τη Γίδα, επειδή θεώρησα πως αυτός (ο Νίκος) είναι ο ιδανικός Μάρτιν. Του άρεσε πολύ το έργο και έτσι το βάλαμε ξανά το τρένο στις ράγες του.

Δ.Β.: Από το 2011, όταν κάνατε την πρώτη μετάφραση του έργου, μέχρι το ανέβασμα που απολαύσαμε στη Θεσσαλονίκη το 2019 πάλι σε δική σας μετάφραση, τι έχει μεσολαβήσει στη μετάφραση και σε εσάς; Στην αντίληψή σας για το έργο;

Ν.Χ.: Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Καταρχάς για ακόμα μια φορά επαληθεύεται αυτό που πιστεύω. Ότι όταν κάτι δεν γίνεται, υπάρχει ένας καλός λόγος που δεν γίνεται. Το timing είναι πολύ σπουδαίο.

Δ.Β.: Πιστεύετε, δηλαδή, στη Μοίρα;

Ν.Χ.: Ναι. Μου αρέσει να πιστεύω στη μοίρα. Μου αρέσει πολύ. Μου αρέσει να πιστεύω στο μεταφυσικό…

Δ.Β.: Στον Θεό;

Ν.Χ.: Ναι. Οτιδήποτε δεν είναι απτό, εμένα μου αρέσει να το πιστεύω. Το να έχω πίστη σε κάτι με βοηθά να έχω και φαντασία, κατά κάποιον τρόπο, και να την εξελίσσω. Όταν λέω ότι έχω πίστη, δεν σημαίνει ότι πιστεύω ό,τι μου λένε. Μου αρέσει να πιστεύω σε κάτι που είναι σε εξέλιξη, υπό διαμόρφωση. Εξελίσσεται μαζί με εμένα. Αυτή η πίστη…

Δ.Β.: Αυτό θα μπορούσαμε να το εφαρμόσουμε, αν θέλετε, και στη Γίδα; Ότι εξελίχθηκε μαζί σας το έργο όλα αυτά τα χρόνια κι έφτασε στη μορφή που το είδαμε στο θέατρο;

Ν.Χ.: Ναι. Βέβαια τη Γίδα τη δουλέψαμε πολύ και στην πρόβα με τους ηθοποιούς. Έφτασε να είναι ένα κείμενο που μας εκφράζει εμάς τους πέντε, τους τέσσερις ηθοποιούς κι εμένα, απολύτως. Για αυτό και όλοι μας είμαστε πάρα πολύ δοσμένοι σε αυτό το κείμενο και το αγαπάμε πολύ. Πάρα πολύ.

Δ.Β.: Πού στέκεστε εσείς ως προς το έργο;

Ν.Χ.: Είναι ένα κείμενο που δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές μας, τις ανοχές μας. Είναι ένα προκλητικό έργο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Άλμπι μας προκαλεί. Μας τσιγκλάει για να δει μέχρι που αντέχουμε. Εμένα αυτό με ενδιέφερε πάρα πολύ στο έργο. Χωρίς να το πειράξω καθόλου, σεβόμενος πάρα πολύ τον συγγραφέα, ήθελα να βάλω τον θεατή και τους ηθοποιούς σε μια διαδικασία πρωτόγνωρης εμπειρίας. Δηλαδή. Το γυάλινο κουτί που φτιάξαμε, που έχει διαστάσεις 3Χ3 μέσα, που μαζί με τα έπιπλα μειώνεται ακόμα περισσότερο ο χώρος για τους ηθοποιούς, το ότι παίζουν αυτοί σε τέσσερις πλευρές με θεατές γύρω γύρω… Όλα αυτά είναι μοναδικά και για τους ηθοποιούς και για τους θεατές. Χωρίς να υπάρχει σκηνοθετίλα, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, βιώνουμε κάτι το μοναδικό. Δεν υπάρχει καμία αυστηρότητα στην κινησιολογία των ηθοποιών. Κάθε παράσταση κάθε μέρα είναι διαφορετική. Άλλωστε, τι να το κάνεις το στήσιμο όταν υπάρχουν θεατές τριγύρω από τη σκηνή; Ο κάθε θεατής βλέπει κάτι άλλο έτσι κι αλλιώς. Η μεγάλη έμφαση, όμως, δόθηκε στο κείμενο. Αυτό δουλέψαμε πάρα πολύ. Από τους δυόμιση μήνες προβών, οι δύο ήταν σε ένα τραπέζι να μιλάμε για το έργο, να δοκιμάζουμε πράγματα στο πώς θα είναι η εκφορά του λόγου, στον ήχο που θα έχουν τα πράγματα και τα λόγια που λέμε και στη σύνδεση των ηθοποιών. Αυτό που λέμε, δηλαδή, στο θέατρο, να παίζουμε όλοι μαζί, να έχουμε μια κοινή γραμμή, να μην παίζει ο κάθε ένας το δικό του. Εγώ είμαι πολύ ευχαριστημένος από αυτό που έχουμε πετύχει. Για το έργο μας γράφτηκε πρωτότυπη μουσική από τον Γιάννη Μαθέ, οι φωτισμοί είναι πολύ ιδιαίτεροι, η αισθητική… Γενικά, ό,τι δημιουργήθηκε, έγινε για αυτό το έργο. Έχω την τύχη να έχω συντελεστές που σε όλη τη διάρκεια της σεζόν ήταν πολύ κοντά στην παράσταση. Ερχόντουσαν σχεδόν κάθε μέρα στις παραστάσεις, είτε για να βοηθήσουν, να διορθώσουν κάτι που είχε φθαρεί, είτε απλώς για να δούνε το έργο. Για να είναι κοντά. Αυτό βγάζει ένα τεράστιο νοιάξιμο. Το οποίο το χρειάζεται το ίδιο το θέατρο. Το θέατρο είναι μια σχέση που απαιτεί φροντίδα. Όπως οι ανθρώπινες σχέσεις μας, οι σχέσεις που έχουμε. Οι ερωτικές μας σχέσεις. Αν δεν φροντίσεις τη σχέση σου, θα χωρίσεις. Το θέατρο, άμα δεν το φροντίσεις, θα σε χωρίσει. Είναι πολύ πιο απαιτητικό από μια σχέση. Οπότε, όσο περισσότερο το φροντίσεις, τόσο πιο δοτικό θα είναι κι εκείνο μαζί σου.

Δ.Β.: Η Γίδα έπαιξε στη Θεσσαλονίκη μερικές παραστάσεις, πήρε και παράσταση. Έσκισε. Πήγε πάρα πολύ καλά. Θα την ξαναφέρετε; Και τι άλλο ετοιμάζετε; Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Ν.Χ.: Η Γίδα θα ξαναέρθει στη Θεσσαλονίκη τέλη Γενάρη με αρχές Φλεβάρη. Το 2020 δηλαδή πια. Και στόχος μας είναι να παίξουμε περισσότερες παραστάσεις από τις 8 συνολικά που παίξαμε στο Θέατρο Αμαλία φέτος. Τουλάχιστον, δηλαδή, να ανεβούμε για τρεις εβδομάδες. Τον χώρο μόνο μένει να αποφασίσουμε. Οι συντελεστές θα είναι οι ίδιοι.

Δ.Β.: Ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει.

Ν.Χ.: Ναι. Σαφώς. Σχετικά με τα άλλα σχέδιά μας για τη Θεσσαλονίκη… Πριν απ΄ τη Γίδα θα έρθουμε τον επόμενο Γενάρη με τη Μήδεια του Μποστ, την καινούρια παραγωγή που θα εγκαινιάσει φέτος τη νέα θεατρική περίοδο στο Θέατρο Θησείον, ένα θέατρο για τις Τέχνες. Επίσης, κάποια στιγμή, ίσως σε δύο χρόνια, θα ανεβούμε σε ένα μεγάλο θέατρο στη Θεσσαλονίκη με την παράσταση Κάθε Τρίτη με τον Μόρι με τον Γρηγόρη Βαλτινό, η οποία στην Αθήνα ήτανε μονίμως γεμάτη –για να καταλάβετε εγώ δεν μπόρεσα να την παρακολουθήσω ποτέ από μια κανονική θέση.

Δ.Β.: Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη και τον χρόνο σας.

Ν.Χ.: Εγώ σας ευχαριστώ.

Δελίνα Βασιλειάδη