ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟ ΙΝΤΖΙΔΗ - Δ. Βασιλειάδη

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟ ΙΝΤΖΙΔΗ – Δ. Βασιλειάδη

[siteorigin_widget class=”SiteOrigin_Widget_Image_Widget”][/siteorigin_widget]

ΔΕΛΙΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ: Μιλήστε μας για εσάς.

Ευάγγελος Ιντζίδης: Είχα πάντα δυσκολία να μιλήσω για μένα παρόλο που όταν μιλώ, μιλώ και για μένα. Όμως μέσα στα λόγια μου είναι τα λόγια τόσων πολλών και συχνά έχω την εντύπωση πως εκείνη η θεϊκή πνοή που έκανε την ύλη μας ύπαρξη είναι η φωνή, ένα σύνολο φωνών που μας έπλασε μέσα στην Ιστορία. Η αναγνώριση μιας Ηλέκτρας που χύνεται στην αγκαλιά του Ορέστη φωνάζοντας: «Ήρθες φωνούλα μου». Κι οι φωνές που με (και μας) συγκροτούν είναι κάτι που με εντάσσει στον κόσμο μα και που με απομακρύνει από αυτόν, δηλαδή με εντάσσει αλλιώς σε αυτόν. Αν μπορώ να μιλήσω για μένα μπορώ να σας αφηγηθώ στιγμές που λένε τι δυνατότητες είχα ή και έχω. Η γιαγιά μου, η Ευμορφία (μία και από τις παρουσίες στο πρόσφατο βιβλίο μου) είχε ένα σωρό παράδοξες ευχές θεολογημένες μα και φιλοσοφημένες… Άκουγα τη φωνή της συχνά να εύχεται: «Να πεθαίνει κανείς μια φορά και να το φχαριστιέται παιδάκι μου!» Όταν τη ρωτούσα τι σημαίνει αυτή η ευχή εκείνη μου έλεγε: «θα πει, γιόκα μου, να μη φοβηθείς την Ιστορία. Να ξέρεις κοιτάζοντας τη ζωή στα μάτια πως οι τύραννοι μας υποτάσσουν κάθε μέρα και περισσότερο στους φόβους των θανάτων για να μη ζήσουμε». Αν, λοιπόν, πρέπει να μιλήσω για μένα θα μιλήσω για μια ζωή που στιγμές – στιγμές, εποχές – εποχές, καταφέρνει να γίνεται βίωμα. Νομίζω πως αυτό είναι και η πρόταση του Σπινόζα, να ζούμε τη στιγμή μας από την οπτική της αιωνιότητας, το μερικό από την οπτική γωνία του καθολικού.

Δ.Β.: Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον χώρο της τέχνης και πιο συγκεκριμένα της συγγραφής;

E.I.: Δεν νομίζω πως το αποφάσισα. Στον οικογενειακό μύθο ήμουν ένα παιδάκι που έλεγα πράματα απίστευτα, εξωφρενικά, μόνο και μόνο για να πιάσω φιλίες με μικρούς και μεγάλους. Κάποτε μια φίλη μου, ψυχολόγος, παρατήρησε: «Έδινες τόσες ιστορίες για μια αποδοχή». Προφανώς έχει δίκιο. Μεγάλωσα με την ενοχή του παρείσακτου και την ταξική νεύρωση μιας οικογένειας που είχε και τα έδωσε όλα στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Έπρεπε να επινοήσω έναν πλούτο και να τον ανταλλάσσω με την αποδοχή των συνανθρώπων μου. Κι ο πλούτος μου ήταν… τα ψέματα. Η μάνα μου θυμάται πως πήγαινα σε άλλους λουόμενους στην παραλία το καλοκαίρι και τους έλεγα για ένα ψάρι με γυαλιστερά πετράδια που έβγαινε και εξαφανιζόταν μέσα στα κύματα και να το προσέξουν. Στη φίλη Ελένη, τη Χοντολίδου, που έπαιζε φλογέρα και εγώ ήθελα να την πλησιάσω περισσότερο ή και να την εντυπωσιάσω (ήμουν φοιτητής τότε στη Φιλοσοφική, εδώ, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο) δεν ξέρω για ποιο λόγο ακριβώς, της είπα πως ξέρω να παίζω όμποε. Μήτε ξέρω γιατί διάλεξα αυτό το όργανο από τα πνευστά μήτε καν τι θα έκανα μετά, αν έσπαγε ο διάολος το ποδάρι του και βρισκόμουν μπροστά σε ένα πραγματικό όμποε. Κάποτε στη φοιτητική συντροφιά της Δημοκρατικής Ενότητας που αποφάσισε να εκδώσει ένα περιοδικό, την Πάροδο, είπα πως έχω ένα κείμενο για τα νεκροταφεία και το Πανεπιστήμιο. Ήταν 1983 με ’84. Μου το ζήτησαν και εγώ αναγκάστηκα και το έγραψα εκείνη τη στιγμή, επί τόπου, με στοιχεία που είχα ήδη μαζέψει για το γεγονός πως το Πανεπιστήμιο είχε επεκταθεί πάνω στο νεκροταφείο των Εβραίων της πόλης. Όταν το άκουσαν είχαν σοκαριστεί. Δεν ήταν σε όλους γνωστά αυτά τα πράγματα. Η Αγγέλα η Καστρινάκη, καθηγήτρια σήμερα στο Πανεπιστήμιο, το δημοσίευσε.

Ναι τώρα που το σκέφτομαι αυτός ο κόσμος, ο κόσμος της συγγραφής όπως τον αποκαλέσατε, είναι για μένα ένας κόσμος γιομάτος φαντάσματα. Κι εγώ επινοούσα διαρκώς μια ιστορία, έναν στίχο, τον πλούτο που δεν είχα για να γίνω αποδεκτός. Ο κόσμος μου είναι ένας κόσμος στον οποίο κάποιος που αγαπά τα ψέματα βολεύεται καλύτερα. Είναι σάμπως εκείνο το είδος ηθελημένου αποπροσανατολισμού όταν περπατάω μέσα στις πόλεις που πρωτοεπισκέπτομαι ή και που ζω. Μου αρέσει να αφήνω τον εαυτό μου να πιστεύει ότι χάνεται μέσα στην πόλη, να περιμένει μια έκπληξη, ένα μήνυμα από κάπου, μια συνάντηση εξωπραγματική… Μου αρέσει να χάνομαι ίσως και σαν άσκηση για την ανασφάλειά μου και ταυτοχρόνως μια διαρκής επιβεβαίωση πως υπάρχει και λειτουργεί εντός μου μια πυξίδα και πως στο τέλος θα ξαναβρεθώ εδώ ή αλλού. Μπορώ να πω ότι ενώ δεν αποφάσισα συνειδητά να συγγράφω και παρόλο που είμαι κυρίως του προφορικού λόγου, δίχως απόφαση μπαίνω στον κόσμο της λογοτεχνίας επειδή αγαπώ τα ψέματα, αγαπώ να χάνομαι και να βρίσκομαι και επειδή με προβληματίζει η σχέση μας με τη γραφή. Ίσως για αυτό και οι σπουδές μου στη γλωσσολογία να με γύρισαν σε εκείνο το συνεχές ανάμεσα στον γραπτό και τον προφορικό λόγο και ασχολήθηκα περισσότερο με τις Νέες Σπουδές Γραμματισμού. Βλέπετε, όλα τελικά συσχετίζονται – εκ των υστέρων – λες και ήμουν ήδη αποφασισμένος και να είχα σχέδιο. Λες και είπα συνειδητά στον εαυτό μου: θα λες ψέματα, αγαπάς τα ψέματα, αγαπάς να χάνεσαι και να βρίσκεσαι, να περιμένεις το αναπάντεχο δίχως να το περιμένεις και για όλα αυτά να γίνεις συγγραφέας και να γράφεις. Δεν έχω ιδέα όταν γίνονται, όπως γίνονται, τα πράματα στη ζωή μου αλλά εκ των υστέρων, αν τα κοιτάξω, φαίνεται ως να είχα και να παραείχα, μάλιστα, ιδέα. Αλλά κι αυτό μπορεί να είναι ένα υπέροχο ψέμα που μου αρέσει να το λέω για την αφεντιά μου. Σε κάθε περίπτωση η βάσανος, ο παιδεμός με την τεχνική στη λογοτεχνική γραφή είναι μια συνειδητή απόφαση. Αλλά το εργαλείο δεν είναι ποτέ για μένα το έργο, η τέχνη. Κι έτσι γράφω επειδή το ψέμα είναι ένας άλλος τρόπος να αποκαλύπτεται η αλήθεια. Ο Νίτσε κάπου λέει πως οι καλοί δεν λένε ποτέ την αλήθεια. Μπορεί να αποφάσισα να γράφω επειδή ήθελα και θέλω να είμαι το καλό παιδί. Και κοιτάξτε τώρα να δείτε κάτι: προσπαθώντας να απαντήσω στη δεύτερη ερώτησή σας εγώ συνεχίζω να απαντάω στην πρώτη, να μιλώ για μένα ίσως και από την οπτική των άλλων.

Σε κάθε περίπτωση για να γράψω είτε ένα ακαδημαϊκό κείμενο είτε ένα κείμενο που φιλοδοξεί να είναι λογοτεχνικό, μου αρέσει να σπάω τις δομικές αγκυλώσεις και την τυπολογία, την ταξινόμηση των κειμένων. Είμαι ένα κακό παιδί τότε. Για παράδειγμα μου αρέσει σε επίπεδο ύφους φιλοσοφικό να εντάσσω ένα επίπεδο ύφους επιστημονικό και παλεύω το ίδιο στο λογοτεχνικό μου έργο (αν και αυτή η διατύπωση «λογοτεχνικό έργο» και με την δείξη του κτήτορα «μου» ακούγεται υπερφίαλο – ας είναι). Μου αρέσει τα κειμενικά είδη, το ποίημα, ο θεατρικός μονόλογος, το χρονογράφημα, ο δοκιμιακός στοχασμός να λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο, μια ζωγραφική με ακουαρέλες.  Λατρεύω αυτές τις αταξίες. Ο αγαπημένος μου Ποιητής ο Ώντεν που κυκλοφορεί στις πιο σωματικές μεταφράσεις που έχω διαβάσει ποτέ, του Ερρίκου Σοφρά (όπως και οι μεταφράσεις του στη Ντίκινσον και στο Πένα) λέει κάπου πως «Ως αναγνώστες, οι περισσότεροι από εμάς μοιάζουμε, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, μ΄ εκείνα τα αλητάκια που ζωγραφίζουν μουστάκια στο πρόσωπο των κοριτσιών στις διαφημιστικές αφίσες». Νομίζω στο έργο του Ο Ποιητής και η Πολιτεία. Ναι τελικά μου αρέσουν απίστευτα αυτές οι σκανταλιές με τα κειμενικά είδη. Έμαθα τη Θεωρία τους και τώρα της βγάζω τη γλώσσα και ζωγραφίζω πάνω της μουστάκια.

Πρέπει να πω όμως ότι δεν γίνεται να γράψω αν δεν έχω στα αυτιά μου έναν ρυθμό ή/και μια χροιά φωνής. Σας είπα και πριν ότι είμαι συγκροτημένος από φωνές. Ανήκω στη «λογοτεχνία του αυτιού» (όπως συνηθίζω να λέω). Αν ισχύει ότι οι γυναίκες ερωτεύονται με το αυτί, τότε πρέπει να πω ότι το να είσαι συγγραφέας σημαίνει πως είσαι γυναίκα. Και κυρίως πως το βιβλίο γίνεται μια αναγνώστρια.

Σας είπα πριν πως είμαι της προφορικότητας άνθρωπος. Για αυτό και το συγκεκριμένο κείμενο, η ζωογραφία του Ζακ, για το οποίο μιλάμε εδώ, γράφτηκε με πολλές μουσικές να ηχούν στο σπίτι της Τήνου όπου και γράφτηκε αλλά κυρίως ηχούσε στο σπίτι η φωνή του Άμος Οζ. Ο Ζακ γράφτηκε πάνω στη φωνή του Άμος καθώς τον άκουγα στο youtube να διαβάζει βιβλία του, να δίνει διαλέξεις στα αγγλικά και στα εβραϊκά. Του οφείλω πολλά, έτσι κι αλλιώς , και το γεγονός ότι κοιμήθηκε ήταν για μένα ένα πένθος, μια βαθειά λύπη μιας και ονειρευόμουν να τον γνωρίσω από κοντά να του πω: «Άμος, άκου, το έγραψα όπως μιλάς, το έγραψα έχοντας στο νου μου πώς εσύ θα το διάβαζες, με τη χροιά και το ρυθμό της φωνής σου». Μια φίλη όταν πήρε το βιβλίο μου εξομολογήθηκε πως καθώς το είδε όχι ιδιαίτερα μεγάλο σκέφτηκε – επειδή είναι τρομακτική αναγνώστρια – πως σε δυο μέρες θα το έχει διαβάσει. Όταν το ξεκίνησε και μέχρι να μπει μέσα του είδε ότι δεν θα ξεμπερδέψει εύκολα με αυτό (γελάω όταν το σκέφτομαι) μου είπε ότι άρχισε να το διαβάζει μεγαλόφωνα. Κι αυτό συστήνει και σε όσους το δωρίζει. Επιμένει πως είναι βιβλίο που διαβάζεται μεγαλόφωνα. Είδατε, το αυτί, ο ρυθμός, η ποιητική προφορικότητα.

Ναι, τελικά, και ο Ζακ κινείται στο συνεχές του προφορικού-γραπτού λόγου. Είναι, δηλαδή, ένα συμβάν γραμματισμού. Γράφω για μένα μα και για εκείνο το ζωντανό πλάσμα που δεν μιλά και δεν ηχεί όπως εγώ, έναν σκύλο. Γράφω για εκείνο που δεν μιλά ενώ μιλά και μάλιστα στο βιβλίο γίνεται ένας από τους δύο αφηγητές (κατά την παράδοση των Καφκικών αφηγήσεων).

Γράφω και μιλώ για εκείνο που δεν ακούμε ενώ μας απευθύνεται μέσα και από τη σιωπή του. Το ασυνείδητο, το άλλο, το ζώο, τη ρίζα του δέντρου, τον άνθρωπο. Γράφω με τη Φωνή  και Διαβάζω με το Αυτί. Γράφω τον ρυθμό που ακούω. Το γράφω και το ακούω είναι σε μένα ταυτόσημα. Θαρρώ πως όλη η δυτική κοινωνία δομήθηκε πάνω σε αυτό το ακούω που γίνεται γράφω. Σε έναν Θεό που καλεί τον Αβραάμ να ακούσει και έναν Μωυσή που καταγράφει τις εντολές του Θεού. Είναι μια ιστορία της προφορικότητας και της εγγραμματοσύνης κάθε λογοτεχνία. Από τον Πλάτωνα και τη θέση του για τον προφορικό λόγο και τη γραφή ίσαμε τον Ντεριντά, τον Εβραίο στο Αλγέρι που μιλά τη γαλλική γλώσσα του αποικιοκράτη και παραδέχεται πως έχει μονάχα μια γλώσσα που δεν είναι η δική του. Ίσαμε, λοιπόν, τον Ντεριντά, που λέει πως είναι το ζώο που ακολουθεί. Μια φράση που με επηρέασε βαθύτατα. Κάπου στον Ζακ το γράφω/λέω διπλοκατευθυντικά. Είμαι το ζώο που ακολουθώ, λέω και είμαι το ζώο που ακολουθώ, λέει… Κάπως έτσι.

Βλέπετε μια προσωπική, ιδιωτική ιστορία συμπλέκεται με τον στοχασμό των άλλων και με γεγονότα της ιστορίας της δικής μου, της δικής μας, στην Ελλάδα, και των άλλων, στη Χιλή, στο Παρίσι, στη Βηρυτό, στον κόσμο.

[siteorigin_widget class=”SiteOrigin_Widget_Image_Widget”][/siteorigin_widget]

Δ.Β.: Την 1η Μαρτίου παρουσιάζετε το βιβλίο σας Ζακ. Η Αυτοβιογραφία των Ζωντανών και στη Θεσσαλονίκη. Μιλήστε μας για αυτό.

E.I.: Nαι πράγματι μου κάνουν την τιμή, και μου δίνει χαρά αυτό, διεισδυτικοί αναγνώστες να συζητήσουν για το βιβλίο στο Café/θέατρο του Βασιλικού Θεάτρου, την πρώτη του Μάρτη, στις 8 το απόγευμα. Η Ελένη Χοντολίδου, ο Μιχάλης Μπαρτσίδης, ο ΄Αρης Στυλιανού.

Το βιβλίο μου, «Ζακ. Η Αυτοβιογραφία των Ζωντανών», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νήσος περί τα μέσα του περασμένου Ιούνη, είναι η σχέση μου με τον σκύλο Ζακ (Ιάκωβο). Μια σχέση που γίνεται αυτοβιογραφία και των δυο μας. Ο ζωντανός και το ζωντανό σε μια συνάντηση στη γενική πτώση του πληθυντικού αριθμού ή καλύτερα στη Γενική της Πτώσης, της εξόδου από την παράδεισο και της  αναζήτησης εκ νέου της ουτοπίας: Των Ζωντανών. Βέβαια ένα ερώτημα ζητάει την απάντησή του μέσα στο κείμενο. Κι εδώ θα ήθελα να κάνω μια παρέκβαση.

Αν δεν μας απασχολεί ένα ερώτημα μήτε γράφουμε, μήτε καν διαβάζουμε. Καταναλώνουμε αναγνώσεις και γραφές (τις δύο όψεις του γραπτού λόγου δίχως να (μας) ακούμε και δίχως ουσιαστικά να μιλάμε – οι δύο όψεις του προφορικού λόγου). Λοιπόν το πρώτο ερώτημα, το πρωταρχικό ερώτημα του βιβλίου είναι μια πορεία ανάμεσα στο τραύμα και τις άμυνές του να ξεχαστεί, την επαναφορά του, την υπενθύμισή του και τη συμφιλίωση με αυτό. Το πρωταρχικό ερώτημα είναι και τίτλος σε ένα από τα κεφάλαια του αφηγήματος: «Πώς μπόρεσα να αγαπήσω;» Παράλληλα με αυτό το ιδιωτικό ερώτημα ένα άλλο ερώτημα περισσότερο κοινωνικό, θα έλεγα, διατυπώθηκε: «Ξέρουμε τι είναι πραγματικά εκεί έξω;» Κοιτάζοντας τον Ζακ το ερώτημα συναρθρώνεται με το ερώτημα που θέτει ένας φιλόσοφος με το χαρακτηριστικό όνομα Ντομινίκ Πέτμαν [Petman]: «Ξέρουμε τι είναι εκεί έξω μόνο από το βλέμμα του ζώου;». Έτσι ένα απολύτως ιδιωτικό ερώτημα έγινε και δημόσιο και μια ψυχαναλυτική ματιά γίνεται κοινωνική. Η υποκειμενικότητα της ουτοπίας γίνεται υποκειμενικότητα της Ιστορίας. Το εγώ γίνεται και ένα εμείς. Μα και αντίστροφα. Και πάλι το χαρακτηριστικό μου, ο ηθελημένος αποπροσανατολισμός της σκέψης  σε μια χαρτογράφηση ζωής με πυξίδα το βίωμά μου στον ιδιωτικό και στον δημόσιο χώρο. Ένα πήγαινε-έλα. Το ένα ερώτημα με πήγε στο άλλο και ενδογλωσσικά διατυπώθηκε πολλές φορές όσες και τα κεφάλαια του βιβλίου.

 

Δ.Β.: Το βιβλίο σας μέσα σε λίγους μήνες προχώρησε στη δεύτερη έκδοσή του που γιορτάστηκε από τις εκδόσεις νήσος με μια ειδική ένθετη έκδοση σε αυτό και με αυτή θα παρουσιαστεί και στην Θεσσαλονίκη. Τελικά το κίνητρο για τη γραφή είναι πάντα μια ερώτηση;

E.I.: Toβιβλίο πλέον στη δεύτερη έκδοσή του κυκλοφορεί με ένα ένθετο που τιτλοφορείται «Ζωογραφίες. Διαβάζοντας τον Ζακ». Στο ένθετο αυτό φιλοξενούνται οι τρεις κεντρικές ομιλίες-αναγνώσεις (ξανά και παντού στη ζωή μου το συνεχές της ομιλίας και της γραφής) του βιβλίου από τους Τζίνα Πολίτη, Σάββα Μιχαήλ και Λίζυ Τσιριμώκου όπως ανακοινώθηκαν στην εκδήλωση-παρουσίαση της Αθήνας, στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Το κίνητρο για τη γραφή είναι πάντα μια ερώτηση. Μια εσωτερική ερώτηση, ένα προσωπικό μα και ένα κοινωνικό αίτημα.

Τι μου προσφέρει ένα ζώ-ον; Μα την ανοιχτότητα έξω από το σπίτι με τους τοίχους της γλώσσας μου, πέρα από τον ερμηνευμένο κόσμο…Από μια άποψη μου προσφέρει την ελευθερία να νιώθεις ριγμένος μες στο πουθενά από ζωή και θάνατο κι όπου όλα εμπεριέχονται στη σιωπή…Ακριβώς για αυτό τον λόγο φοβόμουν τα ζώα…και δη τους σκύλους και μάλιστα για χρόνια…Ήξερα ασύνειδα μεν αλλά ήξερα πως θα με οδηγούσαν εκεί που γαλήνευα μα και ήμουν άτολμος να πάω…Στην πιο οικεία σφαίρα, την πιο ζεστή, ενός κόσμου που φαντάζει στα μάτια μας ανοίκειος, αναπάντεχος κι απερίμεντος. Ακριβώς εκεί με τα λόγια του Ρίλκε:

«Με όλα τα μάτια του ο φυσικός κόσμος κοιτάζει έξω

στο Ανοικτό. Μόνο τα μάτια μας γυρίζουν

πίσω, και περιβάλλουν φυτό, ζώο, παιδί

όπως οι παγίδες, καθώς αναδύονται στην ελευθερία τους.

Ξέρουμε τι είναι πραγματικά εκεί έξω μόνο από

το βλέμμα του ζώου;».

Σας απαντώ από την υποκειμενική μου εμπειρία. Ναι.

Ο Μιρό ζωγράφισε ένα Σκύλο που Γαβγίζει στο Φεγγάρι, στα 1925. Στον πίνακα βλέπεις ένα άδειο τοπίο με το Φεγγάρι και τον σκύλο και μια σκάλα προς τον ουρανό όπου στην κορυφή της είναι ένα πουλί. Ένας πίνακας ταυτοχρόνως της σιωπής και του ήχου. Ταυτοχρόνως.  Στη δική μου ζωή και συγκεκριμένα σε αυτή τη Ζωογραφία – Αυτοβιογραφία χρειάστηκε μισός περίπου αιώνας για να νιώσω την κένωση ενός ηχητικού τοπίου όπου ένας σκύλος γαβγίζει στο φεγγάρι αλλά και τη διάχυση μέσα στο χρωματικό άηχο τοπίο όταν ένας σκύλος γαβγίζει στο φεγγάρι. Μου πήρε μισό αιώνα για να φοβάμαι πιο ήσυχος μέσα μου τη σιωπή, το σκοτάδι και το πουλί στην κορφή μιας κλίμακας στο έρημο τοπίο και μισό αιώνα για να αφήνομαι στη λύπη της, ίσως το μόνο συναίσθημα που με λυτρώνει (μήπως και μας λυτρώνει;) από τον φόβο και τον θυμό… Κάτι σάμπως αποδοχή της έκρηξης των χρωμάτων στην αρχή αλλά και στο τέλος του σύμπαντος. Τώρα που το ξανασκέφτομαι το βιβλίο μου για τον Ζακ, τον σκύλο μου, αφορά ακριβώς αυτή τη μετάβαση. Και η παρουσίαση του βιβλίου “Ζακ. Η Αυτοβιογραφία των Ζωντανών” την πρώτη μέρα του Μάρτη στη Θεσσαλονίκη σηματοδοτεί έναν κύκλο στο αυτοβιογραφικό αφήγημα, η Θεσσαλονίκη και τα φοιτητικά χρόνια εδώ κυκλοφορούν υπόρρητα στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η Επιστροφή». Ένας κύκλος στην αρχή του οποίου έφτασα από το τέλος του κουβαλώντας ένα καραβάνι ανθρώπων, φωνών, σωμάτων και ένα σκύλο, τον Ζακ, του 2019.΄Ετσι αισθάνομαι με την παρουσίαση του Ζακ στη Θεσσαλονίκη.

Δ.Β.: Η συγγραφή στην Ελλάδα της κρίσης. Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο που ήθελε να ακολουθήσει τον δρόμο της τέχνης;

Πριν τρία χρόνια, και τι δαιμονικά σημαδιακό λίγο πριν μπει ο Ζακ στη ζωή μου μόλις τριών μηνών, είχα γράψει ένα σημείωμα και το τιτλοφόρησα «Αναλφάβητοι Αναγνώστες». Το κείμενο αυτό ο Βασίλης Λαλιώτης το έκανε ένα ψηφιακό δελτάριο και κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο. Από αυτό αντλώ για να μιλήσω προς έναν νέο ή όχι νέο συγγραφέα και καλλιτέχνη μιας και όλα είναι ακοή μιας ανάγνωσης ακόμη και της ανάγνωσης της σιωπής, μιας εσωτερικής φωνής ή μιας φωνής που μας έρχεται απέξω. Αυτό το σημείωμα, λοιπόν, ολοκληρώνεται στις ακόλουθες δυο παραγράφους: «Τι είναι τελικά η ανάγνωση αν όχι ένας αγώνας για την επιλογή; Και τι είναι τελικά η ανάγνωση αν όχι ο χρόνος εκείνος κατά τον οποίο χρειάζεται κανείς να υποθέσει τα προβλήματα, να διατυπώσει απορίες εκφράζοντας έτσι τις αναζητήσεις του; Να έχει αναζήτηση, και να οργανώσει τις εμπειρίες του µε τέτοιο τρόπο ώστε να αναζητά διάλογο πάνω σε αυτές, πριν – πολύ πριν – του έλθουν έτοιμες οι ερωτήσεις, έτοιμες οι απαντήσεις και οι εμπειρίες του από τους τίτλους των βιβλίων, τα διαφηµιστικά τους σλόγκαν και έντυπα; Πριν ο αναγνώστης αποκτήσει κίνητρο, ώστε να αναζητήσει το βιβλίο και να διαβάσει σε αυτό και από αυτό για να µιλήσει έπειτα επ΄ αφορµή αυτού του βιβλίου καθώς το κυρίαρχο ήταν και είναι το κίνητρο του αναγνώστη, η πορεία της αναζήτησης που τον έφερε µπροστά στο τάδε ή το δείνα βιβλίο.

Η ανάγνωση µε κίνητρο, µε προϋπάρχουσες υποθέσεις και ερωτήµατα. Μονάχα έτσι ο αναγνώστης – έχει τη στάση ενός συγγραφέα που διαβάζει για να ολοκληρώσει τη δική του σύνθεση και ίσως έτσι βρει ξανά την ανάγνωση και το κείµενο µέσα στον εαυτό του. Να γιατί δεν διαβάζουµε πάντα όταν διαβάζουµε. Και να γιατί η ανάγνωση, η ικανότητα να διαβάζει και να γράφει κανείς, ο αλφαβητισµός δεν είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη της δηµοκρατίας. Γιατί υπάρχουν αναγνώστες που είναι ανύπαρκτοι και αναλφάβητοι. Τους βρίσκουν έτοιµες οι απορίες και οι ερµηνείες, πριν φτάσουν αυτοί με τις δικές τους στην αναζήτηση απαντήσεων, στο δικό τους κίνητρο ανάγνωσης. Και αυτό εντείνεται από την αναυθεντικότητα (παπαγαλία) του σηµερινού σχολείου είτε δηµόσιου είτε ιδιωτικού στην Ελλάδα (τουλάχιστον)».

Να βλέπουμε, να ακούμε, να απορούμε ως αναλφάβητοι, να ρωτάμε ως ανίδεοι για αυτό που βλέπουμε. Αυτή είναι η απάντηση στην προπαγάνδα της κρίσης. Και αυτή είναι η στάση της τέχνης. Ένα τίποτα που τολμά να ανασαίνει και να υπάρχει. Ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια πως όλα είναι πλασμένα από ένα πλασμένο ψέμα, μια αγάπη από πλασμένα ερωτήματα των πλασμένων πλασμάτων.

Δ.Β.: Μελλοντικά σχέδια.

E.I.: Με τη Βουβούλα Σκούρα γυρίσαμε το 2013 μια ταινία για τα τετράδια – σημειωματάρια των Ελληνικών του Τζέιμς Τζόυς, αφιερωμένη στη Μαντώ Αραβαντινού.«THE RED BANK: Tζέιμς Τζόυς. Τα τετράδια των ελληνικών».  Η ταινία τον Μάρτη προβάλλεται στη Λισαβόνα, μετά από τη Νέα Υόρκη, την Τεργέστη, τη Ντόχα, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, το Λουγκάνο, το Δουβλίνο, τη Βηρυτό. Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης και Πανεπιστήμια την προβάλλουν. Το κείμενό μου που η σκηνοθέτιδα επέμενε να το υποδυθώ εγώ στην ταινία μου αποκάλυψε την ώρα ακριβώς που το ερμήνευα (κάτι εξαιρετικά δύσκολο για έναν μη ηθοποιό) πως το σημειωτικό σύστημα της γλώσσας με το σημειωτικό σύστημα της εικόνας, του ήχου, της χειρονομίας  δημιουργούν ένα νέο πολυτροπικό κείμενο που τελικά είναι ένα άλλο κείμενο μια άλλη διάσταση ενός νοήματος που ποτέ δεν ολοκληρώνεται και μένει ανοιχτό. Έτσι φτάσαμε να συνεργαστούμε με ένα πείραμα που ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη με το Περιοδικό RIZOMAκαι συμμετέχουμε αυτή την περίοδο ως εικονογράφος – φωτογράφος η Βουβούλα κι εγώ ως κειμενογράφος στο πρώτο και στο δεύτερο τεύχος του. Έχουμε ήδη ολοκληρώσει  σε συνεργασία με τον ψυχίατρο και ποιητή Σπήλιο Αργυρόπουλο –  μια σημαντική φωνή της νεοελληνικής μας ποίησης –  το σενάριο για την νέα ταινία της Βουβούλας Σκούρα «Αναζητώντας την Μέλπω» που αφορά τη ζωή και τις λέξεις της Μέλπως Αξιώτη. Με τη Βουβούλα ετοιμάζουμε επίσης την έκδοση ενός βιβλίου για τον Αντουάν Αρτώ στην Αγγλία με τίτλο «ΤheSilenceofThings» όπου κείμενα και εικαστικές της δουλειές συνθέτουν ένα σύγχρονο απεικονιστικό συμβάν. Η επανάληψη επίσης μιας παράστασης είναι στα σχέδια. Πρόκειται για το έργο «Το Άρρυθμο Τραγούδι του Ανθρώπου που δεν Ήξερε να Γράφει». Στο έργο αυτό, αφιερωμένο στη Μνήμη του ΄Εντουαρντ Σαϊντ, που είχε ανέβει στο χώρο Φούρνος με ερμηνεία του Γιώργου Νανούρη σε σκηνοθεσία της Βουβούλας, η Γραφή καταγγέλλεται ως Προγραφή απηχώντας τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό που για μένα είναι η σφαγή στο όνομα των Γραφών καθώς οι άνθρωποι μπαίνουν στον εμφύλιο σπαραγμό επειδή η θέση αυτού του έργου είναι πως κάθε πόλεμος είναι κι ένας εμφύλιος σπαραγμός.

Δ.Β.: Μια φράση που σας εκφράζει.

E.I.:«Δεν είχα χέρια να σε αγγίξω. Έχω φτερά» από το Άρρυθμο Τραγούδι.

Δ.Β.: Μια ευχή.

E.I.:Αυτή με την οποία ξεκινήσαμε ετούτη τη συνέντευξη. Την ευχή της γιαγιάς μου: «Να πεθάνουμε μια φορά και να το φχαριστηθούμε». Ξέρετε έχουμε βιώσει στιγμές ανάτασης και ανάστασης όταν η ανθρωπινότητά μας, η ανθρώπινη ευαλωτότητα τολμά να αναπνεύσει μέσα μας. Με αυτή την ανάσταση ας παραδοθούμε στην Ιστορία κι ας αλλάξουμε τη ζωή μας. Πιστεύω πως έτσι μετασχηματίζουμε τη φθορά του θανάτου σε δημιουργία και συνείδηση. Στο βιβλίο κάπου ο αφηγητής λέει/γράφει: «Ναι. 16 Ιουλίου 1961 γεννήθηκα. Με το διττό εξωφρενικό στίγμα: θνητός κι αναστημένος».

 

Δ.Β.: Σας ευχαριστώ πολύ.

Δελίνα Βασιλειάδη

[siteorigin_widget class=”SiteOrigin_Widget_Image_Widget”][/siteorigin_widget]