Συνέντευξη στην Κατερίνα Παπαδοπούλου
Ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Χρήστος Θηβαίος συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 2000 σε μια διπλή συναυλία του πρώτου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Τότε ο Θηβαίος έκανε επί της ουσίας τα πρώτα του βήματα με τους «Συνήθεις υπόπτους» και ήταν μια φοβερή έκπληξη, διότι ο χώρος εκεί είναι ιδιαίτερος και θέλει πολλά για να τον «κουμαντάρεις». Ακολούθησε μια σειρά συναυλιών το 2002 και το 2003 που ξεπέρασε τις 100 με φοβερή επιτυχία, η οποία είχε ως κατακλείδα το άλμπουμ «Ο Άμλετ της Σελήνης». Ίσως είναι ο μόνος δίσκος του Θάνου Μικρούτσικου (μας λέει ο ίδιος) ακόμα και σε σχέση με τον Καββαδία, που είχε την απόλυτη αποδοχή. Το 2005 στην πρώτη μεγάλη παρουσίαση της δουλειάς πάνω στον Καββαδία ήταν ένας από τους βασικούς τραγουδιστές, το 2009 έκαναν μια δουλειά στο Ηρώδειο αφού είχαν και πάλι συνεργαστεί στο «Υπέροχα Μονάχοι» και μετά ήρθε ο Ιούνιος του 2010 και σε μια δύσκολη (ήδη μνημονιακή) περίοδο ξεκίνησαν έναν κύκλο συναυλιών, οι οποίες μέχρι σήμερα φτάνουν περίπου τον αριθμό (ρεκόρ, αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες) 200…
Τι είναι αυτό που σας έμεινε από τη συνεργασία αυτή;
Η απόλυτη και ουσιαστική αποδοχή κυρίως από νέους ανθρώπους. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου παρακολούθησε τη συναυλία στην σημερινή της μορφή δηλαδή το τρίο Μικρούτσικος – Θηβαίος – Θύμιος Παπαδόπουλος. Δημιουργήσαμε κάτι το οποίο καλλιτεχνικά στο live ίσως είναι ότι πιο προχωρημένο και σημαντικό έχω κάνει. Σκεφτείτε ότι τρεις άνθρωποι πάνω στη σκηνή για τρεις και πλέον ώρες δίνουν την ψυχή τους και αυτό το σκηνικό πάθος πέρασε στο απόλυτα στον κόσμο. Επιλέξαμε να δώσουμε την τελευταία παράσταση στη Θεσσαλονίκη, ανεξάρτητα με το αν θα μπορούσε να συνεχίσει να πηγαίνει καλά. Θέλαμε να έχουμε την αίσθηση ενός πράγματος που κλείνει στο ζενίθ. Να μην το αφήσουμε να φθαρεί…
Ασχολείστε με όλα τα είδη της μουσικής και γράφετε για αυτά που σας καίνε. Αναρωτιέμαι τι γίνεται μέσα σας…
Είμαι μια ιδιόμορφη περίπτωση σε ότι αφορά στο γεγονός ότι ασχολούμαι με το τραγούδι, με το θέατρο, με την κλασική, την πειραματική μουσική, με αυτοσχεδιασμούς τζαζ. Οφείλω να σας ομολογήσω, ότι στην αρχή, στα 20 πρώτα χρόνια, φοβόμουν ότι το κάνω γιατί θέλω να αποδείξω ότι μπορώ να τα κάνω όλα. Και αντιλαμβανόμουν πως αν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν ήταν υγιές. Όμως έψαξα πολύ εντός μου και νομίζω ότι αυτό που μου συμβαίνει έχει να κάνει με την παιδική και εφηβική μου ηλικία. Δηλαδή ενώ μέχρι τα 10 μου έπαιζα κλασικούς, ξαφνικά μεγαλώνοντας άρχισα να παίζω στο πιάνο και ό,τι άλλο άκουγα -τότε Χατζηδάκι και Θεοδωράκη. Αισθανόμουν ότι μου αρέσει αυτό. Απογειωνόμουν όταν έπαιζα τις σονάτες του Μπετόβεν και το ίδιο απογειωνόμουν αν έπαιζα πέντε τραγούδια του Χατζηδάκι. Σε αυτό ήρθε να προστεθεί γύρω στα 20, όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, και η λεγόμενη σύγχρονη μουσική του 20ου αιώνα. όπου εκεί άρχισε πραγματικά να με θέλγει η φόρμα της σύγχρονης μουσικής. Και έτσι όταν μπήκα στο επάγγελμα είχα τρεις κολώνες μέσα μου: αυτή της κλασικής μουσικής, αυτή της πειραματικής και αυτή του τραγουδιού. Έτσι άρχισα να εκφράζομαι ως συνθέτης άλλοτε με τον έναν τρόπο, άλλοτε με τον άλλο…
Τώρα για το τι με καίει. Ένας καλλιτέχνης γίνεται καλός όταν εκφράζει αυτά που τον καίνε. Δεν συμβαίνει μόνο με μένα αυτό. Είναι νόμιμο να εκφράζεσαι με αυτό που σε καίει. Πού είναι το κλειδί; Να το εκφράσεις αλλά κάθε φορά με νέο τρόπο. Με σύγχρονο τρόπο. Όχι να προσπαθείς να μιμηθείς αυτό που σου παραδόθηκε. Αυτό που σου παραδόθηκε το σέβεσαι, το ψάχνεις, το μαθαίνεις αλλά από εκεί και πέρα ο δικό σου ρόλος -αν έχεις τα φόντα και τα κότσια- είναι να το προχωρήσεις δύο βήματα παρακάτω. Εγώ λοιπόν θεωρώ -και μπορώ να το πω μετά από τόσα χρόνια– ότι αυτό το πέτυχα. Τώρα τι θα γράψει η ιστορία, πόσο σπουδαίος ή καλός ή μέτριος ή κακός συνθέτης υπήρξα αυτό είναι μιας άλλης τάξεως συζήτηση…
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να συζητήσουμε λίγο για το πολιτικό τραγούδι. Έχετε ασχοληθεί πολύ με αυτό και συνεχίζετε να ασχολείστε σε μια εποχή που τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τι είναι αυτό που σας ωθεί να συνεχίσετε;
Είναι αυτό που μου είπατε στην αρχή εσείς. Είναι αυτά που με καίνε. Όσον αφορά στο τι έχει αλλάξει, θα σας πω το εξής: το 1987 έγραψα το τραγούδι : «Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε». Από τότε έχουν περάσει 25 χρόνια. Άλλαξε τίποτα; Υπάρχουν πράγματα που αλλάζουν, όμως στο DNA του ο καπιταλισμός έχει πράγματα που μένουν σταθερά. Ο καπιταλισμός την εποχή του Μαρξ στον 19ο αιώνα ήταν πολύ διαφορετικός από τον σημερινό. Όμως η έννοια της απληστίας, της ανταγωνιστικότητας, του γεγονότος ότι το μεγάλο κεφάλαιο ιδιωτικοποιεί τα κέρδη και κοινωνικοποιεί τις ζημιές, αυτά τα χαρακτηριστικά υπήρχαν στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα, των αρχών του 20ου και των αρχών του 21ου. Άρα λοιπόν πρέπει να βρίσκουμε ποια πράγματα μένουν αναλλοίωτα σε μια κοινωνική δομή και ποια αλλάζουν. Βεβαίως, η φόρμα του τραγουδιού οφείλει να είναι φόρμα καινούρια. Αλλά ότι κάποια πράγματα παραμένουν εν ισχύ το βλέπουμε στην πράξη…
Έχετε συνεργαστεί με πολύ κόσμο. Οι σχέσεις που δημιουργούνται –και οι επαγγελματικές αλλά και οι προσωπικές- μόνο επιφανειακές δεν είναι. Πώς τις χειρίζεστε;
Απολύτως θετικά. Θεωρώ ότι οφείλω πάρα πολλά σε όλους αυτούς με τους οποίους έχω συνεργαστεί, τραγουδιστές και μουσικούς, και θεωρώ πως σε ό,τι τους έδωσα μου δώσανε κι αυτοί. Όσο αυτοί είναι «υποχρεωμένοι» σε μένα για αυτό που τους έδωσα, άλλο τόσο είμαι και εγώ σ’ αυτούς για αυτό που εκτόξευσαν και απογείωσαν με το δικό τους ταλέντο και τα δικά τους χαρίσματα. Για παράδειγμα τον δικό μου τρόπο στο τραγούδι τον οφείλω στη Μαρία Δημητριάδη. Φτιάξαμε μαζί τον τρόπο.
Δεν ξέρω αν είναι εύκολο να περιγραφεί, αλλά τι συμβαίνει όταν βρίσκεστε πάνω στη σκηνή;
Θα σας μιλήσω γι’ αυτή τη συναυλία. Σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της, όταν βρισκόμαστε πάνω στη σκηνή είναι σα να είμαστε σε έναν χώρο όπου δεν υπάρχει κανένας άλλος. Βέβαια εισπράττουμε από τον κόσμο, όμως το θέμα εκείνες τις στιγμές είναι το πώς θα βγουν οι νότες. Τι αυτοσχεδιασμό θα κάνεις, πως θα απογειωθείς. Για παράδειγμα όταν παίζω τους «Εφτά νάνους». Υπάρχω εγώ και το πιάνο. Από τη μέση -ή τα δύο τρίτα- και μετά γίνεται απότομη ταύτιση με τον κόσμο και εκεί γινόμαστε ένα. Αλλά μέχρι εκείνο το σημείο δεν υπάρχει κανένας μέσα στην αίθουσα. Υπάρχω εγώ και το πιάνο ή εγώ και ο συνεργάτης μου.
Ποια είναι η πιο όμορφη στιγμή μιας συναυλίας;
Όταν υπάρχει απόλυτη σιωπή. Γιατί αυτή η απόλυτη σιωπή δημιουργεί τη μεγαλύτερη ένταση. Μεγαλύτερη και από την αποθέωση. Αρκεί να συνοδευτεί στο τέλος με αποθέωση…